Ένας συνταξιούχος ιδιωτικός ερευνητής προσπαθεί να συνέλθει από τον θάνατο της συζύγου του, η οποία σε όραμα του ζητά να μεταβεί στο Άγιο Όρος για να της ανάψει ένα κεράκι. Καταπονημένος σωματικά και χωρίς ιδιαίτερες σχέσεις με τη θρησκεία, αποφασίζει να ταξιδέψει ως το Περιβόλι της Παναγίας, μόνο που εκεί θα βρεθεί μπλεγμένος με μια σειρά φόνων που αναστατώνουν τη μονή που τον φιλοξενεί.
Βιβλίο Σκιές πάνω από το Όρος
Συγγραφέας Άγγελος Χαριάτης
Κατηγορία Αστυνομικό μυθιστόρημα
Εκδότης Κύφαντα
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Ο Άγγελος Χαριάτης επέλεξε για πρωταγωνιστή του έναν διαφορετικό ήρωα, που αντιβαίνει στα συνηθισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αστυνομικής λογοτεχνίας, όπου συναντάμε κυρίως έξυπνους, εύστροφους και γοητευτικούς αστυνομικούς ή άτομα με ψυχολογικά προβλήματα και εξαρτήσεις. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με ένα γεροντάκι που τρίζουν τα κόκαλά του, που φοράει μασέλα, που περιμένει τη λύτρωση του θανάτου όχι τόσο για να βρει τη γυναίκα του ξανά όσο για να ολοκληρωθεί νομοτελειακά ο κύκλος της ζωής του. Ο Ιούλιος Φέρτης είναι απαισιόδοξος: «Αυτή ήταν η ζωή. Μια θάλασσα θλίψης, μια φουρτουνιασμένη θάλασσα με μικρά διαστήματα νηνεμίας. Αν η ζωή είχε γεύση, αυτή θα ήταν στιφή» (σελ. 10). Κι όμως: «Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε περάσει προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τον άνθρωπο και τις πράξεις, τα αίτια και τα αιτιατά που οδηγούσαν στην πράξη, στην όποια πράξη, καλή ή κακή» (σελ. 14). Μετά τον θάνατο της γυναίκας του: «Είχε αρχίσει να συνηθίζει στην ιδέα… ότι ο χρόνος του είχε τελειώσει, ότι κάθε ημέρα που ξημέρωνε ήταν ακόμη μια πρόβα θανάτου» (σελ. 71). Μόνιμη συντροφιά του η σιωπή του και η μοναξιά, μια καθημερινή ρουτίνα (ψωμί και φαγητό απ’ έξω, ένα περιοδικό μυστηρίου από το περίπτερο), κι όμως κάποτε στην καριέρα του είχε διαλευκάνει πολλές και σημαντικές υποθέσεις. Ο συγγραφέας μάς βάζει για τα καλά στη ζωή και στην ψυχοσύνθεση ενός ηλικιωμένου ανθρώπου, με περιγραφές και λεπτομέρειες που δίνουν αυθεντικότητα και ρεαλισμό και βοηθάνε στην καλύτερη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του.
Κάποια στιγμή βλέπει τη γυναίκα του στον ύπνο του να του ζητάει ν’ ανάψει ένα κερί για κείνη στο Άγιο Όρος κι αρχίζει ένα δύσκολο για τη σωματική του κατάσταση ταξίδι. Δεν είναι θρησκευόμενος ούτε θρησκόληπτος, δεν είναι αγνωστικιστής ούτε και άθεος αλλά καταλαβαίνει πως πρέπει να πάει: «Είχε μάθει να ακολουθεί και να πιστεύει τα σημάδια… ως επακόλουθο του πεπρωμένου». Στο μοναστήρι όπου καταλύει, αποφασισμένος να μείνει μόνο ένα βράδυ και να ξεμπερδεύει, αρχίζει μια σειρά από φόνους που αναστατώνουν τους μοναχούς. Καλόγεροι αρχίζουν να δολοφονούνται ένας ένας και να εντοπίζονται σε διάφορες θέσεις θανάτου ενώ σε όλους λείπουν το κουκούλι και το καμηλαύκι κι ένα κομμάτι από το εξώρασο. Ποιος τους βγάζει από τη μέση και γιατί; Ο ένοχος κρύβεται στη μονή ή είναι επισκέπτης; Τι υπάρχει στα ρούχα που λείπουν; Ο δολοφόνος δεν φαίνεται να είναι serial killer, δεν ακολουθεί συγκεκριμένο μοτίβο δολοφονιών αλλά κάτι ψάχνει, έχει ένα σχέδιο στο μυαλό του και προσπαθεί να το φέρει εις πέρας, επομένως ποιος είναι ο σκοπός του και γιατί πρέπει να βγάζει από τη μέση ανθρώπους που ουσιαστικά δεν έβλαψαν κανέναν;
Η πλοκή ξετυλίγεται κυρίως από φόνο σε φόνο και με τα στοιχεία που καταφέρνει να συγκεντρώσει ο Ιούλιος σταδιακά για να εντοπίσει τον ένοχο, οπότε δεν έχουμε ιδιαίτερες γνωριμίες με τους καλογέρους παρά μόνο κάποιων το παρελθόν και πώς έφτασαν στην απόφαση του μοναχισμού. Ο αρχοντάρης Σωφρόνιος, ο ήρεμος, καλοσυνάτος και ψύχραιμος Εφραίμ, ο ηγούμενος Ακάκιος, με βλέμμα που συγκεντρώνει όλη την αγάπη που κρύβει μέσα του και ταυτόχρονα τη διοχετεύει γύρω του απλόχερα, ο οποίος μάλιστα δέχεται την παρουσία του Ιούλιου ως σημάδι από την Παναγία, εξ ου και του αναθέτει τις έρευνες και ο ψύχραιμος και κυνικός, ετοιμόλογος και γλωσσάς, Παχούμιος, ένα πλάσμα σχεδόν ξεκάρφωτο από τον συνολικό περίγυρο, με μειωμένο δείκτη ευφυίας, «σαλός εν Χριστώ», «ένα πρόβατο χαμένο και μπερδεμένο μέσα στην ασφάλεια του μαντριού», που θα αποτελέσει και τον άτυπο βοηθό στις έρευνες, είναι κυρίως οι ήρωες του βιβλίου. Βρήκα πολύ καλές και παραστατικές τις περιγραφές του Αγίου Όρους για τον τρόπο άφιξης, μετάβασης και μετακίνησης στο Περιβόλι της Παναγίας, για την καθημερινότητα στις μονές, με τις λειτουργίες, το λιτό φαγητό, το αυστηρό πρόγραμμα, και ωραίες τις περιγραφές της γαλήνης που βρίσκει κανείς στο μέρος εκείνο ενώ πραγματολογικά και εγκυκλοπαιδικά στοιχεία δείχνουν τη μελέτη του συγγραφέα πάνω στον τόπο και στους ανθρώπους του. Τέλος, συχνή αλλά προσεγμένη χρήση παράδοξων και πρωτότυπων μεταφορών χαρίζουν μια προσωπική ταυτότητα στη γραφή: «σαν τρομαγμένοι τζίτζικες που συνειδητοποιούσαν αργά τον ερχομό του χειμώνα κι έτρεχαν να προλάβουν ό,τι μπορούσαν» (σελ. 28), «κουνούπια-αμφορείς αίματος» (σελ. 37), «είχαν κρεμάσει τα μούτρα τους σαν ώριμα σταφύλια σε κληματαριά τέλος Σεπτεμβρίου» (σελ. 113) κ. ά.
«Σκιές πάνω από το Όρος» αναστατώνουν τα μέλη μιας ήσυχης κοινότητας που είναι αφιερωμένη στον Θεό. Ποιος θέλει να κάνει κακό σε ανθρώπους που κατέφυγαν στο Άγιο Όρος για να γαληνέψει η ψυχή τους και ν’ αφήσουν πίσω τους τα εγκόσμια; Ποιο μυστικό κρύβεται βαθιά στα έγκατα του μοναστηριού και δεν πρέπει να βγει στο φως; Υπάρχει τρόπος να λυθεί το άβατο; Κι αν ναι ποιος θα εμποδίσει κάτι τέτοιο με κάθε κόστος; Ο Ιούλιος Φέρτης θα προσπαθήσει όσο και όπως μπορεί να ρίξει φως στο μυστήριο.