9786180155105_hd

Ένας καπετάνιος και η ζωή του, η καθημερινότητα στο καράβι πλέοντας τις ανοιχτές θάλασσες, οι κίνδυνοι και τα ρίσκα, το φορτίο και η θάλασσα, η διαλυμένη οικογένεια πίσω του.

Βιβλίο Αρόδου 
Συγγραφέας Στέλιος Μάινας
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα

Εκδότης Ψυχογιός
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Η φωτογραφία είναι από το site https://www.skai.gr/news/entertainment/stelios-mainas-to-irodeio-prepei-na-einai-anoixto-gia-olous-i-epidayros-den-prepei-na-pati

Ο Στέλιος Μάινας έγραψε ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα γεμάτο μικρές και αντιπροσωπευτικές στιγμές από τη ζωή ενός ναυτικού τη δεκαετία του 1970. Χονγκ Κονγκ, Καράκας, Αμβέρσα, Σρι Λάνκα, Άντεν, Λάγος, Τενερίφη οι προορισμοί, Χριστούγεννα και γιορτές εν πλω, παιδιά που μεγαλώνουν μόνα τους, σύζυγοι που παύουν να περιμένουν κι επιπλέον ενοχλούνται όταν επιστρέφει ο ναυτικός. «…αυτή δεν ήταν η έγνοια κάθε γυναίκας ναυτικού;… «Βασίλισσα θα σ’ έχω», τους λένε, αλλά ο θρόνος πάντα μισός και κουτσός» (σελ. 16). Ταυτόχρονα στο καράβι η πειθαρχία, η υπακοή, η ιεραρχία, η ανθρωπιά έχουν τον πρώτο λόγο. «Κάθε κίνηση του πληρώματος ξέρναγε παίδεμα, εξάντληση». Η ιστορία ξεκινάει με τον κατάπλου στο Χονγκ Κονγκ, σαράντα τέσσερις μέρες μεσοπέλαγα και τώρα πιάνουν επιτέλους λιμάνι. Μεγάλο τράφικο κυριαρχεί από παράδοση σε αυτό το μέρος. Γκαζάδικα, τζενεράλια, κάργκο και κοντέινερ αραγμένα στον κόλπο, με τη μύτη της χερσονήσου Καουλούν κατάφωτη από τα διυλιστήρια και τα εργοστάσια.

Ήρωας του βιβλίου είναι ο καπετάνιος Μιχάλης Τσιβίγκος. «Όρθιος κι ωστόσο σκυμμένος…Μικρές διακοπτόμενες πορείες δίχως αρχή και δίχως τέλος ήταν η ζωή του. Δεν μπορούσε να περηφανευτεί για τα πεπραγμένα του…Ξενιτειά ανυπόφορη ήταν όλο του το είναι» (σελ. 85). Καλεί την πρώην σύζυγο, «απρόσιτη και σιωπηλή, μόνο τα απαραίτητα», ν’ ακούσει την κόρη του αλλά είναι φροντιστήριο. Τέσσερα χρόνια παντρεμένοι που του φάνηκαν αιώνας, φταίει, δεν ήταν φτιαγμένος για οικογένεια, παραμελεί τις υποχρεώσεις του και μετά δεν ξέρει πώς να το μαζέψει. Γιατί όμως παθαίνει νευρικό τρέμουλο κάθε φορά που ανεβαίνουν τα μποφόρ; Τι του είχε στοιχίσει έναν χρόνο φάρμακα, αϋπνίες κι εφιάλτες, «έναν χρόνο σε σιγή ασυρμάτου, μην πάρουν χαμπάρι οι συνάδελφοι καπεταναίοι και κυκλοφορήσει στα γραφεία και στα πληρώματα»; Από οικογένεια ναυτικών ο Μιχάλης, με καραβόσκαρα μεταφορών τη βγάζανε με τ’ αδέλφια του στη Σύρο όπου γεννήθηκε λίγο πριν τον πόλεμο, τα μπάρκα και τα φορτώματα ούτε εύκολα ούτε άπειρα τότε. Από κει μπήκε στη σχολή να γίνει πλοίαρχος, το πρώτο του γκαζάδικο η σωτηρία από τις τύψεις για το πρώτο διαζύγιο, η ζωή του «γεμάτη μουντζούρες, σβησίματα, παραπομπές, ορνιθοσκαλίσματα και λευκές σελίδες», στη στεριά νιώθει ανάπηρος, μισός, τρομαγμένος και μόνος.

Στο μυθιστόρημα καταγράφονται με ενάργεια, ρεαλισμό και παραστατικότητα τα δύσκολα ταξίδια με το πλοίο, οι φορτοεκφορτώσεις, η επικοινωνία με τα κεντρικά της ιδιοκτήτριας εταιρείας, τα λιμάνια, οι φουρτούνες, ο ρούφουλας και τα σουέλ, η νηνεμία, η καθημερινότητα, η ψυχολογία των ναυτικών, ακόμη και ο πόλεμος που επηρεάζει τη ναυσιπλοΐα με αφορμή τον αραβοϊσραηλινό του 1973. Πότε μπρος και πότε πίσω στη ζωή του καπετάνιου, γνωρίζουμε με καθαρότητα την ψυχή του, τον χαρακτήρα του, παρατηρούμε τις αποφάσεις, τα ρίσκα, την ανθρωπιά του, μας συστήνει το πλήρωμά του, τις συντεχνίες του καραβιού: ποντικοί (θερμαστές, λαδάδες, μηχανικοί), ναύτες, αξιωματικοί. Όλοι τους πάντα οι ίδιοι γιατί: «Τα πλοία είναι ζωντανά, έχουν χούγια, έχουν ιδιαιτερότητες κι αν αλλάζεις κάθε τρεις και λίγο πλήρωμα θα το πληρώσεις…» (σελ. 44). Ο λοστρόμος η ψυχή του πλοίου και ο καπετάνιος η καρδιά του, πειθαρχία και πατρική ευθύνη στους ώμους του Μιχάλη. Ναυτική ορολογία με διευκρινιστικές υποσημειώσεις δίνει γλαφυρότητα και ρεαλισμό στην αφήγηση. Σκόρπια και διακριτικά καλολογικά στοιχεία στολίζουν κάπου κάπου το κείμενο: «Έξω ψιλόβρεχε, άχνη, ίσα που έλεγες μήπως είναι η ιδέα σου πως βρέχει» (σελ. 13). Κι όσο αγωνιούμε για το μέλλον και για τις τύχες πλοίου κι ανθρώπων, ξεπετάγονται και διαχρονικές σκληρές αλήθειες: «Μπαϊλντισμένα πρόσωπα, μαυρισμένα απ’ την αρμύρα και τη στέρηση, μονάχα οι πρωτόμπαρκοι ήταν χαρούμενοι. Όλοι οι άλλοι ήξεραν πως ακόμη μια φορά θα πιουν από το νερό που δεν ξεδιψά» (σελ. 14). Ο ναυτικός πάντα της φυγής, με μια γυναίκα, μια μάνα, έναν φίλο να είναι κίνητρο για να παλέψει για την επιστροφή, για τον νόστο. «Ο ναυτικός ζει σε μια ανασφάλεια που μποτζάρει» (σελ. 131). Το αλκοόλ ο λωτός του για να ξεχάσει προσωρινά τον φόβο, την κούραση, τη βάρδια, τη μοναξιά, όλα.

«Αρόδου» ο καπετάνιος του μυθιστορήματος, από το λιμάνι της ζωής του κι από κει ξανακοιτάει τα όσα έζησε και τα όσα έκανε. «Θάλασσα εσύ, που μ’ έμαθες να μη στεριώνω σε στεριά» (σελ. 230). Αρμύρα και περιπέτεια, άγχος και ευθύνη, σπάνιες στιγμές γαλήνης και χαράς, λιμάνια και πόρνες, κίνδυνοι και πειρατεία. Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα γεμάτο μικρές και δυνατές εικόνες από τη ζωή στα καράβια με ένα τέλος που μου έφερε δάκρυα στα μάτια.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *