Με αφορμή τα Σεπτεμβριανά του 1955 οι ήρωες του μυθιστορήματος θα ζήσουν καταστάσεις που θ’ ανατρέψουν οριστικά την καθημερινότητά τους κι όσο προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους διάφορα γεγονότα θα τους φέρουν αντιμέτωπους με το παρελθόν τους, με απρόσμενες επιλογές μα πάνω απ’ όλα με τον ίδιο τους τον εαυτό και τα μυστικά που προσπαθούν να κρύψουν. Το 1964, με την οριστική απομάκρυνση μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού, τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο και το τέλος ίσως να μην είναι μια καινούργια αρχή για όλους.
Βιβλίο Σειρήνες του Βοσπόρου
Συγγραφέας Μαίρη Μαγουλά
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Χάρτινη Πόλη
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Η Μαίρη Μαγουλά έγραψε και πάλι ένα μυθιστόρημα-φόρο τιμής στον ελληνισμό της Πόλης. Μας ρίχνει από την αρχή στην καρδιά των σκληρών γεγονότων που βίωσαν αυτοί οι άνθρωποι τη νύχτα της 6ης προς 7 Σεπτεμβρίου 1955 και ξετυλίγει την ιστορία της από κει και πέρα, μεταφέροντάς μας όμως και στο παρελθόν με ενδιάμεσα πρωθύστερα. Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου μάς συστήνονται και μας περιγράφουν πού βρίσκονταν, τι έκαναν, τι έζησαν, πώς γλύτωσαν εκείνη τη νύχτα. Τα στίφη των Τούρκων επιτέθηκαν στα μαγαζιά τους, στα σπίτια τους και στις περιουσίες τους και τους κατέστρεψαν ψυχολογικά και οικονομικά. Παρακολουθούμε λοιπόν τη νέα τους καθημερινότητα ενώ ταυτόχρονα επιστρέφουμε στο παρελθόν τους για να γνωρίσουμε τις οικογενειακές τους καταβολές και να κατανοήσουμε ποια είναι η προσωπικότητά τους και η ψυχοσύνθεσή τους, να «δικαιολογήσουμε» τις αντιδράσεις τους στις νέες καταστάσεις που βιώνουν και μέσω αυτών των αναμνήσεων ξεπηδούν υπέροχες, τρυφερές μα και σκληρές παραστατικές εικόνες του ελληνισμού της Πόλης μετά τον πόλεμο. Άνθρωποι που επαναστάτησαν, που καταπιέστηκαν και τώρα πνίγονται, που εξαπατήθηκαν, που γέμισαν αγάπη και προσδοκίες, μετά από κείνο τον Σεπτέμβριο θα έρθουν αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεών τους, απότοκων της μαύρης νύχτας του ελληνισμού της Πόλης, και με τον πραγματικό τους εαυτό που κρυβόταν κάτω από την επίπλαστη ευτυχισμένη ρουτίνα.
Η Βιολέτα Μοδινού σκέφτεται με πίκρα και πόνο έναν άντρα που έπαψε ξαφνικά να της γράφει, έχοντας διαλέξει να συμπαρασταθεί στην άρρωστη γυναίκα του. Η Βιολέτα βυθίζεται στην κατάθλιψη προσμένοντάς τον παρ’ όλ’ αυτά, κάνοντας βόλτες στο Τζιχανγκίρι. Τη μοιραία βραδιά πέφτει θύμα βιασμού όσο η γιαγιά της, Αννίκα, προσπαθεί να σώσει το σπιτικό τους. Μετά τον βιασμό της τη φροντίζει ο πιστός της φίλος, Αναστάσης, κι ενώ προσπαθεί να συνέλθει από την ατίμωση, επιστρέφει ο Λουκάς, τον οποίο αποφεύγει ντροπιασμένη. Σύντομα όμως θα μάθει κάτι που θα την αναγκάσει να παίξει με τα αισθήματα του Αναστάση, με αποτέλεσμα να οδηγήσει τη γιαγιά Αννίκα με το πεντακάθαρο μυαλό, σε παραλήρημα: «Κι εσύ σίγουρα θα χρειαστείς βοήθεια γι’ αυτά που θα σε βρουν», λέει στην εγγονή της κάποια στιγμή.
Ο Στέφανος Βλαστός έχει πάρει την απόφαση να αυτοκτονήσει και ετοιμάζεται να την υλοποιήσει. Ζει σε μια πολυκατοικία ανάμεσα σε Λεβαντίνους, Αρμένιους, Εβραίους, Ρούσους και Ρωμιούς, «με συνδετικό κρίκο αυτήν την παράξενη ανθρώπινη σχέση που αναπτύσσεται από την καθημερινή και αναγκαία συναναστροφή μεταξύ τους». Τη στιγμή που βγαίνει στη λεωφόρο του Πέραν όμως εισβάλλουν τα στίφη που θα καταστρέψουν τις ελληνικές περιουσίες του δρόμου και των γύρων στενών και σπεύδει να γυρίσει στο σπίτι του, όπου βρίσκει έναν τρομοκρατημένο έφηβο, τον Ελπιδοφόρο, «ένα μικρό πουλί που κυνηγά μια ζεστή φωλιά και ταυτόχρονα ένα αγριεμένο, πριν την ώρα του μεγαλωμένο, αρσενικό». Σταδιακά γεννιέται μια γερή φιλία ανάμεσά τους, ειδικά από τη στιγμή που ο Στέφανος ανακαλύπτει τη σκληρή προσωπική ιστορία του παιδιού. Τελικά τον υιοθετεί και τον κάνει βοηθό στο κατάστημα που κατάφερε να ξανανοίξει, σύντομα όμως το σκοτεινό μυστικό του θα μπει ανάμεσά τους με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Ο Ντιντιέ Μορέλ είναι ένας ανάπηρος Γάλλος συγγραφέας που έχει ξεμείνει από έμπνευση: «Οι ιστορίες που είχα στο μυαλό μου νιώθω πως εξαντλήθηκαν. Θεωρώ πως τις είπα με όσους τρόπους ήξερα» (σελ. 23). Πρέπει όμως να γράψει κάτι, για να βγάλει από μέσα του όσα αναταράσσουν την ψυχή του και να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και τον χρόνο. Η Πόλη, με τον δικό της πολιτισμό και την ξεχωριστή της αισθητική, τον εμπνέει. Είναι ένας χαρακτήρας που αγάπησα πολύ γιατί μεγάλωσε με μια μάνα που του στέρησε το χάδι κι έναν πατέρα που υπάκουε στις εντολές της. Ποτέ δε γεύτηκε την επιβράβευση, ποτέ δεν αφέθηκε να ακολουθήσει τις δικές του επιθυμίες. Ο Εβραίος υπηρέτης του, Λουί Βαρούχ, δουλεύει χρόνια μαζί του, από το Παρίσι ακόμη, τον αγαπά και κατανοεί τη σκληρή κα άδικη συμπεριφορά του απέναντί του. «Σώμα και ψυχή τιμωρημένα» λοιπόν για τον Ντιντιέ, τον οποίο επισκέπτονται ζωγραφιές μνήμης αλλά κανένα αίσθημα δε σκιρτά μέσα του. «Άλλο ένα ίδιο βράδυ, απελπιστικά μοναχικό, αφημένος στον ασφυκτικό κλοιό των δικών μου δαιμόνων» (σελ. 165). Ο συγγραφέας έχει χαμηλή αυτοπεποίθηση, ειδικά μετά το ατύχημα που τον άφησε ανάπηρο ώσπου εισβάλλει στη ζωή του η Μαρίνα Αλιμπράντη και τον αναστατώνει, ανατρέποντας την ήρεμη και νωχελική ως τότε ρουτίνα του που τόσο είχε αγαπήσει. Θα καταφέρει λοιπόν να βρει τη γαλήνη μέσα του και να σταθεί ξανά στα πόδια του, κυριολεκτικά και μεταφορικά;

Η Αιμιλία Αμπατζόγλου είναι μητέρα δύο παιδιών και σύζυγος του Μάρκου που είχε ένα ατύχημα στο εργοστάσιο κι ώσπου να γίνει καλά κάθεται στο σπίτι, οπότε δεν έχουν έσοδα. Λίγες ώρες πριν ξεσπάσουν τα Σεπτεμβριανά καλεί στο σπίτι της για φαγητό τον διάκονο Χριστόφορο που είχε στείλει η κοινότητα της εκκλησίας από ενδιαφέρον για τη ζωή της οικογένειάς της, όπως κάνει για όλους τους απόρους του ποιμνίου. Τα στίφη των Τούρκων τής δίνουν αποφασιστικότητα και δύναμη να σώσει τον ιερωμένο κι αυτό είναι η αρχή ενός έρωτα που θα φέρει τα πάνω κάτω στην ψυχή και στη ζωή της. Είναι μια γυναίκα που συμβιβάστηκε με τον Μάρκο αλλά το κενό απλώνεται γύρω της και μέσα της, ζώντας μια επίπλαστη ευτυχία που έχει κατασκευάσει ο εγωισμός της. Ανεμελιά, ξεγνοιασιά, έρωτας, αυτά της λείπουν, νιώθει πως είναι πολύ νέα ακόμη για να τ’ απαρνηθεί κι ίσως η ανάγκη της γι’ αυτά να τα τοποθέτησε στο πρόσωπο του Χριστόφορου, εξ ου και ο παράλογος έρωτας. Από την άλλη, ο Χριστόφορος μεγάλωσε στο Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου, όπου τα παιδιά «είχαν μάθει να μην αναζητούν κάτι που ποτέ δεν είχαν γνωρίσει ώστε να νιώσουν την έλλειψή του» (σελ. 183) και είναι ταγμένος από μικρός στον Θεό, υπάρχει περίπτωση όμως να αφεθεί να του ξυπνήσει η Αιμιλία πρωτόγνωρα αισθήματα;
Η συγγραφέας καταγράφει με αντικειμενικότητα τα γεγονότα και τα συναισθήματα Ελλήνων και Τούρκων. Ακόμη κι αν οι Τούρκοι βοήθησαν κόσμο, «Ρωμιοί και Τούρκοι δεν θα γίνουμε ποτέ φίλοι, πρέπει όμως να μάθουμε να συμβιώνουμε αρμονικά… Δεν θέλουμε βαρβαρότητες κι αδικίες. Γι’ αυτό σας βοηθήσαμε» (σελ. 83). Στα δέκα περίπου χρόνια όπου επικεντρώνεται η υπόθεση του βιβλίου (1955-1964) αλλάζουν πολλά και οι εναλλαγές των εποχών δίνονται με διακριτική λυρικότητα και με αξιέπαινη παρατηρητικότητα. Η ρωμαίικη κοινότητα ήταν η πλουσιότερη και πιο εκλεπτυσμένη της Πόλης, με τις λέσχες, τα εστιατόρια, τα ξενοδοχεία και τα θέατρα να θαμπώνουν τη ματιά. Και τώρα τι γίνεται; Από την άλλη, η φωνή του γιαουρτσή δείχνει πως μπήκε για τα καλά το φθινόπωρο, το σαλέπι συντροφεύει τους διαβάτες τον χειμώνα, η άνοιξη γελάει στον παράδεισο της Πριγκήπου. Γαλατάς, Σίρκετζι, Πέραν, Γαλατασαράι, Αγά τζαμί, Ζάππειο, Τούνελ, Αγία Τριάδα, Τζιχανγκίρι, Μπεμπέκ, Ταταύλα, το κακόφημο Αμπανόζ και τόσα άλλα μέρη είναι τα σημεία όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των ηρώων του μυθιστορήματος και αναδίδουν μια όμορφη, νοσταλγική εικόνα γεμάτη χρώματα, μυρωδιές και γεύσεις. Οι χαρές εναλλάσσονται με τις λύπες, η προσευχή του ιμάμη με τις χριστιανικές καμπάνες και μένουν αξέχαστες στην αναγνωστική μνήμη δυνατές σκηνές, όπως αυτή που Ρωμιοί τραγουδάνε πάνω από τα χαλάσματα των καταστημάτων τους, κάνοντας τον πόνο τους τραγούδι για ν’ αντέξουν κι όταν ένας Τούρκος ζητά προκλητικά την παραγγελία του από τον ράφτη ανάμεσά τους, τον ακούει να του λέει: «-Όλα εδώ πεταμένα στον δρόμο είναι. Ψάξτε και, όταν τα βρείτε, να τα πάρετε, μπέη εφέντη. Παράδες δεν θέλω, δώρο σας τα κάνω» (σελ. 68)! Ποια ήταν η στάση της ελληνικής κυβέρνησης σε όλα αυτά; «Οι Τούρκοι δεν καταλαβαίνουν απ’ αυτά, στρώνουν το έδαφος βήμα βήμα να μας εξοντώσουν και στην πατρίδα ξοδεύουν χαρτί και μελάνι σε διακοινώσεις και αόριστες υποσχέσεις» (σελ. 121).
«Οι Σειρήνες του Βοσπόρου» είναι η αντικειμενική καταγραφή του επιθανάτιου ρόγχου του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης μέσα από καθημερινές, ανατρεπτικές ιστορίες απλών ανθρώπων που βλέπουν την ήρεμη ως τότε ζωή τους να γκρεμίζεται σταδιακά ενώ ταυτόχρονα αλλάζουν οι προτεραιότητες, οι προσδοκίες και τα όνειρά τους. Προσεκτική χρήση της ιδιολέκτου, διεισδυτικά ψυχογραφήματα, έξυπνες και πρωτότυπες ανατροπές, εναλλαγές πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης, καλοσχεδιασμένη πλοκή είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά του βιβλίου. Ταυτόχρονα, έχουμε καταγραφή των πολιτικών γεγονότων σε Τουρκία και Ελλάδα που ακολούθησαν τα Σεπτεμβριανά και την κλιμάκωση που οδήγησε στην εκτέλεση του Μεντερές και στην απέλαση των Ελλήνων με αποσπάσματα ελληνικών εφημερίδων και με επεξηγηματικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου για όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα. Θα υποκύψουν οι ήρωες του βιβλίου στις Σειρήνες του Βοσπόρου ή θα γλυτώσουν; Και με τι συνέπειες; Γέλιο και δάκρυ, αγωνία και ανατροπές με κράτησαν ως την τελευταία σελίδα.