Μια ευχάριστη πρώτη συνάντηση μέσα από εννιά διηγήματα, όπου μας συστήνονται πλάσματα που σπάνια θα συναντήσουμε σε πρωταγωνιστικούς ρόλους στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Χόμπιτ, γοργόνες, φαντάσματα, αγάλματα, τζίνι, μονόκεροι, ακόμη και αντικείμενα, όπως βιβλία και φωτογραφίες, αγγελάκια-στολίδια κ. ά. με ταξίδεψαν μέσα από τις ιστορίες τους σε τόπους αληθινούς μα και φαντασιακούς.
Βιβλίο Η πρώτη συνάντηση
Συγγραφέας Δήμητρα Γεράση
Κατηγορία Συλλογή διηγημάτων
Εκδότης Βακχικόν
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Από το πρώτο διήγημα καταλαβαίνουμε πως έχουμε να κάνουμε με μια διαφορετική γραφή, μιας και μας συστήνει… ένα χόμπιτ!
Ναι, τον εγγονό του Μπίλμπο, του ήρωα του βιβλίου του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, ο οποίος έχει θυμώσει με τον παππού του επειδή γνώρισε τον διάσημο συγγραφέα και του αποκάλυψε ένα μυστικό αιώνων, με αποτέλεσμα τα χόμπιτ να χάσουν την ησυχία τους, αφού οι άνθρωποι τα ψάχνουν παντού. Έτσι, το χόμπιτ της ιστορίας, έχοντας διαβάσει πως η Ελλάδα είναι τελευταία στα ποσοστά αναγνωστών, αποφασίζει να μετακομίσει εκεί, όπου σίγουρα δε θα ξέρει κανείς για το βιβλίο του Τόλκιν. Δε φαντάζεται όμως πως θα γνωρίσει μια σκοτεινή και αφιλόξενη Αθήνα στην προσπάθειά του να βρει ένα ήσυχο μέρος. Στο «Καλοκαίρι στο Αιγαίο» η γοργόνα Καλυψώ απολαμβάνει τη ζωή της στον ελληνικό βυθό, όπου παίζει όσο θέλει κι έχει δικό της όλο τον πλούτο της θάλασσας. Διασκέδασα πολύ με τις απόψεις της για τους ανθρώπους και με τις φάρσες που τους σκαρώνει όποτε βαριέται αλλά και συγκινήθηκα με τον τρόπο που περιγράφει τις προσπάθειες των προσφύγων να διασχίσουν τη θάλασσα με βάρκες-καρυδότσουφλα για να βρουν μια καλύτερη ζωή απέναντι. Από τη μια έχουμε ανάλαφρες στιγμές από τη ζωή της γοργόνας κι από την άλλη άφθονη τροφή για σκέψη πάνω στη δυστυχία των προσφύγων.
Στο «Library of Unborrowed Books» ο Τζώρτζης είναι ο καινούργιος βιβλιοθηκονόμος σε μια βιβλιοθήκη όπου συχνάζουν λίγα άτομα, φοιτητές, παιδιά και συνταξιούχες κυρίες. Ρίχνεται στη δουλειά με ενθουσιασμό, φροντίζει τα βιβλία με σεβασμό και είναι ο μόνος που δεν παραμελεί τη σκοτεινή γωνία του χώρου, όπου είναι μαζεμένα τα βιβλία που κανείς πια δε δανείζεται ούτε διαβάζει. Μοναχικός και αφοσιωμένος στη δουλειά του, κερδίζει το ενδιαφέρον ενός εγκαταλειμμένου βιβλίου (δεν το έχει διαβάσει κανείς για τρία χρόνια, «πολλή μοναξιά για ένα βιβλίο»). που τον συμπαθεί και αποφασίζει να τον βοηθήσει να βρει τον έρωτα. Γέλασα πολύ με τον μικρόκοσμο μιας βιβλιοθήκης, όπου οι φλύαρες εγκυκλοπαίδειες («μα όλα τα ξέρουν πια») κοιτούν τις «ψηλομύτες της ροζ λογοτεχνίας» στα πρώτα ράφια ενώ απόλαυσα τις γλυκές και τρυφερές προσπάθειες του βιβλίου να φτιάξει τη ζωή του Τζώρτζη. Στην «Ωραιότερη θέα του κόσμου», το φάντασμα ενός παιδιού που πέθανε στην Κατοχή του 1941 μένει στο σπίτι του στο Θησείο και απολαμβάνει την όμορφη θέα της Ακρόπολης. Με τη φήμη πως το σπίτι είναι στοιχειωμένο, το κτίσμα ρημάζει, ώσπου ένα βράδυ ένας άστεγος βρίσκει καταφύγιο σε αυτό κι έτσι αρχίζει μια παράξενη φιλία. Το σπίτι έχει όμως ένα καλά κρυμμένο μυστικό.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στο «Κι ύστερα γίναμε ωραία φωτογραφία», όπου τα πρόσωπα μιας οικογενειακής φωτογραφίας ψάχνουν τρόπο να γεμίσουν δύναμη και αυτοπεποίθηση την εγγονή τους που κακοποιείται από τον σύντροφό της. Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση μαθαίνουμε για το πώς και πότε τραβήχτηκε η φωτογραφία και στη συνέχεια πώς την ανακάλυψε η εγγονή των εικονιζόμενων προσώπων και πώς την έβαλε σε περίοπτη θέση και ανακαλύπτουν τι της συμβαίνει. Έτσι ξεδιπλώνεται μια σκληρή ιστορία γεμάτη κακοποίηση και τοξικότητα μέχρι να μάθουμε αν θα καταφέρει η κοπέλα να πάρει πίσω τη ζωή της. Στο «Άγαλμα» το άγαλμα μιας νύμφης μας αποκαλύπτει πως αν ρίξεις ένα κέρμα στο σιντριβάνι της θα πραγματοποιήσει την επιθυμία σου, ειδικά αν είναι αισθηματικής φύσεως. Ένας διανομέας λοιπόν εύχεται να βρει τον έρωτα της ζωής του και το όνειρό του γίνεται πραγματικότητα, μόνο που κάποια στιγμή θα βγει η αλήθεια στο φως και η ιστορία θ’ αλλάξει οπτική γωνία. «Σας το είπα, σε αισθηματικά ζητήματα είμαι αλάνθαστη», παραδέχεται η νύμφη.
Με την «Ιστορία του Καρίμ» μεταφερόμαστε στο Ισπαχάν, όπου ένα ορφανό αγόρι ζητιανεύει και ονειρεύεται να ζήσει στα πολυτελή σεράγια της πόλης, να γίνει τρανός εμίρης. Καταφέρνει να βρει δουλειά κι όταν ανακαλύπτει ένα μαγικό δαχτυλίδι, το τζίνι του κοσμήματος στέκεται στο πλευρό του και τον συμβουλεύει. Η ιστορία αυτή θα εμπνεύσει έναν άντρα στο σήμερα και θα κάνει μια μεγάλη απερισκεψία, αδιαφορώντας για το επιμύθιο του παραμυθιού. Εξίσου ατμοσφαιρικά είναι και «Τα φώτα των γιορτών», όπου μια κοπέλα που λάτρευε τα Χριστούγεννα τα φέρνει πλέον δύσκολα πέρα και έχει πέσει σε κατάθλιψη. Ζει «σε μια πόλη γιορτινή αλλά μελαγχολική, φωτεινή αλλά άδεια», σύντομα όμως θα ζήσει μια περίεργη εμπειρία που θα της ξαναδώσει νόημα στη ζωή και θα τη γεμίσει χριστουγεννιάτικη διάθεση. Τελευταίο στη συλλογή, «Η πρώτη συνάντηση», ένα σφηνάκι δύο σελίδων με έναν μονόκερο να αλλάζει τη ζωή μας κοπέλας που πήρε μια δύσκολη απόφαση.
Σε γενικές γραμμές, η συγγραφέας έγραψε μικρά σε έκταση μα μεγάλα σε ένταση κείμενα, με πλούσιο λεξιλόγιο, ανατροπές στην πλοκή, σεβασμό απέναντι στη δυστυχία του κόσμου (ναρκομανείς στο Πεδίον του Άρεως, λαθρομετανάστες στο Αιγαίο εξαπατημένοι από δουλέμπορους, κακοποιημένες γυναίκες), διακριτικό χιούμορ που ελαφραίνει την ατμόσφαιρα όπου δει κ. ά. Μάλιστα, δε διστάζει να παρεμβαίνει με εύστοχα σχόλια στην αφήγηση, σπάζοντας τη στερεότυπη αποστασιοποίηση από τον αναγνώστη. Κάθε ιστορία είναι και μια ξεχωριστή περιπέτεια, γεμάτη πολλά και διαφορετικά συναισθήματα. Εκτός από την ιδιαίτερη επιλογή των αφηγητών-πρωταγωνιστών, μου άρεσε πολύ και ο συγκερασμός της τρυφερότητας με τη σκληρότητα, μιας και αρκετές κεντρικές ιδέες έχουν να κάνουν με ανθρώπινο πόνο αλλά τα κείμενα ξεδιπλώνονται με τέτοιο τρόπο που χαρίζουν μια νότα αισιοδοξίας. Γέλιο και δάκρυ, σκεπτικισμός και ελαφρότητα, φρεσκάδα και πρωτοτυπία είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά μιας πραγματικά αξιόλογης συλλογής διηγημάτων.