Ένας άντρας, με αφορμή τον θάνατο της μητέρας του, κάνει απολογία της ζωής του, αναμετρά τις αποτυχίες του, ψάχνει να βρει πόσο έφταιξε η αυταρχική μητέρα του και ο απών πατέρας του για όσα δεν κατάφερε. Ταυτόχρονα, περιπλανιόμαστε στις περιοχές των Εξαρχείων, της Νεάπολης, του Κολωνακίου και της λεωφόρου Αλεξάνδρας όπου η ζωή δε σταματάει να κυλάει με τα πάνω της και τα κάτω της. Πόση δύναμη και ειλικρίνεια απαιτεί η αυτοκριτική; Τι μπορείς να κάνεις όταν όλα γύρω σου δεν έχουν σημασία πια για σένα;
Βιβλίο Το τεσσάρι της Λυκαβηττού
Συγγραφέας Γιώργος Μαχαιρίτσας
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Κύφαντα
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Ο Γιώργος Μαχαιρίτσας έγραψε μια δυνατή, πρωτότυπα δοσμένη νουβέλα αφιερωμένη στα απόνερα των τοξικών σχέσεων, στα φαντάσματα που ο καθένας μας κουβαλάει μέσα του, στα όνειρα και στις προσδοκίες των γονιών για μας που εμείς δεν καταφέραμε να υλοποιήσουμε. Από την αρχή μάλιστα μου πήρε την ανάσα: «Σήμερα είναι η έκτη νύχτα που κοιμάμαι δίπλα στο νερό σώμα της μητέρας μου. Αύριο νωρίς το πρωί πρέπει να καλέσω το γραφείο τελετών να την παραλάβουν. Δεν χωράει άλλη αναβολή»! Και ο φόβος της αποδοκιμασίας εξακολουθεί να είναι παρών: «…ακόμα και την ύστατη αυτή στιγμή θα περίμενε μάλλον κάτι διαφορετικό από μένα»! Έτσι ξεκινάει η ιστορία του Αίμονα Εαυτού που μεγάλωσε σ’ ένα αρχοντικό διαμέρισμα στην οδό Λυκαβηττού, με μια μάνα που είτε δυσανασχετούσε με τις επιλογές του είτε αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή που τον έκανε, στοιχεία που τον εμπόδισαν σταδιακά να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Η μητέρα του τελικά αυτοκτόνησε και ο Αίμων Εαυτού το αντιμετωπίζει κυνικά: «…η προχωρημένη ηλικία της και τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια δεν θα ήταν ποτέ αρκετά να την αποθαρρύνουν από την αγέρωχη πορεία της» (σελ. 10). Ανατριχιαστικές οι διαπιστώσεις ενός ανθρώπου που έζησε στην απαξιωτική σκιά της: «Μοιάζει λες και ο θάνατος ξερίζωσε όπως όπως το πάντα παγερό και δύσθυμο προσωπείο της και στη θέση του κάρφωσε ένα ξένο, ανοίκειο, που με δυσκολία όμως μπορείς να αντισταθείς στη γοητεία του» (σελ. 9).
Μέσα σε περίπου είκοσι κεφάλαια κι όσο ο ήρωας του βιβλίου σουλατσάρει σε μια Αθήνα οικεία και γνώριμη ανακαλύπτουμε το οικογενειακό του παρελθόν, τις αντιρρήσεις του δικηγόρου παππού του για την επιλογή της μοναχοκόρης του να παντρευτεί έναν εστέτ ζωγράφο, τον τρόπο που ο Αίμονας μεγάλωσε σ’ ένα δύσκολο, σκληρό, επικριτικό περιβάλλον, τη σχέση που κατάφερε να αναπτύξει με την Αθηνά, με την οποία απέκτησε οικογένεια αλλά διαλύθηκε («…σε μια άλλη ζωή μπορεί να τα καταφέρναμε καλύτερα με τη γυναίκα μου…», παραδέχεται) κ. π. ά. Πότε ήρθαν τα πρώτα σύννεφα στη σχέση των γονιών του Αίμονα και πότε άφησε η μητέρα του τον συντηρητισμό και την υποκρισία της οικογένειάς της να τη χωρίσει από τον έρωτα της ζωής της; «Το αποτέλεσμα ήταν να τραβήξει καθένας τον δρόμο του, αφήνοντας και οι δύο πίσω τους εμένα» (σελ.98), παραδέχεται ο Αίμονας που δεν κατάφερε ποτέ να ενσωματωθεί σε αυτήν την οικογένεια. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας μπερδεμένος χαρακτήρας που πραγματοποίησε τα όνειρα της οικογένειάς του και όχι τα δικά του, μιας και σπούδασε νομική εγκαταλείποντας την αρχαιολογία, με τις εξόφθαλμες και προκλητικές παρεμβάσεις της μάνας του να τον γαλουχούν με ατολμία, υποχωρητικότητα, ψυχοσυναισθηματικό ευνουχισμό, με αποτέλεσμα να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις. «…σκέφτομαι πού ακριβώς έχασα τον δρόμο και κατέληξα σαν ξένος μέσα στην ίδια τη ζωή μου» (σελ. 95). Εκτός από τον παππού, τους γονείς και την πρώην σύζυγο όμως γνωρίζουμε και τον μοναδικό φίλο του Αίμονα, τον αγχώδη και διακριτικό ψυχολόγο Ιάκωβο, που συνηθίζει να λέει: «Είμαστε ο αντίλαλος των προγόνων μας και η προοικονομία του ίδιου μας του θανάτου».
Μαζί περπατούν στη Νεάπολη, στο Κολωνάκι και στα Εξάρχεια, αναγνωρίσιμα τοπόσημα δοσμένα με μια γλυκιά τρυφερότητα και ταυτόχρονα με απόλυτο ρεαλισμό. Οι οδοί Λυκαβηττού, Σκουφά (που «δεν ενώνει μόνο τις διάφορες φάσεις της ζωής μου αλλά παράλληλα έχει τη μοναδική ιδιότητα να κρατά ανοιχτούς τους διαύλους μιας ολόκληρης κοινωνίας…ο ρόλος της…να αναδείξει τις αντιθέσεις με έναν τρόπο διαλεκτικό και να κατορθώσει να εξοικειώσει όλα τα ενδιαφέροντα μέρη με τις αντιφάσεις…»), Ξενοκράτους, Ναυαρίνου, Χαριλάου Τρικούπη, Μαυρομματαίων βοηθάνε στις μάταιες επαναλήψεις μηχανικών κινήσεων, να γεννηθεί μια σκέψη, να παρθεί μιαν απόφαση. Το Πειραματικό σχολείο, το Φίλιον, ο Άγιος Διονύσιος, το εστιατόριο Φιλίππου, το Αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο στη Ναυαρίνου, η πλατεία Αιγύπτου, το Ιντεάλ αλλά και το Galaxy στη Σταδίου είναι μερικά μόνο από τα μέρη που διασχίζει ή επισκέπτεται ο Αίμονας κατά τη διάρκεια της συναισθηματικής του περιπέτειας με μουσικά ακούσματα τους Etta James, Ornella Vanoni, Matt Elliott, Tom Waits κ. ά. Πόσο συναρπαστική και διεσδυτική είναι η ματιά του συγγραφέα σε αυτούς τους δρόμους! Καταγράφει την καθημερινή ζωή σε μια περιοχή γεμάτη κίνηση και ανθρώπουυς, με ματιά που σκανάρει τα πάντα και ζωντανεύει στο χαρτί με κινηματογραφικό τρόπο τα όσα συμβαίνουν δίπλα και ταυτόχρονα με τη ζωή του Αίμονα: παιδιά που παίζουν, ηλικιωμένοι που κουβεντιάζουν στα παγκάκια, νέοι που τσουγκρίζουν στα καφενεία, «ξορκίζουν όλα τα κακά και τα άσχημα που επιφυλάσσει το μέλλον»!
Ο Γιώργος Μαχαιρίτσας ακροβατεί ανάμεσα στην ειρωνεία και το υποδόριο μαύρο χιούμορ από τη μια και στον σκληρό ρεαλισμό από την άλλη, διαλέγοντας να ζωντανέψει χαρακτήρες που μόνο κακό έχουν μάθει να κάνουν στον εαυτό τους και στους γύρω τους, διαιωνίζοντας μια ιδιότυπη κληρονομιά τοξικότητας από γενιά σε γενιά. Μικρά και μεγάλα περιστατικά οδηγούν τον Αίμονα παρακάτω, στην προσπάθειά του να σταθεί επιτέλους στα δικά του πόδια, έχοντας πλέον απαγκιστρωθεί από τη νοσηρή παρουσία της μητέρας του, σύντομα όμως διαπιστώνει πως ίσως δεν έμαθε ή δεν είναι ικανός να τα καταφέρει. Και τότε μια μυστηριώδης γυναίκα θα τον οδηγήσει σ’ ένα τέλος που το βρήκα βεβιασμένο αλλά το αναγνωστικό ταξίδι ως εκείνο το σημείο ήταν απολαυστικό και δε με ενόχλησε τόσο. Άλλο θετικό γνώρισμα του κειμένου είναι πως στην αφήγηση παρεμβάλλονται πρωτότυπα κεφάλαια γραμμένα σαν θεατρικό έργο, τα οποία εστιάζουν σε νοερές ή και υπαρκτές συζητήσεις μεταξύ διαφορετικών κάθε φορά προσώπων του βιβλίου επί παντός επιστητού: Ιάσονας και Αίμονας περί φιλοσοφίας, Αίμων και Αθηνά για τη σχέση τους, Αίμων παππούς και η κόρη του για τις επιλογές της δεύτερης και για τις συνέπειές τους που μαγαρίζουν την οικογένεια, Αίμων και μητέρα για το μέγεθος ευθύνης του παππού για τις ψυχικές τους πληγές και για το σημείο κάμψης της οικογενειακής πορείας («Για να είσαι σε θέση να κρίνεις, πρέπει να ξέρεις τις μικρές εκείνες λεπτομέρειες που κάνουν πάντα τη διαφορά. Δεν αρκεί να γνωρίζεις τα γεγονότα, πρέπει να ξέρεις ακριβώς πώς οι άνθρωποι στάθηκαν απέναντι σε αυτά», σελ. 78) και πολλά άλλα μας φέρνουν ακόμη πιο κοντά σε μια οικογένεια διαλυμένη, κατεστραμμένη, προβληματική. Επίσης υπάρχουν διακριτικά καλολογικά στοιχεία: «…μια αύρα καλοκαιρινής νύχτας έχει αρχίσει να κυριεύει τα πάντα στον χώρο και να τα μεταμορφώνει» (σελ. 84). Και φυσικά αφθονούν οι διαχρονικές αλήθειες και οι προβληματισμοί που όλους μάς έχουν απασχολήσει κατά καιρούς σε διάφορα θέματα της καθημερινότητάς μας.
«Το τεσσάρι της Λυκαβηττού» είναι μια κραυγή για τις άσχημες ψυχολογικές και συναισθηματικές συνέπειες από τις τοξικές οικογενειακές σχέσεις. Το κείμενο στηλιτεύει τα προβλήματα που δημιουργούνται από μια μάνα που δεν ξέρει την επιδοκιμασία και πάντα προτιμάει να επιβάλλει τα δικά της «θέλω» στο παιδί της, που κι αυτή όμως με τη σειρά της και χωρίς να το καταλαβαίνει διαιωνίζει τις απαιτήσεις της δικής της οικογένειας. Μέσα από ενδιαφέροντα περιστατικά και τη σχετικά μοναχική περιπλάνηση του Αίμονα γύρω του και μέσα του διαπιστώνουμε πόσο δύσκολες είναι οι συνέπειες του θανάτου των γονιών στην πορεία της ζωής των παιδιών τους και πόσο εύθραυστες είναι οι ισορροπίες ανάμεσά τους. «Οι σχέσεις ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά κρύβουν πάντα την ύψιστη ιδιοτέλεια. Οι γονείς πασχίζουν για τη συνέχιση του είναι τους, όταν τα παιδιά ονειρεύονται μια αυτούσια αρχή και είναι αυτή η σκληρή πραγματικότητα που τους οδηγεί στην αίσθηση της αποξένωσης» (σελ. 11). Ο συγγραφέας τονίζει πως: «Είναι σχεδόν αποτρόπαιο να καταλήγουμε οι γονείς μας αλλά ίσως είναι και αναπόφευκτο» (σελ. 25). Ποιος έχει τελικά τη μεγαλύτερη ευθύνη για τις αδυναμίες μας και πώς μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας χωρίς δεκανίκια; Πόσο δύσκολο είναι να καταφέρουμε να αποτινάξουμε τη σκιά των γονιών μας και να συνεχίσουμε ελεύθεροι στη δική μας ζωή;
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«…ο χρόνος έχει ην ιδιότητα να παίρνει το σχήμα που του δίνουν τα συναισθήματα…» (σελ. 19).
«Έρωτας σημαίνει ανυπακοή αλλά και αποστέρηση, γεγονός που δεν συνάδει με την εποχή αυτή της αγελοποίησης και την ίδια στιγμή της απόλυτης απομόνωσης, που τα θέλει όλα εδώ και τώρα, χωρίς κόπο και περιττές θυσίες» (σελ. 71).
«Δεν ωφελεί κανέναν τόση σκληρότητα. Απέναντι στον εαυτό μας οφείλουμε να είμαστε έντιμοι και επιεικείς. Στο τέλος της ημέρας είμαστε μονάχα άνθρωποι. Τίποτα παραπάνω» (σελ. 95).
«Οι άνθρωποι δεν γερνούν όταν τα χρόνια περάσουν αλλά όταν σταματήσουν να στέκονται με απλότητα και ανυπομονησία απέναντι στη ζωή και στον έρωτα» (σελ. 122).