151666980_249428166712918_2713474389097162645_n

Η Νάντια και η Τίνα είναι δυο φίλες που μεγαλώνουν μαζί στη ρευστή δεκαετία του 1970. Η μία έχει αδιάφορους, ουδέτερους, κτητικούς γονείς, η άλλη εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα της. Πώς αντικατοπτρίζει το παρελθόν τις τωρινές τους συμπεριφορές; Πώς θα καταφέρει η Νάντια να ξεφύγει από αυτό το τοξικό περιβάλλον; Πώς θα επηρεάσει τις αποφάσεις της ένα μυστικό του πατέρα της που θα τη βάλει σε καινούργιες σκέψεις; Θα καταφέρουν να συνεχίσουν μαζί ως το τέλος; Θα μείνουν πιστές και ειλικρινείς ή η ζωή θα τις μεγαλώσει με τα δικά της τερτίπια;

Βιβλίο Amor fati 
Συγγραφέας Νέλλη Σπαθάρη 
Κατηγορία
Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Ελκυστής
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που τέμνει τις ανθρώπινες σχέσεις με οξυδέρκεια και ταυτόχρονα έχει τόσες ανατροπές και τέτοιο τρόπο γραφής που δεν ήθελα να το αφήσω από τα χέρια μου. Ξεκίνησε σχετικά χαλαρά, παρουσιάζοντάς μου τα προβλήματα μιας οικογένειας με αδιάφορους γονείς και μια επαναστατική κόρη, στη συνέχεια όμως η κοπέλα αρχίζει να βιώνει διάφορες καταστάσεις, να δοκιμάζει, να ωριμάζει, μόνο που τίποτα από αυτά δεν την προετοιμάζει για τη βόμβα που θα σκάσει σύντομα και θα φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή της.  Τα πρόσωπα έρχονται το ένα πίσω από το άλλο, οι ρόλοι τους αλλάζουν απανωτά και όταν έφτασα στη μεγάλη αποκάλυψη είχα ήδη απορροφηθεί τόσο που δε γινόταν να σταματήσω. Η πλοκή διαδραματίζεται κυρίως τη δεκαετία του 1970, με κάποια πισωγυρίσματα που αποτελούν τα πρώτα βήματα της Νάντιας στη ζωή. Τα κεφάλαια έχουν για τίτλο ονόματα των χαρακτήρων του βιβλίου, χωρίς όμως να αλλάζει η οπτική γωνία της αφήγησης, μιας και η πρωταγωνίστρια καταγράφει τα πάντα. Ύδρα και Σίφνος, Γαλλία και Αγγλία είναι τα μέρη που θα σφυρηλατήσουν την προσωπικότητα της Νάντιας και της Τίνας αλλά και της Ζωής, του Άρη, του Αλέξη. Η Νάντια είναι πάντα στα μαχαίρια με τη μητέρα της: «Μα υποτίθεται πως θα έπρεπε να την ξέρει η μητέρα της. Να βλέπει τα όνειρά της. Τις προσδοκίες της. Τον δικό της ορίζοντα. Α η Ζωή ήταν εγκλωβισμένη στις δικές της προσδοκίες. Η Νάντια υπήρχε γι’ αυτήν μόνο όταν ευθυγραμμιζόταν στα δικά της κίνητρα» (σελ. 184). Η εφηβεία της συμπίπτει με την επανάσταση της δεκαετίας του 1970. Ψυχεδέλεια, ατομική και κοινωνική επανάσταση, η κοπέλα ταράζει τα ήρεμα νερά της οικογένειάς της με τερτίπια. Μαζί με την Τίνα «προσπαθούσαν ν’ αποκρυπτογραφήσουν τον κόσμο που είχε βγει από την εκρηκτική δεκαετία του ‘60» (σελ. 246).

Ο Αλέξης, ο άντρας που μπαίνει ανάμεσα στις δύο φίλες, εκπροσωπεί τη μουσική πλευρά της δεκαετίας, μιας και συμμετέχει σε συναυλίες των Rolling Stones, ακούει Δημήτρη Πουλικάκο και Socrates, πηγαίνει στο Κύτταρο: «Αντισυμβατικός ήταν, λοιπόν, κι αυτός. Αλλά με τον δικό του τρόπο. Αυτή η αντισυμβατικότητα συνδυαζόταν παραδόξως με μια σοβαρότητα. Δεν ήταν στη συμπεριφορά. Ήταν στον τρόπο σκέψης» (σελ. 85). Οι σπουδές του στη ζωγραφική αφήνουν άπλετο χώρο για λυρικές και πρακτικές παρατηρήσεις και σχόλια πάνω στη μαγεία των χρωμάτων, τα κινήματα της ζωγραφικής, αναφορές σε Ελ Γκρέκο, Μονέ και Πόλοκ. Ο επαναστάτης νέος με την έφηβη παρέα του ανεβοκατεβαίνουν την Ύδρα, βρίσκουν ενδιαφέροντα σημεία, αποτυπώνουν την ομορφιά σε διαφορετικές στιγμές της ημέρας. Ο ρόλος του πάντως δεν είναι ο αναμενόμενος, μιας και ξεφεύγουμε σχεδόν από τα παρελκόμενα ενός ερωτικού τριγώνου και εξακολουθούμε να εστιάζουμε στο ταξίδι της αυτογνωσίας και της ωρίμανσης, πάντα με προσεγμένες και μετρημένες λέξεις και περιστάσεις.  Επίσης, έχουμε τον Τζόναθαν, εκπρόσωπο της αγγλικής υπαίθρου, παιδί μεγαλωμένο κι αυτό στον απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Χρόνια αργότερα θα ακολουθήσει την καρδιά του και θα εγκατασταθεί στην Αθήνα για να ανοίξει φροντιστήριο αγγλικών με την αγαπημένη του Αγγελική, που κάνει ιδιαίτερα στην Τίνα. Φτάνει μάλιστα στην Αθήνα το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου 1973! Όταν αναλαμβάνει εκείνος την Τίνα της ανοίγει έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, γεμάτο ποίηση, ταξίδια, κουλτούρα, Ιστορία, μουσικά ακούσματα, κάνοντάς με να κρέμομαι κι εγώ από τα χείλη του, θαυμάζοντας τη σφαιρική του θεώρηση και τη μεταδοτικότητα των γνώσεών του. Τέλος, ο Αλφόνσος, συγγενής εξ αγχιστείας της οικογένειας της Νάντιας, με δουλειές στη Γαλλία, ακολουθεί το ρεύμα της εποχής και αξιοποιεί μεγάλο μέρος του κτήματός του για περιπάτους και αναψυχή, ώστε να μπορεί να συντηρεί τον πύργο όπου μένει. Χάρη σε αυτόν η Νάντια μαθαίνει πολλά πράγματα από το ασαφές παρελθόν του πατέρα της και από τα ταραγμένα, προβληματικά εφηβικά του χρόνια στο Νανσί της Γαλλίας.

Αυτοί και άλλοι ολοζώντανοι χαρακτήρες, συνηθισμένοι, καθημερινοί, που ο καθένας μας θα μπορούσε να γνωρίσει στη ζωή του και δόσμενοι με τέτοιο τρόπο που τραβούν την προσοχή, αλλάζουν, ωριμάζουν και ολοκληρώνονται μέσα από αναπάντεχες εκπλήξεις και δραματικές αλλαγές. Η αφήγηση αρκετές φορές λοξοδρομεί σε σκέψεις, διλήμματα, προβληματισμούς και εσωτερικούς μονολόγους ή δωρικές περιγραφές των τοπίων από αισθητικής και ιστορικής άποψης, μου έκανε εντύπωση όμως που όλα αυτά δε με κούρασαν ούτε στιγμή. Δεν μπορώ να πω πως συνδέονται και πολύ με τα γεγονότα (έμαθα πχ. το τραγούδι Bécassine, μα πόσο χαριτωμένο είναι!) ήταν όμως τόσο χρήσιμα για το χτίσιμο της σωστής ατμόσφαιρας που τα ρουφούσα άπληστα όσο ξεδιπλώνονταν, χωρίς, επαναλαμβάνω, να καταλαμβάνουν μεγάλη ή περιττή έκταση. Η συγγραφέας παραμένει στην κεντρική της ιδέα, ξεδιπλώνει την ιστορία όσο θέλει και όπως πρέπει, αποφεύγοντας ταυτόχρονα περιττολογίες και ολοκληρώνοντας κεφάλαια και περιστατικά με υποδειγματικό τρόπο. Με την ίδια αγάπη και τον προσήκοντα σεβασμό με σεργιάνισε στα τοπία του βιβλίου της. Γοητευτική Ύδρα, μαγευτική Σίφνος, γεμάτες φως και χρώμα, θερινή ραστώνη και νυχτερινή ζωή είναι λες και εκμεταλλεύονται την απλότητα της δεκαετίας και τον ελεύθερο χρόνο των ηρώων ώστε, χωρίς να αποσπώνται από τα τεχνολογικά μαραφέτια της εποχής μας, να γνωρίσουν το νησί καλύτερα, να σουλατσάρουν σε πολλά σημεία, να κοιτάξουν παντού κι έτσι να δοθούν οι πανέμορφες εικόνες των δύο νησιών με τον καλύτερο τρόπο. Για να μην αναφερθώ στην εκπληκτική εξοχή της Γαλλίας μεταξύ Νανσί και Παρισιού ή της Αγγλίας στο Σάρεϊ, όπου οι περιγραφές μού γεννούσαν απανωτές εικόνες και κάποια σημεία τα χάζευα και στο διαδίκτυο.

Καλό είναι πάντως να πάρει κανείς μια ανάσα πριν βυθιστεί στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου κατακρημνίζονται όλες οι ισορροπίες ως εκείνο το σημείο. Τα γεγονότα μπαίνουν στη σωστή σειρά, το τίμημα πληρώνεται με δύσκολο τρόπο και η Νάντια αρχίζει έναν αγώνα δρόμου για να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό της. Καημένη Νάντια: «Οι ζωές των ανθρώπων έχουν πολυπλοκότητα, ψάχνουν εναγωνίως να βρουν τον χώρο τους σε αυτόν τον κόσμο, κι εσύ νομίζεις πως όλα είναι εξαρχής με τους κανόνες που σου παρουσιάζουν» (σελ. 247). Έτσι, τα ηνία της αφήγησης αναλαμβάνει η γιαγιά Λέλα, μέσω της οποίας περπατάμε στο μαγευτικό Βερολίνο του Μεσοπολέμου ενώ ψάχνουμε εναγωνίως να ενώσουμε και τα τελευταία κομμάτια του παζλ σε μια ιστορία τραγική, δύσκολη, δυνατή. Ένα Βερολίνο πολλών ταχυτήτων: «Ανατολικά βασιλεύει το έγκλημα, δυτικά η διαστροφή, βόρεια η φτώχεια, στο κέντρο η απάτη, και σε όλα τα σημεία του ορίζοντα απλώνεται η παρακμή» (σελ. 250).

Το «Amor fati» είναι ένα δυνατό κοινωνικό μυθιστόρημα, με αναπάντεχες εξελίξεις, σωστά ψυχογραφήματα και δυνατά συναισθήματα που με ξάφνιασαν ευχάριστα. Αληθινοί χαρακτήρες αντιδρούν, σμιλεύονται, ωριμάζουν μέσα από γεγονότα και πράξεις απόλυτα ρεαλιστικά και συγκροτούν ένα κείμενο αξιοπρόσεκτο και καλογραμμένο. Να αγαπάς τη μοίρα σου προτρέπει η συγγραφέας και ρίχνει στην κονίστρα της ζωής μια ηρωίδα που αγωνίζεται να ενώσει τα χαμένα κομμάτια του παρελθόντος και του παρόντος της, ακριβώς όπως κάνει η γυναίκα στο εξώφυλλο.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Η δεκαετία του ’60 είχε χτυπήσει τη γροθιά στο μαχαίρι και η δική του δεκαετία ζούσε την απομυθοποίηση του συντηρητισμού. Προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν να είσαι όχι απλά μη πολιτικοποιημένος αλλά α-πολιτικός. Ή, ακόμα καλύτερα, πέρα από την πολιτική» (σελ. 85).

«Μπορείς να μάθεις το παρελθόν των ανθρώπων; Κι αν μάθεις τις κινήσεις τους, μπορείς να μάθεις τις σκέψεις τους, τα κίνητρά τους, το προσωπικό κίνητρο του καθενός… Ακόμα κι αν της έλεγαν κάτι, θα ήταν διαθλασμένο από το δικό τους πρίσμα» (σελ. 309).

«Η αφήγηση -η μεγάλη αυτή ανάπλαση της πραγματικότητας, η διαθλασμένη από το πέρασμα του χρόνου, από την προσωπική οπτική, από την υποκειμενικότητα της αντίληψης- σίγουρα κάλυπτε ένα κενό όχι της ιστορίας αλλά της μνήμης» (σελ. 159).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *