Ο βίγκαν βρικόλακας Ερνέστο που τόσο αγαπήσαμε στα προηγούμενα βιβλία της σειράς βρίσκει μια λύση για να μείνει αθάνατη η καλύτερή του φίλη χωρίς να τη δαγκώσει και να τη μετατρέψει κι εκείνη σε βαμπίρ. Μόνο που έτσι θα ακονίσει περισσότερο το επαγγελματικό της δαιμόνιο αφού η κοπέλα αφοσιώνεται σε μια βιομηχανία μπίρας μαζί με τον νέο της σύντροφο. Ταυτόχρονα, ο Ερνέστο γνωρίζει επιτέλους τη γιαγιά του, προσπαθεί να βρει τον πραγματικό του εαυτό και να μείνει μόνος, μακριά από τη μόδα που δημιουργούν το πατρικό του κάστρο και το επιτυχημένο του μπαρ μα πάνω απ’ όλα να βρει έναν τρόπο να διαχειριστεί σωστά τα άγχη και τις ανασφάλειες που έχει. Πάμε να πιούμε vambeer;
Βιβλίο Vambeer για βρικόλακες
Συγγραφέας Αντιγόνη Πόμμερ
Κατηγορία Χιούμορ / Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης 24 Γράμματα
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Η Αντιγόνη Πόμμερ έγραψε μια νέα ξεκαρδιστική ιστορία γύρω από τον κόσμο των βαμπίρ, τα οποία μας τα παρουσιάζει στις ανθρώπινές τους διαστάσεις. Δεν υπάρχει ίχνος φρικιαστικών περιγραφών παρά την κλειστοφοβική, σκοτεινή ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος κι έτσι γνωρίζουμε τον Ερνέστο και τον κόσμο του μ’ έναν άκρως διασκεδαστικό και χιουμοριστικό τρόπο. Ένας βίγκαν βρικόλακας που θέλει απλά πράγματα: να μη ζηλεύει, να μην έχει σύνδρομα ούτε διαταραχές, να απαλλαγεί από τα προβλήματα που στιγμάτισαν τη ζωή του από τότε που γεννήθηκε. Α, και να μάθει τι παραπάνω ξέρει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος όταν λέει «Μια αιωνιότητα και μια μέρα», αφού οι βρικόλακες ζουν για μια αιωνιότητα μόνο, άρα μια μέρα θα πεθάνουν! Η ιστορία ξεκινάει με τη φιλία του Ερνέστο και της Έμας να έχει μπει πλέον σε σταθερές βάσεις κι έτσι ο αθώος και απονήρευτος Ερνέστο παρασύρεται από τη διαφήμιση του Λόνγκγιαρμπιεν, της πόλης όπου για τέσσερις μήνες δε βγαίνει ο ήλιος και όπου δεν επιτρέπεται να πεθάνεις. Ένας παράδεισος για τον ήρωά μας που επιτέλους θα κοιμάται ξεσκέπαστος, δηλαδή χωρίς το καπάκι της κάσας. Επιπλέον, αφού απαγορεύεται να πεθάνεις, η θνητή φίλη του, Έμα, θα μπορεί να ζήσει για πάντα στο πλάι του χωρίς να γίνει βρικόλακας. Έτσι χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να ρωτήσει κανέναν παίρνει την Έμα και φεύγουν για την πόλη που βρίσκεται ανάμεσα στη Νορβηγία και στον Βόρειο Πόλο.
Από την πλευρά της, η Έμα ανυπομονεί να ζήσει στην απόλυτη γκοθίλα χωρίς να ξέρει τα πραγματικά σχέδια αγάπης του Ερνέστο για κείνη. Η διαμονή τους βγάζει άφθονο γέλιο από τα περιστατικά που βιώνουν και από τους αντίθετους χαρακτήρες τους: «Ρε συ… ήρθαμε στην άκρη του κόσμου να ευχαριστηθούμε την νταρκίλα και να κουλάρουμε» λέει η Έμα όταν ο Ερνέστο ζητάει επεξηγήσεις για την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου που μόλις είδαν και τη ζαλίζει με ατάκες του Μάριο Μεντόζα. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν γνωρίζουν τον ντελιβερά Τομπίας, έναν γοητευτικό γκοθά που ξεκινάει να κάνει παρέα με την Έμα κι ο Ερνέστο ζηλεύει: «…όσο την έβλεπα να απομακρύνεται από εμένα τόσο η επιθυμία μου για μια αφαίμαξη φούντωνε»! Τελικά, αποτέλεσμα της φάσης μεταξύ Έμα και Τομπίας είναι να ανοίξουν στην πόλη εργοστάσιο ζυθοποιίας με κεφάλαια του Ερνέστο, ο οποίος παλεύει με αντικρουόμενα αισθήματα: το άγχος του αποχωρισμού αφού η φίλη του θα μένει εκεί και τη χαρά του αφού όσο η φίλη του θα μένει εκεί θα ζει αιώνια. Ναι, χμ…
Η μητέρα του Ερνέστο, μετά τις αποκαλύψεις στα προηγούμενα βιβλία και τον θάνατο κάποιων αγαπημένων προσώπων, έχει εξαφανιστεί κι αυτό έχει στοιχίσει στον βρικόλακά μας. Ακόμη του λείπει η μητέρα του παρά τη χειριστική και τοξική της συμπεριφορά απέναντί του, λέει πως «Η μανούλα ήταν η μοναδική μου ρίζα», νιώθει για τα καλά ορφανός, σαν τον Ρεμί στο «Χωρίς οικογένεια» του Έκτορα Μαλό και φοβάται για κείνη μην κάνει κακό στον εαυτό της. Μια μεγάλη έκπληξη όμως θα την ξαναφέρει στη ζωή του με τρόπο που αποδεικνύει τον ναρκισσιστικό εαυτό της. Μήπως θέλει με τον τρόπο της όμως να κάνει μια διορθωτική κίνηση και να γεμίσει τον γιο της περηφάνια για κείνη; Ή το κάνει μόνο για να τραβήξει την προσοχή και για να δει τον θαυμασμό στα μάτια του γιου της για κείνη; Νάσου και η γιαγιά του Ερνέστο, Αμπρόσια Μπουνίκουλ, που του αποκαλύπτει κάτι που δεν μπορεί να χωνέψει. Οι αντιδράσεις του με έκαναν να ξεκαρδιστώ στα γέλια αλλά η Αμπρόσια βεβαιώθηκε πως το παιδί δεν πάει καλά από νοητικής άποψης. Μπορεί λοιπόν να ακολούθησε κι εκείνη την καρδιά της αλλά γιατί είναι καταζητούμενη σύμφωνα με μια αφίσα που βρήκε ο Ερνέστο; Τι κακό έκανε και σε ποιον; Γιατί δε μιλιέται με την κόρη της;
Στιβαρές προσπάθειες για να επιζήσει από αυτόν τον κυκεώνα αλλοπρόσαλλων συμπεριφορών και εμφανίσεων εξακολουθεί να καταβάλλει ο δόκτωρ Κοψοκοίλης που προσπαθεί να βγάλει τον Ερνέστο από αυτόν τον κυκεώνα σκέψεων και να δουλέψουν πάνω στην αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή του και την αδυναμία του να παίρνει πρωτοβουλίες. Με αφορμή τον Τομπίας του τονίζει κάποια πράγματα και αφιερώνουν πολλές ξεκαρδιστικές (για τον αναγνώστη) συνεδρίες, τις οποίες το βαμπιράκι μας παρερμηνεύει και καταφεύγει σε πρωτοβουλίες που φέρνουν τη μια αναποδιά μετά την άλλη. Είναι εγωιστής; Ανασφαλής; Ατομιστής; Ή απλά φοβάται την εγκατάλειψη που τη βίωσε σε μεγάλο βαθμό; Ή μήπως έχει διαταραχή άγχους αποχωρισμού; Απορώ πώς επέζησε ως το τρίτο βιβλίο! Το κάστρο όπου ζει ο Ερνέστο και φιλοξενεί πλέον ένα πετυχημένο ξενοδοχείο και έναν αναγνωρισμένο ξενώνα κακοποιημένων βρικολάκων δεν τον χωράει. Έχει δημιουργήσει με τις πετυχημένες επιχειρήσεις του και με την εκκεντρική εμφάνισή του φρενήρη μόδα στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα τελικά να έχει χάσει τον εαυτό του και την ταυτότητά του, να έχει γίνει αόρατος και, για να εντυπωσιάσει την Έμα και να την κρατήσει κοντά του, προσπαθεί να σκεφτεί κάτι που θα τον ανεβάσει στην εκτίμησή της, κάτι που θα γεμίσει τις μέρες του, θα δώσει νόημα στη ζωή του. Το αποτέλεσμα καταλαβαίνετε ποιο θα είναι…

Το γέλιο ρέει άφθονο από τον σουρεαλισμό του κειμένου και την αστείρευτη φαντασία της συγγραφέως, αυτήν τη φορά όμως διαπίστωσα πως υπάρχουν και δεύτερες, αρκετά σοβαρότερες, αναγνώσεις. Ο Ερνέστο μου θύμισε έντονα τους ανθρώπους που αναλώνονται στα μέσα δικτύωσης ή / και κάνουν αυτοσκοπό την προβολή τους εκεί, με αποτέλεσμα δυσβάσταχτες ψυχολογικές συνέπειες. «Τα θύματα της μόδας είναι υποχείρια μιας σχεδόν αρρωστημένης σχέσης, με τάσεις μιμητισμού που δεν έχουν δημιουργική αντίληψη…» (σελ. 143). Η συγγραφέας λοιπόν, με όχημα το καλό χιούμορ, παραθέτει ενδιαφέρουσες σκέψεις και υποδείξεις πάνω στα βήματα που οφείλει να ακολουθήσει κανείς («-Θα προχωρήσουμε βήμα βήμα. -Περπατώντας γίνεται η θεραπεία;», σελ. 170) για να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του και γενικά να βελτιώσει την ψυχική του υγεία. Ταυτόχρονα, μέσα από ξεκαρδιστικά παραδείγματα, τονίζονται οι ολέθριες καταστροφές στη ζωή και στις επιλογές κάποιου αν παρασυρθεί και να εμπιστευθεί άγνωστες επαφές στο διαδίκτυο, όπου ο καθένας ωραιοποιεί τον εαυτό του. «Στην πραγματική ζωή μια τέτοια φιλία δεν μπορεί να διατηρηθεί γιατί όταν έρχεσαι σε επαφή με τον άλλον αποκτάς επίγνωση των ελαττωμάτων του» (σελ. 230). Άλλωστε: «Ο θεσμός της φιλίας βιώνεται με την πραγματική επαφή και μοιάζει μαγικός» (σελ. 230). Παρά τα κωμικά περιστατικά, το ρεσιτάλ βλακείας που φέρνει στα όριά τους τους γύρω του, την περιορισμένη νοημοσύνη και αντίληψη (αυτά όμως λόγω αθωότητας και όχι κάποιας δυσλειτουργίας) του Ερνέστο δε γίνεται να μη συγκινηθώ με την περίπτωσή του και να μη διαπιστώσω πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι γύρω μας κολοβωμένοι ψυχολογικά που αποζητούν λάθος ερείσματα για να προχωρήσουν στη ζωή τους. Αν δεν ξέρεις το παρελθόν σου, πώς θα προχωρήσεις; Αν δε γνωρίζεις καλά ποιος είσαι, πώς θα καταλάβεις τι θέλεις, τι ζητάς και τι προσμένεις από σένα και από τους άλλους γύρω σου;
Το «Vambeer για βρικόλακες» είναι άλλο ένα ευφάνταστο μυθιστόρημα για τις προσπάθειες ωρίμανσης και ανεξαρτησίας ενός βρικόλακα που αντικατοπτρίζει τα μειονεκτήματα των τοξικών σχέσεων που βιώνουμε όλοι μας, που χαρίζει θετική διάθεση και αυτοπεποίθηση σε όσους θέλουν να ξεφύγουν από αυτόν τον κλοιό και ισοπεδώνει τα πάντα εξανθρωπίζοντας τα βαμπίρ και φέρνοντάς τα στη δική μας καθημερινότητα. Γέλιο και σκέψη, κωμικές παρεξηγήσεις, αισιοδοξία και ελπίδα, ξεκαρδιστικές σκηνές και αστεία περιστατικά, απανωτές εκπλήξεις και ανατροπές, σημαντικά και διαχρονικά μηνύματα που περνάνε υποδόρια ανάμεσα στις γραμμές και αφήνουν το στίγμα τους χωρίς να το καταλάβουμε και χωρίς να βαρύνουν πολύ τη ροή της αφήγησης είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά του βιβλίου. Ομολογώ πως θα μου λείψει το σύμπαν του Ερνέστο!