Ένα παιδί κι ένας άντρας. Κάποτε, κάπου θα συναντηθούν και θα ανταλλάξουν εικόνες και αναμνήσεις. Τι τους συνδέει; Τι ρόλο έπαιξε ο Αύγουστος στις ζωές τους;
Βιβλίο Έναν Αύγουστο, παρακαλώ!
Συγγραφέας Κωνσταντίνος Καφετζής
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Γραφή
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Η νουβέλα του Κωνσταντίνου Καφετζή είναι ένα πρωτότυπο κείμενο που μας συστήνει δύο διαφορετικούς χαρακτήρες που προσπαθούν, από τη μια εκείνο να κατανοήσει τη ζωή του και απ’ την άλλη αυτός να συνεχίσει τη δική του, προσμένοντας την ευτυχία. Η αφήγηση είναι γεμάτη ρεαλιστικές αναμνήσεις, κινηματογραφικές σκηνές και τρυφερά στιγμιότυπα διακοπών που σχεδόν όλοι έχουμε βιώσει στα μικράτα μας, οπότε λέξεις, ήχοι, γεύσεις ξυπνούν και δικές μας αναμνήσεις. Ταυτόχρονα όμως υπάρχουν και προσεγμένες μεταφορές και παρομοιώσεις που προσεγγίζουν την ιστορία μέσα από υπονοούμενα και κρυφές λέξεις. Παγωτό, ήλιος, ανεμελιά από τη μια και λεκτική επικοινωνία με άγνωστους εραστές που πατάνε με τον αφηγητή στα γαϊδουράγκαθα της επικοινωνίας των διαδικτυακών κυμάτων από την άλλη. Με αυτήν την παράδοξη εναλλακτική αφήγηση ξεπηδάνε εικόνες και συναισθήματα που με ξάφνιασαν με τη δύναμή τους: «Μα αυτός που έφευγε δεν ήταν πολλά πρόσωπα. Ήταν ένα πρόσωπο. Μοναδικό. Και αυτός που ερχόταν δεν ήταν ένα πρόσωπο. Ήταν πολλά πρόσωπα. Διαφορετικά» (σελ. 25). Η λιτότητα στα εκφραστικά μέσα μάς αφήνει περιθώριο να επικεντρωθούμε στην ιστορία: «Ξημέρωνε. Βουτούσε η νύχτα. Αναδυόταν η μέρα. Κυριακή» (σελ. 29). Σε κάποια σημεία παρεισφρέει και το χιούμορ: «-Δηλαδή, πότε θα φύγουμε; -Δεν ξέρω, παιδί μου, δεν είναι ώρα ακόμα. -Τι θα δω και θα καταλάβω πως ήρθε η ώρα; -Την παλάμη μου στο μάγουλό σου. Θα πάψεις;» (σελ. 95).
«Το παιδί» περνάει τις διακοπές του Αυγούστου με τους γονείς του στο εξοχικό τους στην Κινέτα. Δεν έχει όνομα, είναι απλά «το παιδί» αφού όλοι έτσι το αποκαλούν, αντικαθιστώντας το βαφτιστικό του όνομα. Ο πατέρας του πηγαινοέρχεται στην Αθήνα «για δουλειές», δυσαρεστώντας τη γυναίκα του. Η εκάστοτε αναχώρησή του αφήνει τραύματα στο παιδί που όταν θα μεγαλώσει θα στρέφει αλλού το βλέμμα του αν κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο φεύγει με αμάξι μακριά του έστω και για λίγο. Επίσης, η μάνα του δεν μπορεί να ζήσει μόνη της και ζητάει πάντα τη βοήθεια ενός τρίτου. Να λοιπόν που έρχεται ο αγαπημένος θείος Μανώλης και μαθαίνει στο παιδί πράγματα, του λέει ιστορίες, το ταξιδεύει με τις περιπέτειες που έζησε ως ναυτικός στη θάλασσα, κάνουν σκανταλιές και περνάνε τόσο όμορφα που το παιδί νιώθει εκείνους τους Αυγούστους σα να έχει τρεις γονείς. Ώσπου ο θείος Μανώλης δεν ξανάρθε στο εξοχικό.
Μια ποικιλία από χαρακτήρες περνάνε από το βιβλίο, εμπλουτίζοντας τις ζωές μικρού και μεγάλου. Ο Νικόλας, ο «εξοχικός φίλος» του παιδιού, έχει ιδιοτροπίες αλλά είναι αξιαγάπητος ενώ ποτέ δε φοράει βερμούδα ή σορτς. Η κυρία Μαρίκα κάνει μπάνια στη θάλασσα για την υγεία της και κάθε Κυριακή πηγαίνει στο εξοχικό στην Κινέτα και μιλάει με τους γονείς του παιδιού ξανά και ξανά για τη ζωή της, τα παιδιά της, τους άντρες της, από φόβο να προλάβει την άνοια που θα την αδειάσει από αναμνήσεις. Η κυρία Λαμπρή που βάζει το παιδί να κάνει μαθηματικές ασκήσεις και η κυρία Πόπη είναι οι καλοκαιρινές φίλες της μαμάς, δε λένε όμως πολλά, δεν κουτσομπολεύουν. Η κυρία Λαμπρή μένει με την εγγόνα της, τη Μάρω, που οι γονείς της δεν μπορούν να πηγαινοέρχονται γιατί «έχουν δουλειές». Η Μάρω σύντομα θα μπει ανάμεσα στα δυο παιδιά δημιουργώντας απρόσμενες εξελίξεις. Ο Βασίλης, πρώην αλκοολικός και πρώην ναρκομανής, σπιτώνει όλα τα θηλυκά της περιοχής και τα παιδιά της γειτονιάς τις ακούνε «να πονάνε», οπότε τρέχουν στους γονείς τους για εξηγήσεις (τι να πουν κι εκείνοι οι δόλιοι)! Κι έχουμε τον άντρα του σήμερα, τον τριαντάχρονο Μένιο, που περιμένει να έρθει μια ευτυχία που τον προσπερνάει πάντα: «Ήτανε νέος. Δε φοβότανε τον χρόνο. Ο χρόνος φοβάται εκείνον. Μήπως του σταθεί λίγος. Είχε τόσα πράγματα να κάνει. Να μάθει και να δει» (σελ. 25). Έχει παρέες, σχέσεις, δουλειά; Τι έχει συμβεί στη ζωή του και πώς συνδέεται με «το παιδί»;
Κι ενώ υπάρχει σε κάποια σημεία διάχυτη μια συγκίνηση, μια πίκρα, φτάνουμε στη σελίδα 61 κι εκεί τρέχει το δάκρυ ποτάμι. Μια παραστατικά δοσμένη και εντελώς αναπάντεχη εικόνα που τονίζει την αξία της «αγιοσύνης», όχι με τη θρησκευτική έννοια αλλά με την πανανθρώπινη, προκαλεί σοκ. «Το παιδί» κάνει κάτι που δείχνει το μεγαλείο της ψυχής του και τη δύναμη της φιλικής αγάπης του κι έμεινα για αρκετή ώρα να κοιτάζω το κενό, συγκλονισμένος απ’ αυτό που διάβασα. Το πρώην παιδί της Κινέτας και ο νυν άντρας της Αθήνας αποτελούν ένα συναρπαστικό δίπολο, ένα διπλό είδωλο στον ραγισμένο καθρέφτη της ζωής και των δύο. Αφηγούνται εναλλάξ μια ιστορία που μπλέκει την αθωότητα των παιδικών χρόνων με την ωμότητα της ενηλικίωσης ψάχνοντας να βρουν αίτια και αιτιατά για όσα έζησαν τότε και για όσα τους γαλούχησαν ως τώρα. Αφηγηματική δεινότητα, πλοκή που δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει και έξυπνη χρήση του παρελθόντος και του παρόντος με άφησαν απόλυτα ικανοποιημένο και δε με άφησαν να επηρεαστώ από την έλλειψη επιμέλειας του κειμένου.
«Έναν Αύγουστο, παρακαλώ», με πανηγύρια και χαλβά Φαρσάλων, με λιτανείες και περιφορές εικόνων μαζί με υποχρεωτικό ασπασμό από παιδικά χείλη, με ανεμελιά και φρέσκα σύκα, με μυστικά και απορίες, με πολύτιμες φιλίες που σε στηρίζουν στα λάθη και παίρνουν δύναμη από σένα για το δικό τους καλό, με μυρωδιές καλοκαιρινών φαγητών και φρεσκοψημένου σάμαλι, με τραπέζια γεμάτα καλεσμένους, έναν τέτοιο Αύγουστο ζει ο μικρός ήρωας και αναπολεί ο μεγάλος. Στιγμές που τις θεωρείς ανέμελες και αθώες ώσπου να τις αντικρίσεις με το μάτι του ενηλίκου και να τις τοποθετήσεις στη σωστή τους θέση, συνδυάζοντάς τες με τις μεταγενέστερες εξελίξεις που επιφέρουν χωρισμούς, θανάτους, βαθιά κρυμμένες αλήθειες «για να μην πληγωθεί». Και τότε φτάνει βιαστικά το φθινόπωρο της ζωής και τίποτα δε θα είναι ξανά το ίδιο. Συναρπαστικό, ανατρεπτικό και καλογραμμένο κείμενο που με συγκίνησε και με έβαλε σε σκέψεις.
Κριτική του Πάνου Τουρλή για την νουβέλα “Έναν Αύγουστο, παρακαλώ!” – Γραφή
[…] ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ: vivliokritikes.com […]