kerr_i_alli_plevra_tis_siopis

Ο Bernie Gunther ζει πλέον με κρυφή ταυτότητα στη Γαλλική Ριβιέρα και εργάζεται σε μεγάλο πολυτελές ξενοδοχείο. Η γνωριμία του με τον ηλικιωμένο συγγραφέα Σόμερσετ Μομ θα τον μπλέξει σ’ ένα ασύλληπτο παιχνίδι κατασκοπείας και εκβιασμών μεταξύ ρωσικών, αμερικανικών και αγγλικών μυστικών υπηρεσιών. Θα καταφέρει ο Gunther να βγάλει άκρη και να κρατήσει τις σωστές αποστάσεις; Πώς θα διαλύσει αυτήν τη συνωμοσία; Πώς μπορεί μια κλεμμένη μπομπίνα να φέρει εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της ΜΙ5 και της ΜΙ6, δηλαδή μέσα στις ίδιες τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες;

Βιβλίο Η άλλη πλευρά της σιωπής 
Τίτλος πρωτοτύπου The other side of silence
Συγγραφέας Philip Kerr
Μεταφραστής Γιώργος Μαραγκός

Κατηγορία Ιστορικό μυθιστόρημα /
Αστυνομικό μυθιστόρημα 
Εκδότης Κέδρος
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Είμαστε στο 1956. Ο Bernie Gunther, καυστικός και σphiαδιστής, άρτι εγκαταλειμμένος από τη σύζυγό του, Ελίζαμπετ και με ψυχολογικά προβλήματα απότοκα των όσων πέρασε στον πόλεμο και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, πλέον στα εξήντα του περνά τον καιρό του δυστυχισμένος και ζει κάπου όπου δεν ανήκει. Δεν έχει όμως άλλη λύση, μιας και στο Βερολίνο του την έχουν φυλαγμένη επειδή ως (πρώην) αστυνομικός κατάφερε να δυσαρεστήσει και τις δύο πλευρές. Στον ελεύθερο χρόνο του παίζει ή διαβάζει για το μπριτζ ενώ δουλεύει ως κονσιέρζ σε φημισμένο ξενοδοχείο της πόλης με ψεύτικο διαβατήριο (Βάλτερ Βολφ), δώρο του Έριχ Μίλκε, υποδιευθυντή της Στάζι, του ανατολικογερμανικού Υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας. Για τον πρώην αστυνομικό, η Ριβιέρα είναι ένας τόπος όπου «η μεγάλη ηλικία και η πρώιμη ομορφιά πάνε χέρι χέρι -το ένα ρυτιδιασμένο- συνήθως προς την παραλία, τα καταστήματα, την τράπεζα και μετά το κρεβάτι, αν και όχι πάντα με τόσο ευπρεπή σειρά» (σελ. 18).

Από την άλλη, ο Ουίλιαμ Σόμερσετ Μομ (1874-1965) ήταν Άγγλος συγγραφέας, «πρωτότυπος, φλεγματικός και κοσμοπολίτης», με πιο γνωστά του έργα την «Ανθρώπινη δουλεία» (1915) και «Στην κόψη του ξυραφιού» (1944). Δε θα μπορούσε λοιπόν να λείπει από το περιβάλλον στο οποίο εργάζεται ο Bernie Gunther, να μην είναι μπλεγμένος σε ομοφυλοφιλικό σκάνδαλο και φυσικά να μη ζητήσει τη βοήθεια του αγαπημένου μου ήρωα. Στα 82 του «η συγγραφή έχει γίνει συνήθεια, πειθαρχία και, ως ένα βαθμό, καταναγκασμός…». Τον εκβιάζουν λοιπόν: «Είμαι πλούσιος, γέρος και αδερφή. Έχω πιο πολλά μυστικά κι από Ρωμαίο γερουσιαστή. Ο εκβιασμός για μένα δεν είναι κίνδυνος του επαγγέλματος αλλά υπαρξιακή κατάσταση». Ποιος του ζητά χρήματα; Ο Χάρολντ Χένιχ, λοχαγός κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου στην Υπηρεσία Ασφαλείας των Ες Ες, υπεύθυνος για χιλιάδες δολοφονίες αμάχων, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν φίλοι του Gunther. Καθώς ξεδιπλώνεται η πανέξυπνη πλοκή, επιστρέφουμε σύντομα στο παρελθόν των δύο αντρών, οι οποίοι συναντήθηκαν δύο φορές: το 1938 και το 1945.

Την πρώτη φορά, έχουμε μια εξίσου σοβαρή περίπτωση εκβιασμού ομοφυλόφιλου, πίσω στο Βερολίνο, τότε που ο Gunther είχε παραιτηθεί από την αστυνομία λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και εργαζόταν ως ιδιωτικός ερευνητής. Μόνο που ο άνθρωπος που ζήτησε τη βοήθειά του, ο λοχαγός Άχιμ Φον Φρις, είχε μπλεχτεί άθελά του επ’ αφορμή του εκβιασμού σε μια σκευωρία μέσα στις τάξεις της Γκεστάπο, με στόχο τον αντιναζί αρχιστράτηγο Φράιχερ Βέρνερ Φον Φριτς. Μέλη του στρατού και της αστυνομίας έψαχναν τρόπους να καθαρίσουν από εχθρούς του Χίτλερ κι έτσι ο Άχιμ παγιδεύτηκε σε κάτι πολύ χειρότερο από απλό εκβιασμό περί της ομοφυλοφιλίας του. Πολύ συνοπτικά, μέσα σε ένα κεφάλαιο, ξετυλίχτηκε ένα πολιτικό σκάνδαλο και διαπιστώθηκε πόσο ψηλά στην ιεραρχία φτάνει αυτή η συνωμοσία και τι συνέπειες είχε για όσους τα έβαλαν με τα μεγάλα κεφάλια του εθνικοσοσιαλισμού (για παράδειγμα, η υπόθεση τράβηξε την προσοχή του στρατηγού Χάιντριχ που τελικά εκβίασε τον Gunther για να επιστρέψει στην  Αστυνομία και συγκεκριμένα στην Υπηρεσία Ασφαλείας). Είμαστε έναν χρόνο πριν την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου κι ο Αδόλφος Χίτλερ έχει βάλει τη φωτιά στο Ράιχσταγκ, έχει οδηγήσει τα γεγονότα στη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών και τώρα ευνουχίζει τον στρατό, δείχνοντας έτσι ποιος πραγματικά κάνει κουμάντο. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με ναζί που θέλουν να παραμείνουν στην εξουσία κι έτσι ο Gunther θα μπλέξει σε κάτι αφάνταστα μεγάλο κι επικίνδυνο. «Έτσι ήταν τα πράγματα εκείνες τις μέρες. Απίστευτα γρήγορα. Καθόλου περίπλοκα. Κανείς δεν ανέφερε την αγάπη, το γάμο ή τις συνέπειες. Κανείς δεν σκεφτόταν το μέλλον, επειδή κανείς δεν πίστευε ότι είχε μέλλον» (σελ. 141-142).

Ο Gunther και ο Χένιχ ξανασυναντήθηκαν το 1944 στο Κένιγκσμπεργκ της Ανατολικής Πρωσίας (σημερινό Καλίλινγκραντ στη Ρωσία), όπου είχε μετατεθεί ο πρώτος ως υπολοχαγός για να εκτιμήσει τις σοβιετικές δυνατότητες και προθέσεις, τη στιγμή που ο κλοιός των Ρώσων είναι ασφυκτικός και πολιορκεί την πόλη. Ο διοικητής Ανατολικής Πρωσίας Έριχ Κοχ έχει στην κατοχή του το Κεχριμπαρένιο Δωμάτιο, δώρο του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α΄ προς τον τσάρο Πέτρο τον Μέγα και όγδοο θαύμα του κόσμου. Θέλει λοιπόν να στείλει αυτά τα κομψοτεχνήματα στο Βερολίνο με ένα πλοίο γεμάτο πρόσφυγες, το περίφημο Βίλχελμ Γκούστλοφ, και χρειάζεται τον Gunther για να βρει τρόπο ώστε οι Ρώσοι να μάθουν για τη μεταφορά και να μη βυθίσουν το πλοίο που μεταφέρει τον εθνικό τους θησαυρό. Η πραγματική ιστορία του Δωματίου είναι συναρπαστική και οφείλει κανείς να το ψάξει περισσότερο ενώ το πλοίο χρησίμεψε για τη μεταφορά του στρατιωτικού προσωπικού της ναυτικής βάσης της Πομερανίας και του άμαχου πληθυσμού της περιοχής, μιας και οι Ρώσοι επελαύνανε εναντίον των Γερμανών. Στο πλοίο φορτώθηκαν 6 με 10.000 άτομα από τους οποίους δεν έζησαν πάνω από 1000 όταν το ανακάλυψαν ρωσικά υποβρύχια και το βύθισαν στα τέλη Ιανουαρίου του 1945.

Και να’μαστε πάλι στο σήμερα. Ο Χάρολντ Χένιχ ζητά χρήματα από τον Μομ κρατώντας μια πρόστυχη φωτογραφία του με άλλους άντρες κι είναι ο ίδιος που του ζητά να στραφεί στον Gunther για βοήθεια! Η προσωπικότητα του Άγγλου συγγραφέα έχει μελετηθεί σωστά κι έχει αποδοθεί χωρίς ίχνος κιτρινισμού. Η συγγραφική και κατασκοπική του ζωή βγαίνει στο φως τόσο όσο χρειάζεται για να δικαιολογήσει την ανάμιξή του με τον εκβιαστή και τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες για τις οποίες εργάστηκε στον Μεγάλο Πόλεμο: «…δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το να είσαι ένας συγγραφέας διεθνούς φήμης είναι καλή βιτρίνα για μπόλικη κατασκοπεία. Από πολλές απόψεις ήταν ο ιδανικός πράκτορας: με εξαιρετική αντίληψη και εκ φύσεως κρυψίνους. Έγραψε μέχρι και μυθιστόρημα για την κατασκοπεία, με τίτλο Ασέντεν» (σελ. 237).

Η ιστορία της καθαυτής φωτογραφίας είναι εξίσου συναρπαστική κι επιπλέον, παρ’ όλο που συνήθως πλέον ο κόσμος αδιαφορούσε για τις ερωτικές προτιμήσεις των άλλων, η ομοφυλοφιλία στην Αγγλία ήταν ακόμη παράνομη κι ο Μομ ίσως θελήσει κάποια στιγμή να γυρίσει στην πατρίδα του. Με μια έξυπνη, όπως πάντα, ανατροπή όμως ο Gunther βρίσκεται μπλεγμένος σε κάτι βαθύτερο: «Έχεις τα ιδανικά στοιχεία… Αξιόπιστος. Έξυπνος. Και έχεις να χάσεις τόσα πολλά» (σελ. 123). Τι είναι αυτό; «Ο Χέμπελ είχε κάτι άλλο να πουλήσει. Κάτι πολύ πιο σημαντικό από μια φωτογραφία γυμνών αντρών που χαριεντίζονταν γύρω από μια πισίνα το 1937. Αυτό δεν ήταν παρά το δόλωμα, σχεδιασμένο ώστε να τραβήξει την προσοχή όλων. Να αποδείξει τι μπορούσε να κάνει ο Χέμπελ» (σελ. 125). Έτσι, αργά και μεθοδικά, ο Gunther βυθίζεται σ’ ένα τέλμα όπου δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον εχθρό από τον φίλο, όπου οι μυστικές υπηρεσίες, με απανωτές μπλόφες και ρίσκα, αποδύονται σε αγώνα δρόμου για να βάλουν πρώτες τρικλοποδιά η μία στην άλλη. Διπλοί πράκτορες, προδοσίες κι ένα καλά στημένο παιχνίδι μου δημιούργησαν πρωτόγνωρη ένταση και αγωνία, αν και προς το τέλος μπερδεύτηκα αρκετά ως προς τους πραγματικούς ρόλους κάποιων χαρακτήρων. Αυτός είναι και ο λόγος που από ένα σημείο και μετά απλώς διάβαζα για να φτάσω στο τέλος, προσπερνώντας τις πλαστές και αληθινές ταυτότητες, τους ρόλους και τις μπλόφες, χωρίς να συγκρατώ τα ονόματα κλπ. Έξυπνο σαν ιδέα αλλά απαιτητικό και χρειάζεται τον χρόνο του για να κατανοήσει κανείς καλύτερα τι εξυφαίνεται.

Έχοντας πάψει από την αρχή σχεδόν να ψάχνω με ποια σειρά πρέπει να διαβάσω τα βιβλία με πρωταγωνιστή τον Gunther, επικεντρώνομαι πλέον στην υποβλητική ατμόσφαιρα της εκάστοτε εποχής και περιοχής που διαλέγει ο συγγραφέας να τοποθετήσει τον ήρωά του και στην εκπληκτική ψυχογράφηση του ήρωα αυτού, που σε κάθε μα κάθε βιβλίο όλο και κάποιο πετραδάκι προστίθεται. Ο Gunther, που παραμένει είρων («-Χαρακτηριστικό των Γάλλων. Να αυτοπυροβολούνται. Είναι η μόνη τους αξιόπιστη σκοπευτική ικανότητα», παρατηρεί σκωπτικά στη σελίδα 23), πανέξυπνος, φλύαρος και αντιναζιστής, σε αυτό το βιβλίο θυμάται τα παιδικά του χρόνια πλάι στον παππού του, δημόσιο υπάλληλο στην πρωσική Βουλή των Αντιπροσώπων του Βερολίνου και τις ευτυχισμένες στιγμές του πρώτου γάμου του αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Κάποια γεγονότα θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τον πραγματικό του εαυτό και θα τον οδηγήσουν στα όριά του, κάνοντάς με να βρεθώ σε δίλημμα: να τον επικροτήσω για τις τελικές πράξεις του ή να τον μισήσω;

Χιούμορ, σαρκασμός («Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ένταση και προσμονή και, ως συνήθως, πιο μοχθηρή και ύπουλη από μπαλέτο σε καμπαρέ στη δημοκρατία της Βαϊμάρης, σελ.239), κυνισμός, ανατρεπτικές αποκαλύψεις, αναπάντεχοι λυρισμοί («Το πρωί της Κυριακής ήταν καυτό σαν ξεροψημένο τζιτζίκι», σελ. 94) και διαχρονικές αλήθειες διατυπωμένες με ωμότητα («Χωρίς συναισθήματα ο πόνος είναι απλώς πόνος, μόνο το ανθρώπινο συναίσθημα κάνει τον πόνο απόλυτη αγωνία», σελ. 352) στολίζουν ένα πολυεπίπεδο, ανατρεπτικό μυθιστόρημα, με ιστορίες μέσα στην ιστορία που σφιχταγκαλιάζονται σταδιακά πάνω στην πλοκή και κλιμακώνουν την αγωνία και την ένταση όσο αποκαλύπτονται μυστικά και το κάθε βήμα οδηγεί στο επόμενο κι από κει σ’ ένα άλλο. Μόνο που θέλει λίγη παραπάνω προσοχή κατά την ανάγνωση συγκριτικά με τα υπόλοιπα βιβλία της σειράς.

Leave a Reply

Your email address will not be published.