Δυο γυναίκες που τρώνε τις σάρκες τους. Η μία αλυσοδεμένη στη σοφίτα και η άλλη τη βασανίζει. Τι έχει συμβεί στις ζωές τους και γιατί υπάρχει αυτή η τιμωρία; Ταυτόχρονα, είκοσι πέντε χρόνια πριν, μια δεκατετράχρονη κοπέλα θα μείνει έγκυος από έναν διάσημο στον εφηβικό κόσμο της πόλης τραγουδιστή κι ένα μεγάλο μυστικό από τη ζωή του θα βγει στο φως καταστρέφοντας όνειρα και προσδοκίες.
Βιβλίο Το ψ-αίμα ανάμεσά μας
Τίτλος πρωτοτύπου What lies between us
Συγγραφέας John Marrs
Μεταφραστής Κέλλη Κρητικού
Κατηγορία Αστυνομικό μυθιστόρημα
Εκδότης Κύφαντα
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Το πρώτο μυθιστόρημα του John Marrs που μεταφράστηκε στα ελληνικά με άφησε πραγματικά με κομμένη ανάσα λόγω της κλιμακούμενης ιστορίας, της νοσηρότητας του περιβάλλοντος στο οποίο διαδραματίζεται και των επιδράσεων των τοξικών σχέσεων στις ζωές των πρωταγωνιστριών. Είναι ένα καλοδουλεμένο κείμενο που με έβαλε σιγά σιγά στις ζωές της Μάγκι και της Νίνα, μου έδειξε σταδιακά την αλήθεια των γεγονότων και δημιουργεί αξέχαστες σκηνές που όμως στη συνέχεια φωτίζονται αλλιώς και η τελική αλήθεια με άφησε με το στόμα ανοιχτό. Κι ενώ στο σημείο της μεγάλης και οριστικής αποκάλυψης ήθελα να ηρεμήσω και να κατασταλάξουν τα συναισθήματα μέσα μου, ο συγγραφέας προχωράει την ιστορία δέκα μήνες μετά χαρίζοντάς μου κι άλλες εκπλήξεις κι ένα αξέχαστο φινάλε που μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Πότε συμπαθούσα τη Νίνα και πότε τη Μάγκι, πότε δικαιολογούσα το μίσος της μίας και πότε της άλλης, σε κάποια σημεία πίστευα πως κάποιες πράξεις είναι αδικαιολόγητες και αβάσιμες συγκριτικά με τον χαρακτήρα που έχω γνωρίσει αλλά οι επόμενες ανατροπές έφερναν στο φως νέες πλευρές της ιστορίας και δικαιολογούσαν απόλυτα τα γεγονότα. Διάβαζα με γουρλωμένα μάτια και αναφωνούσα διαρκώς «αμάν», «ωχ», «όχι αυτό» κλπ. κι ένιωθα την ανάσα μου να στερεύει όσο πλησίαζα στο τέλος.
Η Μάγκι δύο χρόνια τώρα είναι κλειδωμένη σε μια σοφίτα και παρακολουθεί όλη τη γειτονιά πίσω από κλειστά παντζούρια. Όμως, «Το να παρακολουθείς δεν είναι ζωή, έτσι δεν είναι»; Ο ήλιος δεν τη βλέπει και η ζωή της εξαρτάται από τη Νίνα. «Μια φορά κι έναν καιρό ήμασταν οι καλύτερες φίλες. Αλλά αυτό ήταν πριν εκείνος καταστρέψει τα πάντα. Τώρα, οι δυο μας δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από τα συντρίμμια που άφησε πίσω του» (σελ. 22). Ο χώρος της είναι περιορισμένος και κάθε δυο μέρες η Νίνα τη βγάζει ως την τραπεζαρία για φαγητό. Διαβάζει πολλά βιβλία και, αφού δεν υπάρχουν ρολόγια στον χώρο της, κάποιες φορές μπερδεύει τις μέρες. Δείχνει υποχωρητική και υπάκουη και δίνονται με ενάργεια και παραστατικότητα η ρουτίνα της και οι συνθήκες κράτησης. Τελικά, «…το μόνο πράγμα που πεθαίνει σ’ αυτόν τον δρόμο είμαι εγώ». Η Νίνα που την κρατάει αιχμάλωτη έχει αρρωστημένο χιούμορ, της φέρνει να διαβάσει το «Δωμάτιο» της Emma Donoghue, το «Ημερολόγιο της Άννα Φρανκ», βιβλία με πρόσωπα που έχουν κρατηθεί παρά τη θέλησή τους ή έχουν κλειδωθεί σε περιορισμένους χώρους, φυσικά και τα «Λουλούδια στη σοφίτα» της V. C. Andrews. Η Μάγκι πάντως δεν επιτρέπει στη Νίνα να βλέπει πόσο την αναστατώνει η σκληρότητά της, έχει συμβιβαστεί με τη μοίρα της. Παρά τις κακουχίες που υπομένει δε θέλει να αυτοκτονήσει, αν και η έλλειψη φαγητού, άσκησης, καθαρού αέρα και φυσικού φωτός ίσως την οδηγήσουν νωρίτερα στον θάνατο. Ένα μικρό κομμάτι του εαυτού της ξέρει ότι πρέπει να τιμωρηθεί για ό,τι έχει στερήσει από τη Νίνα, παρ’ όλ’ αυτά, δεν παύει να ελπίζει είτε ότι θα δραπετεύσει είτε ότι κάποιος θα τη βρει τυχαία είτε ότι η Νίνα θα καταλάβει το λάθος της και θ’ αλλάξει γνώμη.
Από την άλλη, η Νίνα δείχνει πιο αυστηρή, διαφεντεύει την περίεργη σχέση τους, αποφασίζει τι θα φάνε κι ας μην αρέσει στη Μάγκι, διασκεδάζει με την όλη κατάσταση, απογοητεύεται από τις πράξεις ανυπακοής της Μάγκι και την τιμωρεί συχνά. Κάθε δύο μέρες τρώνε μαζί στην τραπεζαρία και μετά της ξαναβάζει την αλυσίδα στο πόδι, περιορίζοντάς τη στο δωμάτιό της. Νιώθει το βάρος της ευθύνης για τις ζωές και των δύο σταθερό στους ώμους της, δε θα επιτρέψει να αλλάξει ξανά η ισορροπία της εξουσίας ανάμεσά τους όμως, όχι ύστερα απ’ όσα έμαθε. Τελικά: «Μπορεί να έχει την ελευθερία να φύγει από αυτό το σπίτι όποτε θέλει αλλά είναι παγιδευμένη στον ίδιο της τον εαυτό» (σελ. 412). Εργάζεται στη βιβλιοθήκη του Νορθάμπτον κι έχει μια φυσιολογική επαγγελματική ζωή. Μάλιστα, γέλασα πολύ με την ατάκα της: «Μερικές φορές αναρωτιέμαι γιατί προσπαθώ να τα κρατήσω όλα τόσο οργανωμένα, αφού δεν θ’ αργήσει το κοινό να τα ανακατέψει σαν να πρόκειται για το τελευταίο παλιατζίδικο στη γη» (σελ. 45). Κρατάει τους περισσότερους ανθρώπους σε απόσταση για κάποιο λόγο, δε θέλει συναισθηματικούς δεσμούς γιατί ξέρει πως στο τέλος θα απογοητευτεί. «Έμαθα με τον πιο σκληρό τρόπο ότι οι άνθρωποι είναι εφήμερες ψυχές» (σελ. 44). Ξέρει πώς είναι να χάνεις τη γη κάτω απ’ τα πόδια σου χωρίς να φταις εσύ. Τι έχει συμβεί ανάμεσά τους και πώς κατάφερε η Μάγκι να θολώσει τις αναμνήσεις της Νίνα; Τι της κρύβει και πόσο κακό της έχει κάνει; Πώς συνδέονται αυτές οι δύο γυναίκες; Γιατί φοβάται ότι η Μάγκι θα αποτελέσει κίνδυνο αν βρεθεί σε εξωτερικό χώρο; Ποια από τις δύο «κουβαλάει τον θάνατο με την άνεση που θα κουβαλούσε μια τσάντα» και «ό,τι αγγίζει το σπιλώνει»; Συμβιώνουν σε μια ιδιαίτερη φυλακή: «Είναι το σπίτι μας. Και είτε το αγαπάμε είτε το απεχθανόμαστε, καμιά δεν πρόκειται να φύγει από δω», λέει η Νίνα. «Καμιά μας δε λέει ποτέ αυτό που πραγματικά θέλει. Συμβιώνουμε με ψέματα…», λέει η Μάγκι.
Ταυτόχρονα, γυρίζουμε είκοσι πέντε χρόνια πριν και γνωρίζουμε την έφηβη ζωή της Νίνα, όταν στα δεκατέσσερά της η μητέρα της της ανακοίνωσε πως ο πατέρας της τις παράτησε. «-Σε παρακαλώ, μη με μισείς που είμαι αυτή που έμεινε» (σελ. 55). Σταδιακά η Νίνα μεταμορφώνεται από όμορφη, έξυπνη και συμπονετική κοπέλα σε επαναστατική, μεθυσμένη έφηβη και αρχίζει να παίρνει την κάτω βόλτα, προκαλώντας απανωτά σοκ στη μητέρα της, η οποία όμως ξέρει γιατί πραγματικά έφυγε ο πατέρας αλλά το παιδί δεν πρέπει να μάθει ποτέ την αλήθεια για το καλό και των δυο τους. Η συμπεριφορά του παιδιού της αυξάνει το μίσος της για τον πατέρα του και αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν η Νίνα ερωτεύεται τον τραγουδιστή ενός συγκροτήματος, τον Τζον Χάντερ, κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας και μένει έγκυος. Είναι μια εποχή που πέρασε και η Νίνα δεν ξεπέρασε ποτέ. Πώς εξελίχθηκε η σχέση τους, ποια ήταν τα πραγματικά συναισθήματα του ενός για τον άλλον, πώς το αντιμετώπισε η μητέρα της Νίνα; Το κορίτσι υπέστη πάρα πολλές απώλειες για να ξαναγίνει όπως παλιά, για να εγκλιματιστεί στη ζωή που είχε κάποτε, πώς θα προχωρήσει λοιπόν;
Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με εναλλάξ πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τις δυο γυναίκες, τη Νίνα και τη Μάγκι. Δυνατές και παραστατικές σκηνές τρυφερότητας ανάμεσα σε μάνα και κόρη, απελπισμένου αγώνα να απελευθερωθεί η αιχμάλωτη γυναίκα από τα νύχια της Νίνα, κλιμάκωση και όξυνση των σχέσεων, γρήγορο ρυθμό, απανωτές ανατροπές. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που αποδόθηκε η τοξική συμπεριφορά της μητέρας, η οποία, όπως νόμισα αρχικά τουλάχιστον, κατέφυγε σε όλα αυτά γιατί κατά βάθος είναι μόνη και θέλει μαζί της το παιδί της, την προέκταση του εαυτού της. Νόμισα πως είναι μια πικρόχολη και σκληρή γυναίκα που δεν ήθελε να αφήσει την κόρη της να γίνει καλύτερος άνθρωπος από κείνη κι αυτή η εντύπωση διαλύθηκε όσο αποκαλύπτονταν οι αθέατες πλευρές της ιστορίας. Ο συγγραφέας έχει μάλιστα τέτοια δύναμη στη γραφή του που δάκρυσα με μια απλή κατά βάση σκηνή, όταν περιέγραφε η Μάγκι τα συναισθήματά της που, από καλοσύνη και για μια φορά μονάχα, η Νίνα την έδεσε με τρόπο που μπόρεσε να πάει στο μπάνιο αντί να χρησιμοποιήσει τον κουβά της.
Ο John Marrs παίζει με το μυαλό μου από την αρχή ως το τέλος και μου σύστησε δύο πλάσματα που έχουν έναν περίεργο δεσμό. Έψαχνα να καταλάβω γιατί η μία τιμωρεί την άλλη και πώς συνδέονται με την ιστορία που εξελίσσεται είκοσι πέντε χρόνια πριν ενώ ταυτόχρονα, όσο προχωρούσε η ανάγνωση, διαπίστωνα πως ο συγγραφέας έχει φωτίσει αυτά που θέλει με τον τρόπο που θέλει ώστε η αλήθεια να βγει στο φως στο πιο κρίσιμο σημείο και να με αφήσει με το στόμα ανοιχτό. Εκεί που συμπαθούσα ή δικαιολογούσα τη μία, ερχόταν κάτι που άλλαζε τα συναισθήματά μου κι όταν επιτέλους οι χαρακτήρες βγήκαν στο φως ολοκληρωμένοι, η φρίκη κλιμακώθηκε και τελείωσα το βιβλίο γεμάτος αποστροφή για τα όρια που χωρίζουν τον άνθρωπο από το θηρίο και για τον βαθμό τοξικότητας ανάμεσα σε δύο γυναίκες που έχουν καταστρέψει η μία την άλλη για εντελώς διαφορετικούς και κυρίως για λάθος λόγους.
«Το ψ-αίμα ανάμεσά μας» είναι τόσο μεγάλο που χωρίζει έτη φωτός δύο γυναίκες αιχμάλωτες και παγιδευμένες σ’ ένα σπίτι και κυρίως στον ίδιο τους τον εαυτό. Η μία επιμένει πως έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για την άλλη και δέχεται στωικά την τιμωρία της, η άλλη κάνει τα πάντα για να την πονέσει και να πάρει την εκδίκησή της για τον ιστό ψεμάτων στην οποία την έριξε και έχασε το δικαίωμα στην ευτυχία της συζύγου και της μητρότητας για πάντα. «Υποθέτω ότι αυτό σημαίνει να είσαι γονιός, έτσι δεν είναι; Να κάνεις το καλύτερο για τα παιδιά σου, όσο κι αν σε πονάει» (σελ. 424). Και αυτό το βιβλίο πονάει πραγματικά πολύ. Τι δε θέλει η Μάγκι να θυμάται η Νίνα από το παρελθόν της και κατά πόσο συνέβαλε εκείνη σε όσα συνέβησαν; Ποια από τις δύο δημιούργησε την πιο ανατριχιαστική φυλακή και με τι συνέπειες; Πώς θα αντιδράσει η άλλη όταν δεν υπάρχουν άλλες επιλογές; Ένα καθηλωτικό, σκληρό και ανατρεπτικό μυθιστόρημα που μεταφράστηκε από τη σημαντική στον χώρο Κέλλη Κρητικού, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα ολοζώντανο κείμενο που αποδίδει σωστά και παραστατικά στην ελληνική γλώσσα την ατμόσφαιρα και το περιεχόμενο του πρωτότυπου έργου.