AMALIA-COVER

Μια γυναίκα βρίσκεται στα αζήτητα του νεκροτομείου. Είναι ένα ανθρώπινο πλάσμα που έζησε δύσκολα χρόνια, υπήρξε αντικείμενο του πόθου πολλών αντρών και προσπάθησε να ευεργετήσει από το βιος της όσο περισσότερο κόσμο μπορούσε. Από τα «πράσινα», τον προπολεμικό οίκο ανοχής του Βαρδάρη, στο σφουγγάρισμα και στο καθάρισμα γραφείων και γηροκομείων κι από κει στα αζήτητα. Γιατί της γύρισαν την πλάτη; Τι αντιμετώπισε και πόσο κινδύνεψε η ζωή της;

Βιβλίο Αμαλία: μια πόρνη στα αζήτητα 
Συγγραφέας Βασίλης Τζανακάρης
Κατηγορία
Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Ελληνοεκδοτική
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Ο Βασίλης Τζανακάρης έγραψε ένα σκληρό μα και συγκινητικό αφήγημα για την πόρνη Αμαλία, τη «Χιονάτη» που ευεργέτησε, προίκισε, πάντρεψε, βάφτισε, υιοθέτησε πολύ κόσμο και ταυτόχρονα για τη Θεσσαλονίκη του 1963, με τα ποικίλα κοινωνικά, πολιτιστικά και ιστορικά γεγονότα που τη σημάδεψαν. Με λόγο που ρέει, με διαρκείς εναλλαγές από το αφηγηματικό παρόν (1963) στις δεκαετίες 1920-1940 όπου έζησε η Αμαλία, με πλήθος πληροφοριών για τα διάφορα γεγονότα των εκάστοτε εποχών, με λιτά καλολογικά στοιχεία και με διεισδυτικές παρατηρήσεις γύρω από τις εποχές και πώς αλλάζουν και μεταβάλλονται, ξεδιπλώνεται το χρονικό μιας γυναίκας που έγινε μάρτυρας στη σφαγή των γονιών της από τους Τούρκους, πουλήθηκε από συγγενικό πρόσωπο σε πορνείο της Σμύρνης κι από κει έζησε απάνθρωπες συνθήκες στην Αλεξάνδρεια, στον Πειραιά και τελικά στη Θεσσαλονίκη. Μια γυναίκα που «μπήκε στην κόλαση και βγήκε χωρίς να μολύνει ποτέ την ψυχή της» κι ας γέμισε με μίσος απύθμενο για όλα τα αρσενικά του κόσμου με αφορμή τα όσα έζησε και υπέφερε στα χέρια τους.

Ο συγγραφέας, με αφορμή τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και την επίθεση στον βουλευτή της ΕΔΑ Γιώργο Τσαρουχά, ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη για λογαριασμό της εφημερίδας του, τα «Δημοκρατικά Νέα», για να παρακολουθήσει τις ανακρίσεις και τις έρευνες για τους ενόχους αλλά και για να καταγράψει το κλίμα που επικρατεί εν όψει των εκλογών του Νοεμβρίου 1963. Παρακρατικές οργανώσεις της Δεξιάς, απότοκες ή και κομμάτι των εκλογών βίας και νοθείας δυο χρόνια πριν, ο Ανένδοτος Αγώνας του Γεωργίου Παπανδρέου, αρχηγού της Ένωσης Κέντρου κ. ά. συναποτελούν μια έκρυθμη κατάσταση που κανείς δεν ξέρει πού θα οδηγήσει όσο ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης αναζητά την άκρη του νήματος. Ταυτόχρονα, γνωρίζουμε πολύ καλά και παραστατικά τη Θεσσαλονίκη, «την πρωτεύουσα των προσφύγων» όπως τη χαρακτήρισε ο Γιώργος Ιωάννου, μια πόλη όμορφη, ανοιχτή και ευάλωτη. Και πού δεν περπατάμε και πού δε στεκόμαστε: Φλόκας, Χρυσό Παγώνι, ΧΑΝΘ, Διεθνής Έκθεση, Λευκός Πύργος, Ντορέ, Καμάρα, βιβλιοπωλείο Μόλχο, Καφέ-Τραμπούκ, σε στενά και μνημεία, σε περιοχές και κτήρια μιας πόλης που κουβαλάει αίμα δολοφονιών στην πλάτη της (Γεώργιος Α΄, Γιάννης Ζέβγος, Τζορτζ Πολκ, Γρηγόρης Λαμπράκης).

Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου είναι η θρυλική για την εποχή της Αμαλία, μια μελαχρινή, ψηλή γυναίκα, με λεπτά χαρακτηριστικά και όμορφη, που δέχεται να μιλήσει στον συγγραφέα όταν συναντιούνται τυχαία, να βγάλει στην επιφάνεια όσα είχε για πάντα κλεισμένα στην ψυχή της, να ανέβει στην κυριολεξία ένα βουνό και να αναβιώσει τα όσα πέρασε. Μιλάει για πράγματα που κάποτε ήταν όμορφα, ξεθάβοντάς τα με πόνο μέσα από πληγωμένες μνήμες, ζωντανεύει τα λιγοστά χαρούμενα στιγμιότυπα, ξεχωρίζει τα περισσότερο δύσκολα και σκληρά. Από τη σφαγή και τον βιασμό των γονιών της από τους Τούρκους στις αρχές του αιώνα, χρόνια «σκληρά κι αβάσταγα σε βάρος από γεγονότα», μας μιλάει για τον θείο Παυλάκη, έμπορο στην περιοχή της Σμύρνης (πόσο την είχε αγαπήσει αυτή την πόλη η Αμαλία) και πώς κατέληξε σε σωματέμπορους και καταχραστές και στο πορνείο της μαντάμ Έλλης, τι συνέβη με τον Αριστείδη Στεργιάδη και τον νόμο του για τα μπουρδέλα και πολλά άλλα.

Σιγά σιγά φτάνουμε και στην Αθήνα του μεσοπολέμου, χρόνια δίσεχτα, γεμάτα πείνα, ανέχεια και χίλιες δυο στερήσεις, με το νοσοκομείο Συγγρού να αποτελεί τον φόβο και τον τρόμο για τις πόρνες, μιας και χιλιάδες ανατριχιαστικά περιστατικά το συνοδεύουν, με τις Τζιτζιφιές και τον Ιλισό και τα τάχα μου «ζυθοπωλεία» τους, όπου έβρισκε κανείς στα πίσω λερά δωμάτια ευκαιρίες για εφήμερο έρωτα και με την Πεντέλη, όπου φτιάχνονταν οι πρόχειρες καλύβες για τους φυματικούς που τους έδιωχναν οι καλοκαιρινοί κατασκηνωτές της Αθήνας, με το κολαστήριο του «Σωτηρία» που διέκρινε τους φτωχούς που ξημεροβραδιάζονταν μες στο κρύο μέχρι να θεραπευτούν απ’ όσους είχαν τη σχετική άνεση, «ένας κόσμος απελπισίας και απογοήτευσης». Ο Πειραιάς φυσικά παίζει επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο, με τα Λεμονάδικα της κάμας και των τεκέδων στην Ακτή Τζελέπη, με τα καφέ σαντάν και τα χασισοποτεία, με την ατμόσφαιρα φόβου και τρόμου που κυριαρχούσε, με τα Βούρλα της Δραπετσώνας, «τον καταυλισμό της ανοχής», όπου χιλιάδες καβγάδες, φονικά και φασαρίες αναστατώνανε τα σπίτια των φιλήσυχων γειτόνων που τύχαινε να μένουν κοντά με τις οικογένειές τους. Ο κύκλος ολοκληρώνεται με τη Θεσσαλονίκη της Κατοχής, το τελευταίο λιμάνι της Αμαλίας, μια πόλη γεμάτη πείνα και κρύο, μαυραγορίτες και χαφιέδες, Εβραίους, όπου η πορνεία ανθίζει στα κρυφά, στα παράνομα και στα σκοτεινά, στα κέντρα διασκέδασης που άνοιξαν το 1942 και όπου σύχναζαν οι κατακτητές, οι χαφιέδες, οι σωματέμποροι, στα καζίνο και στις χαρτοπαικτικές λέσχες.

Photo by Roshan Mohammed on Unsplash

Έχουμε λοιπόν τη μονομερή πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Αμαλίας, που είναι γεμάτη κινηματογραφικές εικόνες, συναισθήματα, ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα κι από την άλλη τον συγγραφέα, με ένα έξυπνο αφηγηματικά εύρημα, να τη διανθίζει είτε με τα πολιτικά γεγονότα της εποχής με αφορμή τα όσα ο ίδιος έκανε, κατέγραφε ή διάβαζε στις εφημερίδες στον κενό χρόνο ανάμεσα στις συναντήσεις του με την Αμαλία είτε καταγράφοντας την κίνηση έξω από τη βιτρίνα του Φλόκα όπου συναντιούνται, με εικόνες που αλλάζουν όσο περνάει ο καιρός και χειμωνιάζει, με λιτές περιγραφές του καιρού, με παρατηρήσεις πάνω στον κόσμο που περνάει (τι φοράει, πώς κινείται, τι κοιτάζει, τι αγοράζει από τα καταστήματα), στα μέσα μεταφοράς και στα οχήματα που διασχίζουν τους δρόμους, λεπτομέρειες δηλαδή που εμπλουτίζουν το κείμενο και χαρίζουν μικρές ανάσες όσο η Αμαλία αλλάζει θέμα, τόπο, εποχή στις αφηγήσεις της.

Ο Βασίλης Τζανακάρης έγραψε ένα αφήγημα γεμάτο παραστατικές εικόνες και ενάργεια, που με αφορμή τις περιπέτειες της Αμαλίας μας συστήνει εποχές δύσκολες και σκληρές που τις έχουμε ωραιοποιήσει μέσα από αφηγήσεις και άλλες μαρτυρίες. Δεν είναι μόνο βιογραφία αλλά και το χρονικό του ελληνικού 20ού αιώνα που άλλαξε άρδην με αφορμή διάφορα γεγονότα (πρόσφυγες, πόλεμοι, αστυφιλία), με έμφαση στην καθημερινότητα του απλού κόσμου και στις ποικίλες διαστρωματώσεις της ελληνικής κοινωνίας. Το βάρος δίνεται στον μεσοπόλεμο, μια εποχή όπου σημαντικές εφευρέσεις όπως το τηλέφωνο πέρασαν στην καθημερινότητα των ανθρώπων, οι διαπροσωπικές σχέσεις ανδρών και γυναικών προσδιορίστηκαν από καινούργιους κανόνες (ένδυση, διασκέδαση κλπ.), οι γυναίκες βγήκαν από τα σπίτια κι άρχισαν να εργάζονται, αλλά υπάρχει και μια λιγότερο γνωστή σκοτεινή, πλευρά: έγκλημα, πορνεία, ναρκωτικά, επάρατες αρρώστιες.

Χιλιάδες γυναίκες κυρίως από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, έπεφταν με τα μούτρα στον πληρωμένο έρωτα, παρακινημένες από ορφάνια, φτώχεια, χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, προσφυγιά (είτε από τη μικρασιατική καταστροφή είτε από την άφιξη χιλιάδων επαρχιωτόπουλων που έρχονται για ένα καλύτερο αύριο στην πρωτεύουσα). Είναι ανατριχιαστικό το γεγονός πως εκείνη την εποχή ήταν πάνω από 50.000 οι πόρνες σύμφωνα με μια έρευνα. Αντάμα με αυτά έρχονται και οι κίνδυνοι του «επαγγέλματος», όπως λέπρα, φυματίωση, σκουλαμέντο και μαλαφράντζα («μπες βγες κι ο Θεός βοηθός») κι ας μην ξεχνάμε τις ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες. Ο φόβος του νοσοκομείου Συγγρού για τις χειρότερες περιπτώσεις κρέμεται πάνω από τα κεφάλια χιλιάδων γυναικών και όλες τους αποζητούν ένα αντρικό λιμανάκι να χωθούν, να ζαρώσουν μέσα του και να τα ξεχάσουν όλα. Η αστυνομία και το υγειονομικό καιροφυλακτούσαν έτσι κι αποκτούσε καμία κάποια από αυτές τις ασθένειες, όλες τους κλειδαμπαρωμένες στα υπόγεια του νοσοκομείου μέχρι να τις εξετάσουν αλλά οι άντρες που τις κόλλησαν μια χαρά επέστρεφαν στα σπίτια και στις οικογένειές τους, κάτι που δείχνει πόσο μονόπλευρη ήταν πάντα η κοινωνία.

Μια γυναίκα περιζήτητη, με αιμάτινη καριέρα στη σωματεμπορία, γεμάτη φόβους, άγχος, ανασφάλειες, επιθυμίες, θυμό και μια εποχή γεμάτη αλλαγές, ανατροπές, ελπίδες και όνειρα συναντιούνται και δημιουργούν ένα ταξίδι στον χρόνο και στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Ένα κείμενο-ποταμός για μια γυναίκα που αδικήθηκε, κινδύνεψε και τελικά κατέληξε στα αζήτητα, γραμμένο με σεβασμό και αγάπη από έναν άνθρωπο που έχει διορατικότητα, ταλέντο και εμπειρία. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα με όψεις της Θεσσαλονίκης και διάφορα κοινωνικά και πολιτικά επίκαιρα γεγονότα της εποχής.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *