Το 2022 ο Μίνως Ευσταθιάδης πήρε άδεια εισόδου στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Στράουμπινγκ στη Γερμανία για να συναντήσει έναν κρατούμενο που έχει καταδικαστεί σε ισόβια. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης αρχίζει να αποκαλύπτεται μια διαφορετική, απ’ ό,τι έχει ήδη γίνει γνωστό, υπόθεση. Πώς συνδέονται όμως η εξαφάνιση ενός κοριτσιού το 1981 στο δάσος της λίμνης Άμερ με τη δολοφονία μιας γυναίκας στο κέντρο του Μονάχου το 2006; Πώς έγιναν τα δύο εγκλήματα και γιατί κάποιοι υποστηρίζουν ακόμη την αθωότητα των ανθρώπων που κρίθηκαν ένοχοι;
Βιβλίο Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους
Συγγραφέας Μίνως Ευσταθιάδης
Κατηγορία Non fiction / Αστυνομικό μυθιστόρημα
Εκδότης Μεταίχμιο
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Πρόκειται για ένα true crime βιβλίο που αποτελεί καρπό έρευνας αντικρουόμενων πηγών, μελέτης όσων εγγράφων επιτρεπόταν η πρόσβαση και πείσματος για τη σοβαρή γραφειοκρατία και για τη σιωπή που προτιμούσαν κάποια εμπλεκόμενα πρόσωπα. Είναι ένα κείμενο που προσπαθεί να βρίσκεται κοντά στην πραγματικότητα και στην αλήθεια και έχει γραφτεί με ενάργεια και αντικειμενικότητα, αναμιγνύοντας ικανοποιητικά το true crime με τη μυθοπλασία. Με αφορμή την επίσκεψη του συγγραφέα στη γερμανική φυλακή, ξεδιπλώνονται δύο υποθέσεις: η δολοφονία της πάμπλουτης Σαρλότε Μπέρινγκερ μέσα στο ίδιο της το πολυτελές διαμέρισμα στο Μόναχο το 2006 και η εξαφάνιση αρχικά, θάνατος στη συνέχεια, της δεκάχρονης Ούρσουλα Χέρμαν στη λίμνη Άμερ που είχε εξαφανιστεί για είκοσι μέρες το 1981 πριν εντοπιστεί η σορός της σ’ ένα κιβώτιο κάτω από τη γη διαμορφωμένο σε δωμάτιο με προμήθειες και βιβλία. Το κείμενο είναι γρήγορο, με κοφτές φράσεις, χωρίς ψυχογραφήματα, κάτι που με έκανε να νιώθω σα να διάβαζα πρακτικά και μαρτυρικές καταθέσεις, μιας και παρουσιάζονται μόνο τα γεγονότα, με τη σειρά που έρχονται στο προσκήνιο, όσο τα ερωτήματα αυξάνονται.
Η Σαρλότε παντρεύτηκε τον αρκετά μεγαλύτερό της επιχειρηματία Όσκαρ Μπέρινγκερ και μπήκε στο κέντρο της αφρόκρεμας. Παρά τα κουτσομπολιά για το αντίθετο, το ζευγάρι κατάφερε να κρατάει τις ισορροπίες στη σχέση τους, ώσπου η Σαρλότε έμεινε χήρα με τεράστια περιουσία και τελικά βρέθηκε άγρια δολοφονημένη σ’ ένα πανάκριβο διαμέρισμα, από το οποίο δεν είχε κλαπεί τίποτα. Ποιος λοιπόν τη σκότωσε με τόσο μεγάλη μανία και τι της πήρε τελικά; Γιατί θεωρήθηκε ύποπτος ο ανιψιός της, Φρεντ Τάλας; Παρακολουθούμε βήμα προς βήμα τον κλοιό να στενεύει γύρω από τον Φρεντ, τις προσπάθειές του να αποδείξει την αθωότητά του, τη βιασύνη και την προχειρότητα των αρχών από τη σύλληψη ως τη δίκη του, τις προσπάθειες του επιτυχημένου ντετέκτιβ και profiler Κλάους Βολίνσκι να επικεντρωθεί σε ζητήματα και λεπτομέρειες που είχαν διαφύγει της προσοχής, δυστυχώς όμως καμία έφεση για επανεξέταση βάσει νέων στοιχείων δεν έγινε δεκτή: «Ο καταδικασμένος έπρεπε να είναι και ο δολοφόνος. Τελεία και παύλα» (σελ. 154). Τα ίδια συνέβησαν και το 1981, με την εξαφάνιση του μικρού κοριτσιού. Μέσα από διαδοχικά βήματα, οδηγούμαστε ξανά σ’ έναν βασικό ύποπτο που διατείνεται την αθωότητά του, υπάρχουν αντιφάσεις αλλά δε λαμβάνονται υπ’ όψιν, υπάρχουν φωνές διαμαρτυρίας που γίνεται απόπειρα να καταπνιγούν κι όλα αυτά εντείνουν την αγωνία για το τελικό αποτέλεσμα της δίκης. Ποιος έγραψε τα σημειώματα με τα οποία ζητούσε λύτρα; Γιατί δεν ξαναφάνηκε για τις τελευταίες οδηγίες; Πότε και πώς πέθανε το παιδί; Μια υπόθεση με κενά, σφάλματα, ολιγωρία, ατυχίες, αναιρέσεις, καθυστερήσεις, ελλείψεις, ακριβώς όπως αυτή του Τάλας.
Ο συγγραφέας, μετά τη δίκη του Τάλας, βγαίνει στο προσκήνιο κι αρχίζει να καταγράφει τις δικές του απόψεις και σκέψεις, τους προβληματισμούς του και τις προσπάθειές του να βγάλει μια άκρη σε όλο αυτό το κουβάρι (κάποιες απόπειρες λογοτεχνικότητας, με μεταφορές και παρομοιώσεις μοιάζουν παράταιρες με την ατμόσφαιρα του κειμένου). Έχουμε μελετήσει τα ευρήματα στον τόπο του εγκλήματος, τη ζωή του ανιψιού και βασικού υπόπτου, τις αμφιβολίες, τα αναπάντητα ερωτήματα, τις καλά καταστρωμένες αντενδείξεις που ενισχύουν την αθωότητα να εναλλάσσονται με γεγονότα που παρουσιάζονται ως αληθή και τετελεσμένα στον αφηγηματικό χρόνο, οπότε δεν ξέρεις πού αρχίζει η αλήθεια και πού τελειώνει το ψέμα. Γεμάτοι απορίες και οργή για την προχειρότητα της δίκης φτάνουμε στη ζωή του Τάλας στη φυλακή, «στην κοιλιά του κτήνους», επί δεκαέξι χρόνια. Επρόκειτο για μια δίκη-ρεκόρ, με ενενήντα τέσσερις συνεδριάσεις σ’ έναν χρόνο από την έναρξή της, μαζί με το διάστημα που απαιτήθηκε για την έκδοση της απόφασης. Το δικαστήριο έκρινε βάσει ενδείξεων και όχι αποδείξεων κατά τον συγγραφέα που καταγράφει αυτό το χρονικό, ο οποίος υποστηρίζει τη διασημότερη αρχή του ποινικού δικαίου: σε περίπτωση αμφιβολίας ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος. Το αντίθετο καταστρατηγεί ανθρώπινα δικαιώματα και αμέτρητα νομοθετήματα που συναντάει κανείς σε κάθε νομικό σώμα, «μιλάμε για τη ραχοκοκαλιά του ανθρωπισμού, την οποιαδήποτε στοιχειώδη κουλτούρα δικαίου». Με τον Τάλας συζητούν, αναλύουν, καταγράφουν, απαντούν και ρωτούν, και ανακαλύπτουμε πως δεν υπάρχουν πρακτικά της δίκης, μιας και στα γερμανικά ποινικά δικαστήρια δεν κρατούνται πρακτικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων!
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας, απότομα και κοφτά, στρέφει την ερευνητική του ματιά στη δολοφονία της δεκάχρονης Ούρσουλα Χέρμαν στη λίμνη Άμερ το 1981, της οποίας η υπόθεση ξεδιπλώνεται με τον ίδιο τρόπο όπως του Τάλας, με τις έρευνες, τα πορίσματα, τα ευρήματα, τις απορίες, τις αμφιβολίες να έχουν τον πρώτο λόγο για άλλη μια φορά. Το κοριτσάκι είχε εξαφανιστεί στο δάσος ανάμεσα σε δύο κοντινά χωριά, επιστρέφοντας σπίτι μετά από επίσκεψη σε συγγενείς. Έχουμε και πάλι αγώνα δρόμου για την αλήθεια, φωνές αμφισβήτησης, μια παράνοια που οδηγεί για άλλη μια φορά στην ενοχή κάποιου που διατείνεται αθώος και υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα επ’ αυτού κι όλα αυτά πεισμώνουν τον συγγραφέα που προσπαθεί να βρει την άκρη σε άλλη μια υπόθεση. Ουσιαστικά πρόκειται για το χρονικό δύο διαφορετικών υποθέσεων με έναν κοινό άξονα που ξεπηδάει κατά την ανάγνωση και που με γέμισε οργή και αδικία. Ρεαλισμός, κοφτή γραφή, κινηματογραφική αφήγηση, απόπειρες αντικειμενικής παρουσίασης των γεγονότων, μιας και δεν υπάρχουν πολλές αποδείξεις και πηγές, αναδεικνύουν την τραγελαφικότητα του γερμανικού δικαστικού συστήματος που καταπίνει σαν άλλο κτήνος τους αθώους. Μέσα από τα γεγονότα αποδεικνύεται περίτρανα πως το κράτος, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η κοινή γνώμη συγκλίνουν στις εκάστοτε αποφάσεις και βιάζονται να κρίνουν τον ένοχο, ποιος μπορεί λοιπόν να παλέψει εναντίον τους, ποιος θα τολμήσει να αμφισβητήσει την κρίση τους και όσα υπομονετικά και επίμονα έχουν κατασκευάσει;