ΚΑΠΡΑΓΙΑ

Μια γυναίκα φοβάται πως είναι δαιμονισμένη και πνίγει τα παιδιά της για να μην κληρονομήσουν το κακό. Ένας θαλασσοδαρμένος λοστρόμος αράζει μόνιμα στο λιμάνι κι απαρνείται τις θάλασσες για τα μάτια ενός απαγορευμένου έρωτα. Ένα κορίτσι συναντά μια μυστηριώδη φίλη. Ένα σκοτεινό σύννεφο στέκει πάνω από την ξεχασμένη σχεδόν ναυτομάνα Καπράγια και θολώνει την κρίση των κατοίκων. Υπάρχουν κατάρες ή φταίνε μόνο τα λάθη μας; Τι ρόλο παίζει η γυναίκα στη ζωή του άντρα και σε τι φταίνε οι επόμενες γενιές; Ποιος θα νικήσει, η δεισιδαιμονία ή ο ρεαλισμός;

Βιβλίο Καπράγια
Συγγραφέας Πέμη Γκανά
Κατηγορία
Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Πνοή
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Πρόκειται για ένα δυνατό μυθιστόρημα με χαρακτήρες που παγιδεύονται στη μοίρα τους και ξεσπάνε για τα δικά τους λάθη και κρίματα σε αθώους αλλά και φταίχτες άλλων δεινών, με χαρακτήρες που είναι παγιδευμένοι σε απομονωμένους βράχους είτε πραγματικούς είτε μεταφορικούς και δε βρίσκουν διέξοδο από τη μαυρίλα και τη μιζέρια της ζωής τους. Διαδραματίζεται στο ιταλικό νησί Καπράγια από το 1910 ως το 1914 και είναι γεμάτο από αξέχαστες σκηνές, δυνατά αισθήματα, ρεαλισμό και εκπλήξεις.

Η Ρομίνα Μπρούνο είναι 12 ετών, ζει στο νησί με τους γονείς της, Μάσιμο και Αντονίνα, και με τη νόνα Γκρατσιέλα, προγιαγιά της από τη μεριά της μαμάς της. Η Αντονίνα ακούει φωνές που ουρλιάζουν και την κοροϊδεύουν και πιστεύει πως αυτή είναι η οικογενειακή τους κατάρα που κληρονομείται από γενιά σε γενιά. Όταν γέννησε τη Ρομίνα, οι φωνές έπαψαν αλλά στην πρώτη μετάληψη του παιδιού έγινε κάτι αναπάντεχο. Άτυχο, κακορίζικο, σημαδεμένο και σακάτικο, έτσι την αποκαλεί όλη την ώρα η νόνα της. Τα χρόνια θα περάσουν από πάνω της σφυρηλατώντας έναν ξεχωριστό χαρακτήρα και θα τη φέρουν αντιμέτωπη με κάτι προδιαγεγραμμένο. Δίπλα της, έχει τη Στέλλα, που  ζει σε οικογένεια με εννιά αδέρφια και μια νόνα που καταφέρεται εναντίον της μητέρας του παιδιού συχνά. Μαζί θα μεγαλώσουν, θα επιλέξουν, θα σχεδιάσουν και θα φάνε τα απανωτά χαστούκια που θα αλλάξουν για πάντα τον ψυχισμό τους. Στα πόδια τους θα μπλεχτεί η Οφέλια, ένα συνομήλικο κορίτσι με μυστηριώδη συμπεριφορά και άγρια πράσινα μάτια. «-Είμαι ό,τι φοβάσαι, είμαι ό,τι όλοι αυτοί φοβούνται, είμαι ό,τι σου κρύβουν και ό,τι προσπαθούν να θάψουν στη λήθη» (σελ. 22-23).

Οι γυναίκες στο νησί τραβούν τα βάσανα του νοικοκυριού και μιας ζωής χωρίς πρωτοβουλίες. Η συγγραφέας στήνει δίπλα στα δύο κορίτσια ενδιαφέρουσες ηρωίδες που υποκύπτουν ή αντιστέκονται, δρουν παρορμητικά ή υποτάσσονται. Κάποιες είναι σκληρές, κάποιες τρυφερές, με τους περισσότερους συζύγους να φεύγουν για χρόνια σε μπάρκα ή να θαλασσοπνίγονται. «Καλοκάγαθες στρουμπουλές κουτσομπόλες όλες τους. Τρομαγμένες κάτω απ’ το χέρι του άντρα και τα δεσμά της Καπράγιας… Γεννημένες να υπηρετούν πεθερές, άντρες, παιδιά κι εγγόνια. Ανίσχυρες κι έρμαια στις ορέξεις και τους πόνους» (σελ. 125). «Κουβέντες και λόγια άμαθων κοριτσιών που ονειρεύονται στιβαρά μπράτσα κι άντρες αποφασιστικούς και δυνατούς, αλλά με χαρακτήρα παιδιού, με την πίκρα της θαλασσινής αλμύρας στα χείλη, καπεταναίους φτασμένους κι ευαίσθητους ταυτόχρονα. Και κάναμε σχέδια» (σελ. 19). Έτσι μεγαλώνανε ως κορίτσια. Δέχονται το ξύλο, τις ταπεινώσεις, την κοροϊδία, την απαξίωση. Έτσι τα ‘ξεραν, έτσι τα περίμεναν. Ίδιες με τον τόπο: «Άγρια ήταν η νύφη, ίδια με την Καπράγια, στεγνή, αφόρητη, άχρωμη, τρομακτική. Ένας βράχος κακορίζικος, ένας φάρος σβηστός για να τσακίζονται τα καράβια» (σελ. 279). Μόνο που κάποιες δεν τις συντροφεύει μόνο η υπομονή και η καρτερία αλλά και τα σκοτεινά μονοπάτια του νου, ώσπου…

Ως προς τους άντρες, έχουμε ανθρώπους που στύβουν την πέτρα τη θαλασσινή αλλά και γεμάτους πάθος. Ανθρώπους που πολεμάνε το νερό αλλά τα χάνουν σαν πατούν το πόδι στη στεριά. Μαλθακοί και σκληροί, αμαρτωλοί και υποδειγματικοί, απαρτίζουν το άλλο μισό του νησιού. Ο καπτα-Μπαρτόλο Κούτσι είναι σκληραγωγημένος, αυστηρός, με αργασμένη ψυχική πέτσα από αλάτι και βάσανα, τώρα, σε μεγάλη ηλικία, κάνει διεκπεραιωτικά ταξίδια για ανεφοδιασμό του νησιού και για να πηγαινοφέρνει τον γιατρό. «Ήταν τραχύς άντρας, δίχως αβρότητες, μα μπρος της γινόταν άλλος άνθρωπος. Τρυφερός, με την καρδιά του να πονά όταν εκείνη δεν του έδινε σημασία κι ευτυχισμένος για μέρες αν το βλέμμα της έπεφτε πάνω του έστω και τυχαία» (σελ. 61).

Ο γιατρός Σέρτζιο, ημιμαθής αλλά με αγάπη για το επάγγελμά του, σύντομα διαπιστώνει ανησυχητικά σημάδια που δείχνουν ευλογιά καθώς και γεγονότα που θυμίζουν επιληψία ή και σχιζοφρένεια σε μια οικογένεια, οπότε ξεκινάει έναν αγώνα δρόμου για να μάθει και να θεραπεύσει, πριν οι δεισιδαίμονες κάτοικοι το αντιληφθούν και φωνάξουν καθολικούς ιερείς για εξορκισμό. Ξεκινάει έτσι ένας αγώνας δρόμου της επιστήμης ενάντια στην αμάθεια. Άλλωστε το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σ’ έναν βράχο ριζωμένο στο τοσκανικό πέλαγος και τα δαιμονικά: «Θέριεψαν απ’ την αμάθεια και τη δεισιδαιμονία που κατέτρωγε πάντα τον άνθρωπο. Και γίνονταν δυνατότερα ώρα με την ώρα καθώς τρέφονταν απ’ τον φόβο» (σελ. 344). Ταυτόχρονα κι ο ίδιος μπλέκει σε κάτι που δεν περίμενε, πνίγοντας τον εαυτό του σε λειψή ζωή, παρασύροντας έτσι και τη Μαριάντζελα, τη γυναίκα που άφησε πίσω, ακριβώς απέναντι, στη Σετσίνα, η οποία τον καλημερίζει κάθε πρωί κοιτώντας την κορυφογραμμή του νησιού που τον φιλοξενεί.

Ταραντέλα και τζίνκα, θάλασσα κι αέρας συντροφεύουν το πέρασμα των χρόνων. Τα κορίτσια παντρεύονται στα δεκατέσσερα και αρχίζουν να γεννοβολάνε. Στην Καπράγια «…τριακόσιες ψυχές, με λύσσα γαντζωμένες στον βράχο τους, πάλευαν για τις ζωές τους» (σελ. 105). Με πόση παραστατικότητα, σκληράδα μα και τρυφερότητα δίνονται οι αποχαιρετισμοί στο λιμάνι όταν οι ναυτικοί σύζυγοι και γιοι κυρίως ξεκινάνε για άγνωστα μέρη, με μόνο τη φωτογραφία των δικών τους και την ελπίδα στα χέρια να τους ζεσταίνει τα φυλλοκάρδια… Στιγμές που έχει ζήσει και η δική μας ναυτοσύνη, μόνο που η συγγραφέας έστρεψε τη ματιά της στη γειτονική Ιταλία και δεν κάρπισε τη νέα της εκδοτική σπορά στην Ελλάδα, κάτι που δίνει αυτομάτως, μαζί με το αξιοπρόσεκτο στυλ γραφής, τη φρέσκια ματιά και την πρωτοτυπία που χρειάζεται η ελληνική μυθιστοριογραφία.

Και είναι σα να έχει ταξιδέψει εκεί και η ίδια, χαρτογραφώντας με την πένα της κάθε στενοσόκακο, εκκλησία και κτίσμα του νησιού αυτού. Ήθη και έθιμα, παραδόσεις και δοξασίες, δεισιδαιμονίες και προλήψεις, απόψεις και σκέψεις, ακόμη και ο ρόλος της Εκκλησίας σε σημεία καμπής που είναι έντονος ζωντανεύουν με ενάργεια και προσοχή τις αλλαγές στους χαρακτήρες, τους σκαλίζουν, τους σφυρηλατούν, τους επηρεάζουν. Εκτός όμως από τα γεγονότα της κλειστής κοινωνίας, έχουμε και σκηνές από τα μπάρκα σε λιμάνια μακρινά και ξένα, με πόρνες και τρικυμίες, με ναυτικούς που τους καταπίνει η θάλασσα, με πούσι και μαλάρια σε πασατζέρικα και φορτηγά. Εξίσου προσεγμένα και ολοζώντανα καταγράφονται οι συνήθειες των ναυτικών με ορολογίες και περιγραφές που δίνονται υπέροχα και σωστά, χαρίζοντας ακόμη μεγαλύτερη αληθοφάνεια στα δρώμενα και τεκμηριώνοντας περαιτέρω τα ψυχογραφήματα των ηρώων. Ο δε πόλεμος που ξεσπάει στο τέλος και χειροτερεύει την ήδη απογοητευμένη και παγιδευμένη ζωή των ηρώων δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να περιγράψει λιτά και ταυτόχρονα δυνατά τις συνθήκες που επικρατούν στις μικρές κοινωνίες, με την αγωνία του τι θα φέρει η επαύριο και αν θα γυρίσει ο άνθρωπος που αποχαιρέτησαν με βουρκωμένα μάτια («το μπριγκαντίνι αργά ερχόταν να παραλάβει κορμιά για τον πόλεμο», σελ. 308).

Η αφήγηση είναι κυρίως τριτοπρόσωπη, με τη Ρομίνα να παρεμβάλλεται σε πρώτο πρόσωπο για να προχωράει την πλοκή λίγο παρακάτω, ζωντανεύοντας την εξιστόρηση και δίνοντας νέες οπτικές γωνίες στα γεγονότα. Έχουμε ιδιώματα με ανακατεμένες ελληνικές και ιταλικές λέξεις και προσεγμένο ναυτικό λεξιλόγιο. Η πλοκή εξελίσσεται κλιμακωτά και σταδιακά, γίνεται πολυδιάστατη, αλλάζει τους ήρωες, τους φέρνει αντιμέτωπους με λάθη, αμαρτήματα, αδικίες. Το ύφος είναι εξαίρετο, με ήπιες αλλά και δυνατές εικόνες, όπως αυτή της χαροκαμένης μάνας που σκάβει τη γη και τρίβει το χώμα πάνω της, λες και ξέθαβε τα παιδιά της και τ’ ακουμπούσε πάνω της για να τα νιώσει! Η συγγραφέας κεντάει στις ψυχογραφίες των χαρακτήρων της και στην ατμόσφαιρα των τόπων που τους περιβάλλει.

Το νέο μυθιστόρημα της Πέμης Γκανά είναι ένας ύμνος «για τους ανθρώπους που τους έχει καταπιεί η λήθη, που δεν έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στην Ιστορία», όπως εξομολογήθηκε σε συνέντευξή της η ίδια η συγγραφέας. Ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, διαρκείς ανατροπές, μυστηριώδεις φόνοι, η αέναη πάλη του κακού με το καλό με τη βοήθεια των δαιμόνων και των αγγέλων, αμαρτίες και λάθη, όλα συμβαίνουν στον βράχο που λέγεται Καπράγια. Προσεγμένοι διάλογοι, φροντισμένα ιδιώματα, απανωτές αλλαγές και εκπλήξεις, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, δράση και αντίδραση συγκροτούν ένα διαφορετικό και καλογραμμένο μυθιστόρημα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *