9be13c9a759ea5520fd5dafcdcb7e04

«Τρεις γυναίκες. Τρεις μακριές σιωπές. Τους έπρεπε να σπάσουν. Έσπασαν». Με αφορμή την πάλη τους με τον καρκίνο και κυρίως λόγω του χώρου των νοσοκομείων όπου παλεύουν. Κατεβαίνουν στο -1, στο -2, όχι του κτηρίου αλλά της ψυχής τους. «Μέσα τους κατεβαίνουν». Τρεις ιστορίες σιωπής που κατέθεσαν αντίστοιχες γυναίκες στη συγγραφέα.

Βιβλίο Το ψυχόμετρο
Συγγραφέας Ρέα Βιτάλη
Κατηγορία
 Συλλογή διηγημάτων
Εκδότης Διόπτρα
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Η Ρέα Βιτάλη μας συστήνει τρεις διαφορετικές γυναίκες που παλεύουν με τον καρκίνο και τα προσωπικά τους προβλήματα η κάθε μία. Με πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, ρεαλισμό, αντικειμενικότητα και μερικά καλολογικά στοιχεία που στολίζουν τις διαχρονικές αλήθειες του κειμένου γνωρίζουμε τρεις προσωπικότητες που κουβαλάνε δυσβάσταχτα βάρη που τις αναγκάζουν να μείνουν πίσω στην ψυχοσύνθεσή τους, να μην προχωρήσουν, να μην απολαύσουν, να μην κερδίσουν. Βήμα προς βήμα γνωρίζουμε τις καταβολές τους, τον χαρακτήρα τους, τις οικογένειες που δημιουργούν, πώς βυθίζονται σταδιακά στον εαυτό τους και κλείνονται μέσα του.

Η πρώτη ιστορία είναι η φιλία ανάμεσα σε δυο γυναίκες που γνωρίστηκαν τη δεκαετία του 1970 στην κατασκήνωση και έκτοτε έδεσαν παρά την απόσταση που τους χωρίζει. Σε πρώτο πρόσωπο, η Εριέττα αφηγείται τη ζωή της Μιμίκας, που μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι στην επαρχία με γλυκύτητα και τρυφερότητα, σε «μια παραδοσιακή, δεμένη και κεφάτη οικογένεια», μ’ έναν ήπιων τόνων μπαμπά και μια δοτική μαμά. Οι όμορφες, γλυκές αναμνήσεις της εφηβείας ζωντανεύουν με ενάργεια: η Μιμίκα περιμένει πώς και πώς να προβάρει τα ρούχα της φίλης της, τα μοντέρνα, που μυρίζουν Αθήνα, η Εριέττα νιώθει έναν αέρα ελευθερίας, μακριά από την επιτήρηση της μητέρας της. Καπνίζουν κρυφά, παραγγέλνουν νεσκαφέ, μεγαλώνουν.

Η Μιμίκα «Γελούσε πολύ, χαιρόταν πολύ, τραγουδούσε πολύ, έκλαιγε πολύ εύκολα, συγκινούνταν πολύ, έτρωγε πολύ», μόνιμος καβγάς με τη μητέρα της το πάχος της. «Ένα πλάσμα-παιδί με ψυχοσύνθεση “πολύ”», ζουν μαζί με τη φίλη της τους έρωτες, τη συμπαράσταση, μόνο που στην επαρχία, αν είσαι γυναίκα στα τριάντα και με δύο αποτυχημένους δεσμούς, αυτό είναι στίγμα, «πάταγε πια σε ηλικίες ναρκοπέδιο». Τι να κάνει η Μιμίκα, πότε οι γονείς, πότε οι θείες («πόσες θείες που είχαν λόγο και άποψη αντιστοιχούσαν σε κάθε ελληνικό σπίτι;… Αυτός ο άτιμος περίγυρος που σφίγγει, σφίγγει…», σελ. 20), υπαναχωρεί και βρίσκει το καλό παιδί, έναν δημόσιο υπάλληλο που δίνει έμφαση στο «μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει» και αδιαφορεί για την εκάστοτε μέρα, χαράμι στον μήνα. Μια πρόταση γάμου φλατ, μια ευαίσθητη σιωπή κι ένα διστακτικό, χαζά αμήχανο «μπράβο» πέφτει στη φιλία των κοριτσιών. «Άσχημα καλός», «υποτονικός και ηδονικά απαισιόδοξος» ο γαμπρός, γιατί παραδόθηκε αμαχητί η πληθωρική Μιμίκα στον πράο και αδιάφορο Γιώργο της; «Αναστενάρης να πατήσει με ίσιο βλέμμα σε κάρβουνα ρουτίνας ζωής» η Μιμίκα. «Η ζωή της ήταν φλατ. Το πιο ύπουλο παπούτσι. Το λογαριάζεις άνετο αλλά σου καταστρέφει τα πόδια χωρίς να το καταλάβεις» (σελ. 29). Μια σειρά από γεγονότα θα ανησυχήσουν την Εριέττα και ταυτόχρονα θα τη φέρουν σε δύσκολη θέση όταν συνειδητοποιεί πως πνίγηκε στη δική της ρουτίνα και δε στάθηκε όσο θα έπρεπε στη φίλη της από κοντά. Θα προλάβει λοιπόν να αλλάξει τη στάση της; Τι απέγινε η Μιμίκα σε αυτόν τον γάμο, τι συνέβη με τον άντρα της όταν μεγάλωσαν τα παιδιά που απέκτησαν κι έφυγαν από το σπίτι;

Η δεύτερη ιστορία αφορά τη σεξουαλική κακοποίηση της αφηγήτριας μεταξύ επτά και έντεκα ετών από έναν ηλικιωμένο έμπιστο φίλο της μητέρας της. Η πρωτοπρόσωπη αφήγησή της είναι γροθιά στο στομάχι, όχι μόνο στις περιγραφές της κακοποίησης (με παιδική ματιά, κάτι που το κάνει πιο σκληρό) αλλά και στη στάση της μητέρας και του αδελφού της. Ο «παππούς», όπως έλεγαν τότε τα παιδιά όλους τους ηλικιωμένους, ήταν ασίγαστος και άφρενος, το κοριτσάκι φοβόταν να μιλήσει, «Ένας περίεργος φόβος διαχεόταν παντού, ανακατευόταν με ντροπή και μετά παραπάνω φόβος» (σελ. 54). Ο αδελφός της τότε κάτι είχε δει, κάτι είχε καταλάβει, «Και στους δυο μας πάλευαν λογάκια, μάχη έδιναν μέσα μας» (σελ. 55). Οργή προκαλεί η φράση «Δεν υπάρχει πιο περίεργο συναίσθημα από την ντροπή. Τη λούζονται όσοι δεν τη δικαιούνται και την κλοτσάνε όσοι τους αντιστοιχεί» (σελ. 55) αλλά και η στάση της μάνας, όταν το παιδί επιμένει πως δε θέλει να μένει το βράδυ με τον «παππού» και τη «γιαγιά» κι εκείνη το ρωτάει: «Τι θα πάθετε να μείνετε ένα βράδυ;» Ήταν άραγε ανυποψίαστοι όλοι οι γύρω της ή «έντρομοι της αλήθειας»;

Χρόνια αργότερα, που η αφηγήτρια θα μιλήσει, βιώνει ένα ακόμη μεγαλύτερο σοκ: «-Αυτά που μου είπες να τα ξεχάσεις. Να μην τα πεις σε κανέναν. Δεν έγιναν ποτέ»! Πώς λοιπόν θα μεγαλώσει αυτό το κορίτσι, η «αλλιώς» της επαρχιακής πόλης, όπου οι καλοθελητές «σνίφαραν ζωή από τις ζωές των άλλων»; Πώς θα είναι οι σχέσεις της με τα άλλα αγόρια; Η συγγραφέας είναι καταπέλτης και καταγράφει με ρεαλισμό τα παιδιά «της ελληνικής, στερημένης επαρχίας» του 1970 που προβάριζαν ρόλους ενηλικίωσης με φόβο. Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι μια κοπέλα που «τρέχει μπροστά από την πληγή της, σπάζοντας σε ταχύτητα και το φράγμα του ήχου» και αδιαφορεί απέναντι στους ψιθύρους: «Με πόσους θα βγει ετούτη»; Με όσους! Άλλωστε: «Μπορεί τις ελλείψεις τους να ενώνουν οι άνθρωποι. Κι αυτό να το λέμε έρωτα» (σελ. 64). Κι όταν μεγαλώνει, αυτό το «δεν έγινε ποτέ, μην το πεις πουθενά» την έχει στοιχειώσει και παίζει κρυφτό με θέματα που πρέπει να τα αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο πριν είναι αργά για τη ζωή της. Κι όταν η μάνα της διαγιγνώσκεται με διπολική διαταραχή, τα πράγματα γίνονται χειρότερα, οι εξελίξεις επιταχύνονται. Το θέμα της παρενόχλησης και της κακοποίησης δε σηκώνει ευγένειες: «…θα σέβεστε πάντα το Όχι κάθε ανθρώπου. Και όποιο κορίτσι ερωτευτείτε να το αντιμετωπίζετε, πέρα από έρωτά σας, και σαν φιλαδελφή σας. Ώστε…ο γονιός της να είναι ήσυχος ότι είναι στα καλύτερα χέρια» (σελ. 80).

Στην τρίτη ιστορία γνωρίζουμε μια γυναίκα με κατάθλιψη που αναβιώνει τη ζωή της, τον γάμο της, το παρελθόν της, μέσα από ένα κείμενο-ποταμό που δυστυχώς δεν κατάφερα να παρακολουθήσω, αν και η συγγραφέας έδωσε τον καλύτερό της εαυτό αφηγηματικά, γιατί δεν έχουμε τόσο σκηνές και περιστατικά όσο μια καταιγίδα συναισθημάτων, όμορφων λέξεων που προσπαθούν να αποτυπώσουν τον ψυχισμό της αφηγήτριας και λιγότερο τι την οδήγησε στην κατάθλιψη και στο σημείο όπου ξεκινάει η ιστορία της. «Πόσο αδιαφόρησα για τον πόνο της ψυχής μου; … Με ξόδευα ως άτρωτη, ως σιδερένια, ως αθάνατη. Τι σπάταλη» (σελ. 101). Στο τέλος η συγγραφέας, που επίσης πάλεψε με τον καρκίνο, παραθέτει αυτοβιογραφικά κείμενα: «Ο καρκίνος είναι μια σειρά ευκαιριών, μακάρι να μη γίνει σειρά χαμένων ευκαιριών» (σελ. 118). Σεβάστηκε τον καρκίνο, μελέτησε την πορεία του ήσυχα, της δόθηκε η ευκαιρία να δει τόσα και τόσα και κατάλαβε πως ο φόβος θα γίνει δύναμη και πρέπει να τον εργαλειοποιήσει ο καθένας απ’ όσους καλείται να ανέβει αυτό ντον γολγοθά. «Το ψυχόμετρο» της Ρέας Βιτάλη είναι το κοντέρ πόνου που βιώνει η κάθε μία από τις τρεις γυναίκες που μας συστήνει και οι ιστορίες τους ζωντανεύουν με άφθαστο ρεαλισμό, ωμή ειλικρίνεια, τρυφερότητα και αισιοδοξία.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *