vivlio-istoriko-koinoniko-mythistorima-theatro-thiasos-ellada-bouloukia-bagoni-tritis-thesis-ekdoseis-pigi

Σε βαγόνια τρίτης θέσης ταξιδεύουν οι ωραιότερες ιστορίες ανθρώπων, γεμάτες εικόνες, στιγμές, εκπλήξεις, σε βαγόνια τρίτης θέσης συναντάει και το Λενάκι τον Ανδρέα Ρεζή και κλέβονται. 1937 και οι καιροί και τα ήθη αυστηρά. Εκείνος ηθοποιός στα μπουλούκια, εκείνη τραγουδίστρια, τον ακολουθεί και περιοδεύουν σε όλη την Ελλάδα. Σύντομα όμως μια σκιά μπαίνει ανάμεσά τους. Παράλληλα, το 2002, η Ελένη, μετά τον θάνατο της γιαγιάς της, ανοίγει ένα μπαούλο και βρίσκει πολλά κείμενα και διάφορα αναμνηστικά μιας ζωής πλούσιας και γεμάτης επιτυχίες ενώ ο έρωτας της χτυπάει επιτέλους την πόρτα. Πώς θα αξιοποιήσει το πολύτιμο υλικό που βρέθηκε στα χέρια της; Θα καταφέρει ποτέ να ξαναφτιάξει γέφυρες επικοινωνίας με τους γονείς της που κυριολεκτικά την άφησαν μόνη να μεγαλώσει με την αγαπημένη της γιαγιά;

Βιβλίο Βαγόνι τρίτης θέσης 
Συγγραφέας Πασχάλης Πράντζιος
Κατηγορία
Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Πηγή
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Ο Πασχάλης Πράντζιος επιστρέφει με μια συγκινητική κι ενδιαφέρουσα καταγραφή της διαδρομής των περίφημων μπουλουκιών, θιάσων από άνεργους ηθοποιούς που όργωναν την Ελλάδα για ένα μεροκάματο, ζώντας πολλές δυσκολίες και εφήμερες επιτυχίες ενώ ταυτόχρονα καταγράφει τα σημαντικότερα γεγονότα της ελληνικής Ιστορίας από τον Μεσοπόλεμο ως τη δεκαετία του 1980 μέσα από τις ζωές της Λενιώς και της Ελένης, δυο γυναικών που έζησαν σε διαφορετικούς αιώνες, αγάπησαν, πάλεψαν, είχαν όνειρα και φιλοδοξίες, ξεγελάστηκαν και αγωνίστηκαν. Με διαρκή πρωθύστερα μεταβαίνουμε από το χτες στο σήμερα και πότε σεργιανάμε στα μακρινά χωριά και στα απάτητα βουνά της Ελλάδας και πότε βυθιζόμαστε στη μελέτη και την έρευνα των μπουλουκιών με αφορμή την προσπάθεια της άνεργης ηθοποιού Ελένης να μη μείνει μακριά από το θέατρο, εξ ου και διαπρέπει στην πανεπιστημιακή καριέρα, χωρίς πάντως να ξεχνάει τις αρχικές της φιλοδοξίες. Το Λενάκι δημιουργεί στέρεες φιλίες με τη Ρόζα, σύζυγο του μπουλουκτσή που τη δέχτηκε στον θίασό του με τον Ανδρέα Ρεζή, γίνεται αντικείμενο ενός τρυφερού ανεκπλήρωτου έρωτα, κάνει παιδιά, αγωνίζεται να επιβιώσει όσο η Ελένη του σήμερα ερωτεύεται έναν άντρα με τον οποίο την ενώνουν περισσότερα κοινά απ’ όσα περιμένει και, στην προσπάθειά της να ξεπεράσει τον πόνο της για τη γιαγιά της, αρχίζει να ελπίζει σε επανασύνδεση με τους γονείς της. Τρυφερές, συγκινητικές ιστορίες γεμάτες αλήθειες, νοήματα, ανατροπές συγκροτούν μια σφιχτοδεμένη και σωστά επεξεργασμένη πλοκή που μ’ έκανε να συγκινηθώ και να μάθω πολλά.

Οι μπουλουκτσήδες λοιπόν περιδιάβαιναν την επαρχία για να παίξουν θέατρο και για να βγάλουν μεροκάματο, μπας και φάνε κάτι, αφού τους είχε ρημάξει η πείνα στην Αθήνα, αλλά και για να πληρώνουν τις μετακινήσεις τους, έχοντας βέβαια υπ’ όψιν πως ξενοδοχεία και χάνια ήταν πανάκριβα για τα βαλάντιά τους κι επιπλέον κανείς δεν τους εμπιστευόταν για φιλοξενία. «…μόλις και μετά βίας εξοικονομούσαν ένα εισιτήριο τρίτης θέσης σε ξύλινο βαγόνι, για να επιστρέψουν στην Αθήνα μέχρι να βρουν άλλο μπουλούκι και να ξεκινήσουν νέα τουρνέ» (σελ. 33). Το κείμενο βρίθει αναφορών στους αφανείς αυτούς ήρωες που πέθαναν τελικά ξεχασμένοι παρά το μεγάλο ταλέντο πολλών εξ αυτών, καθώς και στην αστική σοβαροφάνεια του νεοέλληνα ή στην ηθικολογούσα θεατρική παιδεία και στην περιφρόνηση των ιστορικών του νεοελληνικού θεάτρου γι’ αυτό το σημαντικό κομμάτι θεατρικής ιστορίας. Κι όλες αυτές οι δυσκολίες που τελικά έψησαν τους ηθοποιούς στον αυτοσχεδιασμό και στην εμπειρία γίνονται σε εποχή και μέρη όπου ο κόσμος δεν ήξερε το θέατρο, δε γνώριζε το χειροκρότημα, αντιδρούσε με τραγικωμικό τρόπο στα θεατρικά δρώμενα που έβλεπε πρώτη φορά στη ζωή του! Μια πορεία τριάντα χρόνων περίπου, από το 1920 ως το 1950, οπότε και άνθισε ο κινηματογράφος, εξαφανίζοντάς τα, ζωντανεύει με αντικειμενικότητα και αφθονία πληροφοριών που ενσωματώνονται στην υπέροχη πλοκή δημιουργώντας ένα κείμενο πλούσιο, μεστό και πυκνογραμμένο, όπου ακόμη και το χιούμορ έχει τη θέση του: «-Μην τη δείρεις… -Μωρέ, θα τη μεταλάβω» (σελ. 68)!

Το μυθιστόρημα με έριξε από την αρχή στα βαθιά, με τους παραστατικούς διαλόγους, με τη ρεαλιστική, σχεδόν κινηματογραφική, αφήγηση, με ενδιαφέρουσες αντιθέσεις και την πολύ πρωτότυπη πρώτη παράγραφο, στην οποία χρησιμοποιούνται αντιθετικός σύνδεσμος και τα ελάχιστα καλολογικά στοιχεία που απαιτούνται για να μαλακώσει μια κατ’ ουσίαν σκληρή ιστορία: «Μα το Λενάκι δεν ήξερε από τέτοια. Δεν χαμπάριαζε κανέναν κι ήταν δεν ήταν είκοσι χρόνων. Έπλεκαν φωλιά τα όνειρά του κι έβγαζαν φτερά και πέταγαν. Κι αστραποβολούσαν αντάμα με την ομορφιά της. Έτσι ήταν το Λενάκι εκείνα τα χρόνια, μια ομορφιά κι ένα όνειρο» (σελ. 7). Ο συγγραφέας σπάει το φράγμα της απόστασης μεταξύ κειμένου και αναγνώστη, χρησιμοποιώντας το πρώτο πρόσωπο σε αρκετές περιπτώσεις: «Ίσως να έφταιγε κι η ομορφιά της, δεν ξέρω» (σελ. 8) ή τις φράσεις «που λέτε», «Καλά διαβάσατε…» κλπ ενώ κάποια στιγμή μιλάει πιο ανοιχτά: «…για άλλα παραμύθια μιλώ εγώ. Για κείνα τα βιώματα που αν δεν τα διηγηθείς σαν παραμύθι πονάνε πολύ, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει» (σελ. 181).  Εξίσου ξεκάθαρα στηλιτεύει τα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου, αναγνωρίζει τη βοήθεια της Μαρίκας Κοτοπούλη σ’ εκείνα τα μαύρα χρόνια, εξυμνεί τα συλλαλητήρια που έσωσαν την Ελλάδα από την πολιτική επιστράτευση και τη βόρεια Ελλάδα από τους Βούλγαρους, κατηγορεί τον τρόπο χειρισμού των εσωτερικών πολιτικών υποθέσεων της Ελλάδας από τους Άγγλους με προεξάρχοντα τον Ουίνστον Τσώρτσιλ που κατά τα άλλα αναγνώριζε την ελληνική ανδρεία, κι όλα αυτά με σύντομα, γεμάτα από συγκινητικές σκηνές, κεφάλαια. «Οι ιδεολογίες σφάχτηκαν μεταξύ τους για τη νομή της εξουσίας και ο λαός έριχνε για άλλη μια φορά πάχνη στις πληγές του, παλεύοντας για την επιβίωσή του» (σελ. 222), τονίζει ο Πασχάλης Πράντζιος.

Το Λενάκι είναι η μικρότερη από τις τρεις κόρες της Καλλιόπης και του Γιάννη, ζει σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Φθιώτιδας κι ενώ οι αδερφές της έχουν ήδη παντρευτεί ή αρραβωνιαστεί, η ίδια δεν έχει εγκρίνει κανένα προξενιό κι ας κοντεύει πια τα είκοσι. Η μάνα της, κλασική γυναίκα του χωριού, για τους περισσότερους φαντασμένη και ο πατέρας της, που έχει μεγάλη αδυναμία στο Λενάκι αλλά είναι αδύναμος, που λυγίζει από αγάπη για τη μικρότερή του κόρη γιατί μόνο αυτή τον υπολογίζει και του μιλάει με αγάπη, αφού η γυναίκα του τον έχει σα σκυλί κι ας κρύβεται, άτολμος, πίσω της, είναι δυο φιγούρες που θα παίξουν κομβικό ρόλο στις μελλοντικές εξελίξεις και χάρη σε αυτούς καταγράφεται με ζωντάνια και ενάργεια ο μέσος άνθρωπος της εποχής. «Το Λενάκι το μελαχρινάκι που, όταν έβγαζε φωνή, η φύση σώπαινε» (σελ. 9) της αρέσει να τραγουδάει στα πανηγύρια, κάνοντας τη μάνα της έξαλλη με τα καμώματά της. Διεκδικεί τα «θέλω» της, επιβάλλει την ασυνήθιστη και τολμηρή της προσωπικότητα, συγκρούεται με τις αντιλήψεις του χωριού, έχει τσαγανό και προκαλεί τον αντρικό πληθυσμό με την ομορφιά, τη φωνή και το βάδισμά της. Όταν δέχεται πρόταση να τραγουδάει σε κέντρο στη Λαμία προκαλεί σχεδόν εγκεφαλικό στη μητέρα της με το «ρεζιλίκι»: Τραγουδιάρα η κόρη της Καλλιόπης; Στο μαγαζί θα γνωριστεί με τον Ανδρέα Ρεζή, έναν ζεν πρεμιέ των μπουλουκιών, όμορφο αλλά αντιδραστικό, με πείσμα και οργή για την κοινωνική αδικία. Οι πολιτικές του πεποιθήσεις του έκλεισαν τον δρόμο του Εθνικού Θεάτρου κι επιπλέον τον έχει η αστυνομία στο μάτι, οπότε αναγκαστικά μπήκε στο μπουλούκι. Έμπλεξε με το παράνομο τότε ΚΚΕ όχι από ιδεολογία αλλά γιατί ήθελε την ατομική του ελευθερία, δεν του αρέσει να του υπαγορεύουν τι να κάνει. Μικρή επαρχιακή πόλη και Μεσοπόλεμος, μεγάλα όνειρα και ατίθαση καρδιά, ε, αυτά δεν πάνε μαζί, γι’ αυτό και το Λενάκι τον Δεκαπενταύγουστο του 1937 κλέφτηκε με τον Ρεζή. Η ιστορία τους, όπως έγραψα και πριν, ξεδιπλώνεται με πρωθύστερα και είναι άκρως ενδιαφέρουσα και γεμάτη εκπλήξεις και ανατροπές.

Η Ρόζα από την άλλη είναι μια γυναίκα που μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον κακοποίησης από τον μέθυσο πατέρα της, τον Τράκουνα και με μια μάνα που έτρεμε απ’ τον φόβο, και συγκρότησε θίασο με τον Σπήλιο, στον οποίο γίνονται μέλη ο Ρεζής και το Λενάκι. Το παρελθόν και τις προσωπικές ιστορίες των δύο θιασαρχών τις μαθαίνουμε αργότερα, όπως γίνεται με όλους σχεδόν τους χαρακτήρες. Η κάθε προσωπικότητα, το εκάστοτε χτες το μαθαίνουμε σταδιακά στην πορεία της ανάγνωσης, κάτι που δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα πινακοθήκη ηρώων, που ενώνουν τα δεινά τους με αυτά της οικογένειας που δημιουργεί το Λενάκι, παρ’ όλο που τελικά χωρίζουν οι δρόμοι της με τον άντρα της, αφού εκείνος χώνεται όλο και πιο βαθιά στο Κόμμα και οργανώνει αντικυβερνητικά σχέδια. Η ιδεολογία του κομμουνισμού και η απλοϊκή νοοτροπία που παρασύρεται από τις ιδεαλιστικές ουτοπίες του κόμματος είναι οι πρώτοι παράγοντες που θα αποξενώσουν το ζευγάρι όσο η επιτυχία και τα ταξίδια έρχονται το ένα πίσω από το άλλο. Και φτάνουμε στο 1940:  πόλεμος, Κατοχή, πείνα, θάνατος, αντίσταση, τα θέατρα που αρχικά γιορτάζανε την ελληνική αντεπίθεση καταλήγουν μαγκωμένα και διστακτικά μετά τον Απρίλιο του 1941 να ανεβάζουν έργα που προσπαθούν να κρύψουν τον ξεσηκωτικό τους χαρακτήρα, με τους περισσότερους ηθοποιούς να ανήκουν στην Αντίσταση, βάζοντας σε κίνδυνο τις παραστάσεις που ανεβοκατέβαιναν μέσα σε μια στιγμή. Το ΕΑΜ και οι προκηρύξεις, ο πολύγραφος και η διαφώτιση γύρω από την οργάνωση στους θεατρικούς κύκλους από πρόσωπα-κλειδιά, το θεατρικό εργαστήρι του Βασίλη Ρώτα που ήταν φυτώριο της ΕΠΟΝ, η συμμετοχή των ηθοποιών στην απελευθέρωση, με το θέατρο πλέον να πολιτικοποιείται ανοιχτά μετά τα Δεκεμβριανά και να διχάζεται μετά τη δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη. Πόσο δυνατή και στέρεη όμως η πρόταση αυτή που βάζει τα πάντα στη θέση τους: «-Θανασό, πού είσαι πολιτικά; -Είμαι Έλληνας, μπατζανάκη, κι αυτό φτάνει» (σελ. 169).

Θεατρικό μπουλούκι ανεβαίνει τα κακοτράχαλα βουνά https://www.theatroaloni.gr/new-page

Να κι ο Εμφύλιος, από τη μια με το αντάρτικο θέατρο, το θέατρο της ελεύθερης Ελλάδας, το θέατρο των βουνών που εκπροσωπείται κυρίως από τη Λαϊκή Σκηνή του Γιώργου Κοτζιούλα και από την άλλη με τον θίασο του Βασίλη Ρώτα. Στο ένα άκρο το θέατρο που θα διαφωτίζει τον λαό για τους στόχους του απελευθερωτικού αγώνα και ίσως και να στρατολογούσε νέους αντάρτες μέσα από την ψυχαγωγία και στο άλλο το αστικό θέατρο, με επαγγελματίες ηθοποιούς και γνωστά έργα. Ρευστές καταστάσεις, σκληρές εποχές, αίμα και πόνος και γύρω απ’ όλα αυτά η έξυπνη, καπάτσα, ικανή στον χειρισμό των ισορροπιών θιασάρχις Ρόζα, το φίδι η Γιούλα, ο ερωτευμένος και ταπεινός Ρίκο, η ταλαντούχα Νόπη, ο μικρόκοσμος του μπουλουκιού αλλά και της κοινωνίας εκείνης της εποχής. Λενάκι και Ανδρέας ζωντανεύουν ολοκληρωμένα, με εκείνον να πρεσβεύει κομμουνιστικές πολιτικές τοποθετήσεις αλλά χωρίς να χάνει στιγμή να ταπεινώνει και να χλευάζει τη γυναίκα του κι εκείνη ατίθαση, ανεξάρτητη, να μη σηκώνει μύγα στο σπαθί της και φυσικά ούτε κατά διάνοια να δεχτεί ξύλο από τον άντρα της όπως πολλές γυναίκες εκείνη την εποχή. Ανάμεσά τους μπαίνει ο έρωτας του Ρίκο για το Λενάκι που παραμένει ανεκπλήρωτος, η υποτακτικότητα και η ανέχειά του, η διακριτικότητα του φλερτ του και το γεγονός ότι δεν εκμεταλλεύεται ούτε εκβιάζει καταστάσεις κι έτσι δημιουργείται ένα πολύ ενδιαφέρον και καλοσχεδιασμένο τρίγωνο με ρεαλισμό και ειλικρίνεια. Κι όλα αυτά είναι μόνο η αρχή της ιστορίας, αφού οι επόμενες δεκαετίες φέρνουν ακόμη περισσότερες εκπλήξεις.

Καθώς ξεδιπλώνεται η πλούσια σε γεγονότα και ανατροπές ιστορία του Ανδρέα Ρεζή και της γυναίκας του, επιστρέφουμε τακτικά στη δεκαετία του 2000, όπου η Ελένη, κόρη των ηθοποιών Κάλι και Αλέκου, οι οποίοι την άφησαν βρέφος στη γιαγιά της για να κάνουν τουρνέ στην Αμερική, προσπαθεί να χειριστεί τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. «Έτσι ήταν πάντα. Καθόλου γονείς» (σελ. 26), λέει χαρακτηριστικά. Συγκινητικά ντοκουμέντα, όπως η βραδιά στο Ηρώδειο το 2002 που ήταν αφιερωμένη στα μπουλούκια, τα ευτράπελα που πάθαιναν οι ηθοποιοί επί σκηνής και όχι μόνο, ποικίλες αναφορές σε σκηνικά και κοστούμια, ενδυμασίες και αντικείμενα, τσιγκολαμαρίνες για τον αέρα και τη βροντή και ζωγραφισμένες κάλτσες αντί για φίδια, μπουλβάρ και κωμωδίες, θεατρικά κείμενα ποικίλου περιεχομένου γνωστών ή και άγνωστων συγγραφέων που απαρτίζουν τη διδακτορική διατριβή της ηρωίδας συναποτελούν ένα κείμενο-μαγεία που με σεργιάνισε στα μυστικά του επαρχιακού θεάτρου, στις πρακτικές δυσκολίες, στις μετακινήσεις, στην αλληλεγγύη, στην μπέσα, στην ανέχεια, στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των ηθοποιών και στα μικρά και μεγάλα μυστικά τους. Άνεργη ηθοποιός, όπως κι όλοι οι φίλοι της από τη σχολή, δουλεύει περιστασιακά σ’ ένα βιβλιοπωλείο και κάποια στιγμή ανακαλύπτει ένα χειρόγραφο θεατρικό έργο άγνωστου συγγραφέα με ημερομηνία 1939 και με τίτλο «Βαγόνι τρίτης θέσης». Ποιος το έγραψε και πώς το εμπνεύστηκε; Η ιστορία της είναι ο απαραίτητος συνεκτικός δεσμός που μας ταξιδεύει στο χτες και ταυτόχρονα, μέσα από μια σειρά τρυφερών στιγμιότυπων, αρχίζει να προσεγγίζει τους αποξενωμένους γονείς της και μας κρατάει σε αγωνία για το αν θα πετύχει ή όχι σε αυτό ενώ ταυτόχρονα ο έρωτας του Ερρίκου θα πυροδοτήσει μια σειρά από εξελίξεις που θα οδηγήσουν το κείμενο σ’ ένα καλοδεχούμενο τέλος.

«Βαγόνι τρίτης θέσης» γράφει το εισιτήριο της ελληνικής ιστορίας, όπως και αυτό των ηρώων του μυθιστορήματος, να όμως που και η χώρα αλλά και οι πρωταγωνιστές του βιβλίου καταφέρνουν να περάσουν μπροστά, να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους και προσπαθούν να βρουν τη θέση που τους αξίζει. Με έναν λυρικό, συγκινητικό και τρυφερό τρόπο γραφής ο Πασχάλης Πράντζιος ξεδιπλώνει συναρπαστικές ιστορίες από μια περίοδο κι ένα κομμάτι της θεατρικής ιστορίας που έχουν επιδεικτικά αγνοηθεί και παραπεταχτεί από σημαντικό ποσοστό της ακαδημαϊκής κοινότητας και ζωντανεύει με ρεαλισμό, ποικιλία σκηνών και ενάργεια ενδιαφέροντες χαρακτήρες που βιώνουν αγάπη, απογοήτευση, προδοσίες, εμπόδια και πολλά άλλα που τους ατσαλώνουν και τους ωριμάζουν. Ένα συναρπαστικό ταξίδι που δεν ήθελα να τελειώσει!

Leave a Reply

Your email address will not be published.