Στη Θηρασιά, δυτικά της Σαντορίνης, ένας Γερμανός επιστήμονας και ο Έλληνας διερμηνέας του εξετάζουν μια γυναίκα που είναι περίπου 120 ετών και προσπαθούν να καταλάβουν πώς γίνεται να είναι τόσο ζωηρή και υγιής παρά την ηλικία της. Σύντομα θα διαπιστώσουν πως αυτή η γυναίκα θα τους γεμίσει αισιοδοξία και θα αλλάξει τον τρόπο σκέψης τους και τις αντιλήψεις τους γύρω από τη ζωή και τον θάνατο. Ποια είναι πραγματικά η Αθανασία και τι συμβαίνει σε αυτό το ερημονήσι; Ποια είναι η γνώμη των συγχωριανών για κείνη και πώς την αντιμετωπίζουν; Υπάρχει τελικά τρόπος να μείνει κανείς υγιής ως τα βαθιά γεράματα;
Βιβλίο Δυτικά της Σαντορίνης
Συγγραφέας Κωνσταντίνα Μόσχου
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Bell
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Η Κωνσταντίνα Μόσχου έγραψε ένα τρυφερό, γλυκό και γεμάτο αισιοδοξία μυθιστόρημα που παίζει με τον ρεαλισμό και το υπερφυσικό, ισορροπώντας υποδειγματικά ανάμεσα σε αυτά τα είδη. Οι περιγραφές του νησιού το ζωντανεύουν ολοκάθαρα και παραστατικά και δημιουργούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα για τις εξελίξεις. Ένας τόπος άνυδρος, παραδομένος στους ανέμους, όπου ο χρόνος σταμάτησε τη δεκαετία του 1950, αφήνοντας τα πάντα ανέγγιχτα, έχει από μόνος του μια μαγεία, μια υποβλητικότητα και δημιουργεί μια ακαθόριστη θλίψη για τη μικρότητα της ζωής, πόσο μάλλον όταν σε αυτόν κατοικεί μια γυναίκα-θαύμα, για την ποιότητα ζωής και για την υγεία της οποίας η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Στη Θηρασιά λοιπόν φτάνει ο γεροντολόγος Ντάνιελ Μπεργκ, που ανέλαβε μια νέα έρευνα με υποκείμενο μελέτης την Αθανασία. Είναι ψυχρός, απόμακρος και υπερόπτης αλλά λαμπρός επιστήμονας, «σφιχτός σαν μπάλα από κανόνι, έτοιμος να εκτοξευτεί». Κάτι όμως η δύναμη και η ενέργεια του τόπου και της πρωταγωνίστριας, κάτι ο απρόσμενος έρωτας, σύντομα θα τον αλλάξουν. Μαζί του φτάνει στο νησί και ο διερμηνέας του, Νικόλαος Καλογιάννης, που δεν τον συμπαθεί λόγω της υπεροψίας του. Ο ταπεινός τόπος τον έχει συνεπάρει, νιώθει πως μεταφέρθηκε σ’ έναν άλλο χωροχρόνο, δυτικά της Εδέμ και σταδιακά αρχίζει να νιώθει μια περίεργη αγάπη για την Αθανασία. Είναι πολύ χαρούμενος με το νησί αλλά στενοχωριέται που δεν μπορεί να μοιραστεί τα αισθήματά του με τον κατηφή Γερμανό, μιας και η στάση του επιστήμονα του ξυπνάει έναν φουσκωμένο εγωισμό και πεισμώνει να αποδείξει την αξία του.
Με φόντο τα νυσταγμένα φώτα της Σαντορίνης τα βράδια και τους απέραντους κυματισμούς της θάλασσας γύροθεν, η Αθανασία Ζάννου, μια γυναίκα με μια σπάνια μορφή γήρανσης, έχει δημιουργήσει έναν ζεστό και φιλικό κύκλο γύρω της από ανθρώπους που τη φροντίζουν και την προσέχουν, όχι ότι τους έχει ανάγκη. Ακούει, βλέπει, συνομιλεί με διαύγεια και ισχυρίζεται πως την ξέχασε ο Χάρος. Δε σταματάει να χαμογελάει και να είναι αισιόδοξη ενώ ταυτόχρονα ασκεί μια παράξενη επιρροή στους ανθρώπους που την τριγυρίζουν, τον Λάζο που ξέρει τον τόπο του σπιθαμή προς σπιθαμή και ξεπετάχτηκε από τα υπόσκαφα εγκαταλελειμμένα σπίτια σαν αναστημένος Λάζαρος, τον ζωγράφο Άντζελο, το «φίδι» του νησιού Στέντορα, την κολλητή της φίλη Αργυρώ, τη μυστηριώδη Βαλεντίνη με τον γιο της τον Ερμή κ. ά.
Γελαστή, σοφή («σοφία που δεν ήταν εμφανής, όμως την εισέπραττες στις μικρές ασήμαντες στιγμές μαζί της, όταν το μεγαλειώδες παρουσιαζόταν ντυμένο μέσα στην απόλυτη καθαρότητα και στην απλότητά του», σελ. 143), έχει μάθει να ζει με όσα έχει, χωρίς άγχος κι όσο προχωράει το μυθιστόρημα επιστρέφουμε αποσπασματικά στη νεότερη ζωή της, γνωρίζουμε τους ανθρώπους που έχασε, μαθαίνουμε για τις τραγικές ιστορίες στις οποίες γύρισε την πλάτη ώσπου ο Νικόλαος κάνει ένα μοιραίο λάθος. Η Αθανασία είναι μια κοσμοπολίτισσα γυναίκα που όμως διάλεξε την εξορία και την απομόνωση, έζησε ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί, έχοντας δραπετεύσει στην Αθήνα του μεσοπολέμου για να ξεφύγει από τη μητριά της και γνωρίζοντας έτσι την αρτίστα Λίλα, μια γυναίκα που την κατέστρεψε. Η ηρωίδα του βιβλίου γλέντησε, γέλασε, απόλαυσε, κούρσεψε τη ζωή ως το μεδούλι και πλέον η θετική της πλευρά υπερισχύει σε σχέση με οτιδήποτε αρνητικό. Είναι μια παρουσία που έδωσε ζωή στο νησί, «τους είχε μαζέψει όλους σαν μια γροθιά, τους είχε κάνει μια παρέα».
Το μυθιστόρημα «Δυτικά της Σαντορίνης» μας ταξιδεύει σ’ έναν άνυδρο τόπο γεμάτο άγρια και αυθεντική ομορφιά και μας συστήνει έναν κύκλο ανθρώπων που περιτριγυρίζουν μια υπέργηρη γυναίκα. Λιτές και άκρως ρεαλιστικές περιγραφές του νησιού, με τη μυρωδιά των ελάχιστων θάμνων και το κελάηδημα του καλόγιαννου να ξεχύνονται από τις σελίδες, με το απέραντο γαλάζιο και τη θέα της Σαντορίνης να αποτελούν το ιδανικό σκηνικό για ένα λογοτεχνικό ταξίδι που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον σουρεαλισμό. Λιτά καλολογικά στοιχεία και περιγραφές, ενδιαφέροντες χαρακτήρες και η τελική αποκάλυψη δείχνουν τον σεβασμό της συγγραφέως απέναντι στον αναγνώστη ενώ διάφορες σκέψεις γύρω από τη ζωή, το εφήμερο και τη διάρκειά της, δεν αποτελούν αμπελοφιλοσοφίες αλλά σωστή καταγραφή των βασικών φόβων του ανθρώπου, με ερμηνείες που αντιστοιχούν στο επίπεδο του κάθε χαρακτήρα. Δυτικά της Σαντορίνης ή αλλιώς δυτικά της ζωής, έρχεται ένας απολογισμός γεμάτος ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα που ζωντανεύει μια γεμάτη ζωή μέσα σε λίγες σελίδες, χαρίζοντας πολλές νότες αισιοδοξίας και συστήνοντάς μας μια γυναίκα απλή, λιτή, ικανοποιημένη και σαρκαστική: «Σιγά τον πολυέλαιο. Ήρθαμε, φεύγουμε» (σελ. 197).
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Να δίνεις… γιατί μονάχα έτσι είσαι γεμάτος: όταν αδειάζεις» (σελ. 32).
«Ένα απ’ τα μυστικά της μακροζωίας είναι να μη χάνεις μέρα δίχως φίλους… Μονάχα έτσι θα έχεις μια υγιή ζωή, πνευματικά τουλάχιστον» (σελ. 60).
«Το σμίξιμο και το νοιάξιμο, το γέλιο και η χαρά του να δίνεις και να σκορπιέσαι άφοβα και άφθονα ήταν… ίσως το μυστικό μιας εφήμερης αθανασίας» (σελ. 125).
«Η ζωή είναι πολύ μικρή, Νικόλα, πίστεψέ με. Αλλά αξίζει περισσότερο απ’ την αθανασία» (σελ. 89).
«Το παρελθόν μάς βαραίνει αβάσταχτα. Σαπίζουμε μαζί του καθώς περνάνε τα χρόνια. Γεμίζουμε από αναμνήσεις κι αυτές μας χτίζουνε μέχρι πάνω με πέτρα και μας κλειδώνουν μέσα τους» (σελ. 162).