Εκείνος φτάνει στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου, εκείνη τον φωτογραφίζει για την αρραβωνιαστικιά του. Και στο βλέμμα του αυτή η καταραμένη λάμψη, που έρωτα τη λένε. Μόνο που δε σκεφτόταν τη μέλλουσα γυναίκα του, τη φωτογράφο αντίκριζε.
Βιβλίο Ο κήπος των μικρών θεών
Συγγραφέας Σοφία Βόικου
Κατηγορία Ιστορικό μυθιστόρημα / Ρομαντικό μυθιστόρημα
Εκδότης Ψυχογιός
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Η Σοφία Βόικου μας ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα για να μας τη συστήσει σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια, να μας περπατήσει από τη λεωφόρο Νίκης, πρώην Μπεγιάζ Κουλέ, ως τα χέρσα χωράφια του Ζέιτενλικ που γεμίζουν με τους Γάλλους στρατιώτες του Σαράιγ εν τω μέσω του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου. Μια πολυπολιτισμική πόλη που φιλοξενεί ένα πολύχρωμο ανθρώπινο μελίσσι και αλλάζει συνεχώς ώσπου τελικά ο πόλεμος τη μετατρέπει «από Ιερουσαλήμ σε ερωτική πόλη», γεμάτη πόρνες λογιών λογιών στις οποίες ξεδίνουν οι ξένοι φαντάροι ξεγλιστρώντας από τα στρατόπεδά τους (παρήχηση του ξ, ξέρω). Μια πόλη που σύντομα θα περιέλθει και τυπικά στη δικαιοδοσία του Σαράιγ όσο η Αθήνα καμαρώνει για την ουδετερότητά της στον πόλεμο, τόσο γεμάτη ασωτία που ίσως γι’ αυτό να την τιμώρησε ο Θεός με την πυρκαγιά του 1917. Ιδού τα χίλια της πρόσωπα: «από τη μια ήταν ένα τεράστιο περιχαρακωμένο στρατόπεδο, την άλλη άντρο κατασκόπων, την επομένη ένα ξέφρενο μπαλ μασκέ και την παράλλη ένα εμπορικό αλισβερίσι» (σελ. 113).
Σε αυτό το μέρος ξεμπαρκάρει ο Στεφάν με τη φάλαγγά του. Περιζήτητος γαμπρός στην Μπουρζ, κατάφερε να ρίξει πολλές γυναίκες στο κρεβάτι του, ώσπου η μητέρα του αποφασίζει να τον παντρέψει, μόνο που μετά τον αρραβώνα του ξεσπάει ο Μεγάλος Πόλεμος κι έτσι ο Στεφάν στρατολογείται. Από την Καλλίπολη στη Θεσσαλονίκη, δυο εντελώς διαφορετικοί προορισμοί, η κόλαση από τη μια με το αίμα, τις πληγές, τη βρώμα, το καρτέρι του θανάτου και ο παράδεισος από την άλλη. Στρατοπεδεύουν στο Ζέιτενλικ, στα περίχωρα, σ’ έναν χέρσο τόπο που καθημερινά υποδέχεται και νέους ξένους στρατιώτες, όπου στήνονται μικρές πολιτείες που προδίδουν την εθνικότητα των προσωρινών ενοίκων τους. Στο πλάι του Στεφάν, είναι ο καλός του φίλος, ο αναλφάβητος Αντρέ Αρτουά, που δεν έχει κανέναν να του γράψει λόγω αγραμματοσύνης και παρακαλεί τον φίλο του, Στεφάν, να του διαβάζει τα γράμματα της αρραβωνιαστικιάς του, ώστε να ονειρευτεί πως βρίσκεται πίσω στον τόπο του και πως ακούει τη φωνή της μάνας του. Ανατρίχιασα και δάκρυσα όταν τελικά ήρθε γράμμα γι’ αυτόν κι έβαλε τα κλάματα: «-Ποιος πέθανε, Στεφάν; Ποιος;»! Απλός, αυθόρμητος, αφελής και διορατικός: «-Μη σε ξεγελάει η Σαλονίκη, είναι βρομότοπος που θα μας ρουφήξει όλους στη λάσπη του» (σελ. 146).
Αυτό το μελισσολόι παρακολουθεί η Ραχήλ Ναχμία, κόρη επιφανούς φωτογράφου της πόλης, μια νέα κοπέλα, καλόγνωμη με τους πελάτες, που εκστασιάζεται μέχρι να εμφανιστεί η φωτογραφία, αν και ανάβει και κορώνει με την πρώτη ευκαιρία. Λατρεύει το αντικείμενό της, νιώθει μια μικρή θεά όταν εμφανίζει τις πλάκες, αισθάνεται πως άγνωστοι άνθρωποι της αποκαλύπτουν τα πιο μύχια μυστικά τους κι εκείνη έχει τη δύναμη να επεμβαίνει στην εικόνα των άλλων. Η φωτογραφία είναι τέχνη, θέλει δουλειά κι αισθητικό κριτήριο, «μάτι», αφοσίωση, ο φακός δεν αποτυπώνει απλά τους ανθρώπους σαν καθρέφτης, τους ωραιοποιεί «στη μνήμη του χρόνου». Η μητέρα της Ραχήλ, Αλίνα, όμως είναι απογοητευμένη από τον τρόπο που τη μεγαλώνει ο άντρας της, ο Τζέκο, και καταλαβαίνει πως της έχει δώσει μεγάλη ελευθερία, αλλά δεν ξέρει τι να κάνει. Η ζωή τους αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη και συνεχώς: πρώτα η απελευθέρωση, μετά η απόβαση των ξένων δυνάμεων που έφερε έλλειψη προμηθειών και πείνα, στη συνέχεια ο βομβαρδισμός από το ζέπελιν, όλα αυτά γονατίζουν τον κόσμο.
Ο Στεφάν και η Ραχήλ θα γνωριστούν όταν η αρραβωνιαστικιά εκείνου αρχίζει να ζητά επίμονα μια φωτογραφία του, πανικόβλητη από την ιδέα ότι η μορφή του ξεθωριάζει στο μυαλό της. Είναι δύο άνθρωποι με διαφορετικές καταβολές που αλλάζουν χωρίς να το θέλουν όσο προχωράει το μυθιστόρημα, ξεκινάνε αλλιώς κι αλλιώς καταλήγουν ως άνθρωποι ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούμε τη μοναξιά και την κατάθλιψη της Εριέττας Φομπούρ πίσω στην Μπουρζ και την οικονομική καταστροφή που επέφερε ο πόλεμος στην περιουσία του τραπεζίτη πατέρα της. Η Ραχήλ πειθαναγκάζεται να παντρευτεί κάποιον που δεν ξέρει, ο Στεφάν κερδίζει την εμπιστοσύνη ενός χειρουργού και μετατίθεται στο φορητό νοσοκομείο ώσπου μια οβίδα θα του καταστρέψει για πάντα τη ζωή. Οι εξελίξεις και οι ανατροπές είναι απανωτές και το κείμενο γεμίζει από υπέροχες παρομοιώσεις και μεταφορές: «…η θάλασσα έμοιαζε να βράζει και να βγάζει ατμούς σαν να ήταν η κατσαρόλα της νόνας όταν μαγείρευε κοτόπουλο στιφάδο» (σελ. 149). Μάλιστα, βρήκα έξυπνη την κίνηση της συγγραφέως να προχωρήσει γρήγορα αλλά όχι βιαστικά στις ζωές των ηρώων της μετά τη λήξη του πολέμου μέσα από σύντομες πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των χαρακτήρων κι έτσι βουτάμε δίχως ανάσα στο δεύτερο μέρος, όπου η μία έκπληξη διαδέχεται την άλλη και η ιστορία μπαίνει σε νέα μονοπάτια.
Η Σοφία Βόικου έγραψε ένα δυνατό, τρυφερό, συγκινητικό μυθιστόρημα που αποφεύγει τους σκοπέλους των κλισέ και δεν επιβαρύνεται με περιττές ιστορίες και σχοινοτενείς ή αχρείαστες εξελίξεις. Έχουμε έναν απαγορευμένο έρωτα που φυσικά συναντάει εμπόδια, άψογα ψυχογραφήματα ανθρώπων που ζουν την κόλαση του πολέμου και σημαντικές διαχρονικές αλήθειες. Πώς επιβιώνεις σε μια κλειστή κοινωνία ξεχωρίζοντας σαν τη μύγα μες στο γάλα; Πώς αντέχεις να ζεις σε καιρό ειρήνης με κάτι που θυμίζει στον κόσμο τον πόλεμο; Πόσο εύκολα οι άνθρωποι που σε ποθούσαν τώρα σε οικτίρουν; Ο απαγορευμένος έρωτας του Γάλλου αξιωματικού με την Εβραία κοπέλα τινάζει στον αέρα ό,τι απέμεινε κι ύστερα από το φριχτό ατύχημα του Στεφάν η δράση μεταφέρεται στη Γαλλία, όπου από τη μια βλέπουμε τις προσπάθειες του στρατιώτη να ξανακουμπώσει στη ζωή της οικογένειας και του τόπου του, από την άλλη η Ραχήλ καταφέρνει να συνεχίσει το όνειρό της, κάνοντας στην κυριολεξία θαύματα. «Ο κήπος των μικρών θεών» που κατάφερε να δημιουργήσει στο Παρίσι μου έφερε δάκρυα στα μάτια και μου έδειξε πως υπάρχουν άνθρωποι που ανιδιοτελώς μπορούν να σου προσφέρουν τη χαρά. Όταν διασταυρωθούν ξανά οι δρόμοι αυτών των δύο ανθρώπων, τα πάντα θα έχουν αλλάξει γύρω τους και μέσα τους.
«Ο κήπος των μικρών θεών» είναι ένα μυθιστόρημα για τους «κηπουρούς της Θεσσαλονίκης», για τους γενναίους στρατιώτες που πολέμησαν σκληρά στο Μακεδονικό Μέτωπο αλλά τους έμεινε ως στίγμα αυτή η φράση λόγω των ήρεμων πρώτων ημερών στη συμπρωτεύουσα. Ταυτόχρονα, είναι κι ένα διαφορετικό ρομαντικό μυθιστόρημα, με έξυπνο χειρισμό της πλοκής, απρόσμενες εξελίξεις και δυνατές, κινηματογραφικές σκηνές, με τη Ραχήλ και τον Στεφάν να προσπαθούν να βρουν πρωτίστως τον εαυτό τους όσο δοκιμάζονται σε σκληρές και πρωτόγνωρες συνθήκες και δευτερευόντως ο ένας τον άλλον μέσα στη λαίλαπα ενός πολέμου και μιας κοινωνίας που αποστρέφει το πρόσωπό της από κάθε τι που της θυμίζει τον πόλεμο. Μου άρεσε πολύ η επιλογή του τέλους, όπου η συγγραφέας σταματάει σε καίριο σημείο την ιστορία, χαρίζοντάς μιας μια γλυκύτητα και μια απαλότητα που ταιριάζει στον έρωτα του Στεφάν και της Ραχήλ ενώ στη συνέχεια παίρνει τη σκυτάλη η ίδια με τρόπο που συνδέει το χτες με το σήμερα, την αλήθεια με τη μυθοπλασία. Ένας ύμνος στην ανθρωπιά και στη δοτικότητα, ένα αντίδοτο στη βία και την αποκτήνωση του πολέμου.