Ένας άντρας κι ένα κοριτσάκι παλεύουν με τον καρκίνο στο ίδιο νοσοκομείο. Η δύναμη και ο αυθορμητισμός του παιδιού του φέρνουν στον νου τη σχέση του με τον γιο του και αναλογίζεται τα λάθη που έκανε. Αν ήταν να θυσιάσεις τα πάντα, ολόκληρο τον εαυτό σου, τότε για ποιον θα το έκανες; Για ποιον θα ήσουν έτοιμος να πεθάνεις και για ποιον θα έδινες τη ζωή σου; Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο;
Βιβλίο Συμφωνία ζωής
Τίτλος πρωτοτύπου Ditt livs affär
Συγγραφέας Fredrik Backman
Μεταφραστής Γιώργος Μαθόπουλος
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Κέδρος
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Με αφορμή αυτά τα ερωτήματα, ο Fredrik Backman έγραψε μια συγκινητική ιστορία για το τίμημα που πληρώνεις όταν σώζεις μια ζωή και ταυτόχρονα μια προσωπική του εξομολόγηση για τη γενέθλια πόλη του και ένα αφήγημα γύρω από τον φόβο του για τον θάνατο. Καθημερινά και παντού υπάρχει κι άλλος δρόμος εκτός από αυτόν που επιλέγουμε κι αυτό είναι κάτι που ο αφηγητής τώρα προσπαθεί να ανακαλύψει και να κατανοήσει. «Είναι πρωί στο Χέλσινγμποργ, παραμονή Χριστουγέννων, κι έχω σκοτώσει έναν άνθρωπο…Έχει σημασία τίνος ήταν η ζωή;» (σελ. 17). Έτσι ξεκινάει ένα κείμενο σύντομο, γεμάτο πανανθρώπινες αξίες, διαχρονικές αλήθειες και ωριμότητα.
Ο αφηγητής γνωρίζει ένα πεντάχρονο κορίτσι στο νοσοκομείο να παλεύει με τον καρκίνο. Το παιδί βάφει μια καρέκλα κόκκινη σπαταλώντας είκοσι δύο κουτιά με κηρομπογιές «λες και θα μπορούσε να διώξει την αρρώστια ζωγραφίζοντας». Αγκαλιά με το λούτρινο κουνελάκι της, τη Νέλη, προσπαθεί να κατανοήσει τι της συμβαίνει, να αντιμετωπίσει την πιθανότητα «να πεθάνω αύριο» και συνομιλεί με τον αφηγητή που της φέρεται απόμακρα, η μικρή όμως βρίσκει τον τρόπο να κάμψει τις αντιστάσεις του και να του εγείρει πράξεις, αναμνήσεις και λάθη που πονάνε. Έτσι μαθαίνουμε για τη ζωή του άντρα που αρχικά δείχνει άτρωτος, αμετανόητος, πανίσχυρος, σίγουρος για τον εαυτό του. Να όμως που ο γενέθλιος τόπος του τον ξέρει καλά: «..Ξέρω ποιος είσαι πραγματικά. Είσαι μόνο ένα φοβισμένο αγόρι»! Ο αφηγητής δείχνει σκληρός και πείσμων στις αρχές του και στην προσπάθειά του να γίνει νικητής και να επιβιώσει, αφήνει όμως και κάποιες χαραμάδες για να δούμε μέσα του ποιος πραγματικά είναι! Θεωρεί ότι οι ευτυχισμένοι δεν αφήνουν τίποτα πίσω τους ενώ εκείνος, χάρη στις εμμονές του, κατάφερε πράγματα και αφήνει πίσω του κατάλοιπα. Μήπως όμως η ευτυχία είναι αυτό το κάτι που αξίζει πραγματικά;
Γνωρίζουμε έναν άντρα που επιβιώνει, έναν νικητή που, όπως όλοι όσοι επιβιώνουν, φοβάται τον θάνατο. Έχει μεγάλη ακίνητη περιουσία αλλά του τραβά το ενδιαφέρον το κοριτσάκι με τα μικρά πόδια που «δεν πρόφτασαν να κάνουν κάποιον να ενδιαφερθεί για τα ίχνη που αφήνουν». Ο αυθορμητισμός και η ειλικρίνεια του παιδιού τον κάνουν να γελάει, τον ξαλαφρώνουν από τον δικό του αγώνα. Του θυμίζουν όμως και τον γιο του, που τώρα περιφρονεί τον πατέρα του γιατί αφιέρωσε όλο του τον χρόνο στη δουλειά του. Ο πατέρας του θεωρεί τον εαυτό του πολύ σημαντικό για ν’ ασχολείται με τα συναισθήματα, τις στιγμές, την καθημερινότητα του παιδιού του. Δεν το μετανιώνει παρ’ όλ’ αυτά, γιατί τώρα ο γιος του θα αποκτήσει όλα όσα οι άλλοι άνθρωποι τα κυνηγούν: πλούτη και ελευθερία. Ο γιος όμως έχει γυρίσει την πλάτη σε όσα του εξασφάλιζε ο πατέρας του και δουλεύει μπάρμαν, «ένας άνθρωπος που έμενε ικανοποιημένος από τα λίγα. Δεν φαντάζεσαι τι ευλογία είναι αυτό», παραδέχεται επιτέλους ο πατέρας. Το κείμενο είναι γεμάτο από τραγικές αλήθειες που ο αφηγητής έχει βρει το κουράγιο να τις αντιμετωπίσει, να διαπιστώσει τα λάθη του και να αλλάξει έστω και αργά τη στάση του: «Απέτυχα με σένα. Προσπάθησα να σε κάνω σκληρό κι εσύ έγινες καλός».
Έτσι αρχίζει να ξεδιπλώνεται μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που με συγκίνησε και μου έδειξε όλες τις πλευρές μιας ζωής σπαταλημένης σε στόχους και σκοπούς αλλά χωρίς ευτυχία. Η ιστορία ξεδιπλώνεται πάντα σε πρώτο πρόσωπο από τη σκοπιά του αφηγητή και πότε μαθαίνουμε για την οικογένεια που δημιούργησε και για τον χαρακτήρα του και πότε για την καθημερινότητα της μικρής με το κουνελάκι, για τις σκέψεις και τους φόβους της. Η μικρή είναι το έναυσμα για την ιδιαίτερη και ξεχωριστή αναδίφηση του αφηγητή στην ψυχή του ενώ ταυτόχρονα με διαρκή πρωθύστερα παρακολουθούμε κάποια γεγονότα που αρχικά φαίνονται ασύνδετα με τη ροή της πλοκής, σταδιακά όμως μπαίνουν στη σωστή θέση, ξεδιπλώνοντας μια μεγάλη ανατροπή. Από τη στιγμή που ο αφηγητής κατάλαβε κάποιες σημαντικές αξίες της ζωής που αντιβαίνουν με τη δική του ως τώρα νοοτροπία, αποφασίζει να παρασυρθεί από τα συναισθήματά του και να έρθει αντιμέτωπος με το πραγματικό τίμημα της παράτολμης πράξης του. Είναι πραγματικά έτοιμος να προχωρήσει; Ποια είναι η μυστηριώδης γυναίκα με την γκρίζα ζακέτα και το ντοσιέ στο χέρι; Τι δουλειά κάνει; Γιατί δεν της επιτρέπεται να έχει έναν ευνοούμενο στα καθήκοντά της;
«Δεν αποφασίζουμε εμείς ποιος φεύγει και ποιος μένει. Και γι’ αυτόν τον λόγο, πηγαίνουμε ενάντια στους κανόνες όταν πονάμε» (σελ. 60).