1496612_10152479517153413_2379412617637812340_n

Η ιστορία της Ιζαμπέλ ξεκινάει με την αυτοκτονία του πατέρα της, όταν η μητέρα της τους εγκαταλείπει, με την αποκάλυψη ότι η Ιζαμπέλ δεν είναι παιδί του. Το κοριτσάκι μεγαλώνει μόνο του από μια σκληρόκαρδη θεία που συμπεριφέρεται με τον χειρότερο τρόπο και γεμίζει την ψυχή του παιδιού ουλές και τραύματα. Σαν από θαύμα, η θεία της βρίσκει την πόρνη μητέρα της και της φορτώνει την Ιζαμπέλ, η οποία ανατρέφεται σε ένα διαφορετικό περιβάλλον. Παρόλο που ερωτεύεται άλλον άντρα, αναγκάζεται να παντρευτεί αυτόν που της προξενεύει η θεία της, έναν ερωτευμένο χαρακτήρα που την αγαπά και θέλει να κερδίσει την καρδιά της. Η Ιζαμπέλ γίνεται μητέρα, όμως ερωτεύεται άλλον κι έτσι ξεκινάει ένα δύσκολο, σκληρό και βυθισμένο στο μαύρο χρώμα και το μίσος ερωτικό τρίγωνο.

Βιβλίο Στην άκρη του νήματος
Συγγραφέας Σωτηρία Περβανά
Κατηγορία Ρομαντικό μυθιστόρημα
Εκδότης Κέδρος (εξαντλημένο στον εκδότη)
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Τα συναισθήματα που με έκανε να νιώσω όταν άρχισα να το διαβάζω ήταν τελείως διαφορετικά από αυτά που ένιωσα όταν το τελείωσα. Και δυστυχώς μιλάμε για διαφορετικά και αντικρουόμενα συναισθήματα. Θα γίνω πιο αναλυτικός αμέσως μετά αλλά επειδή θα στηριχτώ σε περιλήψεις από το κείμενο, καλύτερα να μη διαβάσετε τις επόμενες παραγράφους. Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο ωραίες εικόνες, δυνατά αισθήματα, πολύ καλές παρομοιώσεις και σκόρπια καλολογικά στοιχεία που ντύνουν ιδανικά την πλοκή. Από ένα σημείο και μετά όμως αυτό το γράψιμο κουράζει, ειδικά από τη στιγμή που η εξέλιξη της ιστορίας αρχίζει να πατά στην υπερβολή και την επανάληψη. Ίσως κάποιοι θεωρήσουν το ύφος της συγγραφέως (διαβάστε στο τέλος κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα) πομπώδες και εκβεβιασμένο να γεννήσει συναισθήματα, εμένα όμως μου άρεσε και, στην αρχή τουλάχιστον, κάθε τρεις και λίγο σημείωνα ωραίες φράσεις και αποσπάσματα. Όταν ξεκίνησαν οι επαναλήψεις και οι χρονοτριβές, όταν κάποιες φορές επαναλαμβάνονταν οι ίδιες λέξεις και τα ίδια λόγια, άρχισα να ξεφυλλίζω το βιβλίο, γεμάτος περιέργεια για τον χειρισμό της ιστορίας. Δυστυχώς, η φρεσκάδα και η καλή διάθεση για ένα αξιόλογο κείμενο σύντομα εξανεμίστηκαν και η πλοκή κατέληξε σε ένα υπερβολικό φινάλε!

Προσοχή, spoilers

Η ιστορία ξεκίνησε ωραία, με έντονες σκηνές, κινηματογραφικό ρυθμό και μια ιστορία που ίσως θυμίσει μελοδραματική ελληνική ταινία αλλά καλογραμμένη. Αρκετά αργότερα συνειδητοποίησα ότι μιλάμε για μια υπόθεση που ξετυλίγεται στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα στην Αθήνα, η οποία παρουσιάζεται σκονισμένη, χωρίς άσφαλτο, γεμάτη λαντό και βικτόριες, κοινωνικές εκδηλώσεις και δεξιώσεις (εκπληκτικές οι περιγραφές για το ξενοδοχείο Ακταίον στο Φάληρο και τα λαμπερά του εγκαίνια, καθώς και της βίλας Μαργαρίτα). Η Ιζαμπέλ μεγαλώνει σε ένα φτωχόσπιτο στο σημερινό Κολωνάκι, η πόρνη μητέρα της ζει στην Κυβέλης 8, στην Πλάκα ενώ όταν παντρεύεται μετακομίζει στην Ομόνοια! Φουρό, δαντέλες, ομπρελίνα, καφενεία, λουστράκια, κοσμικές βεγγέρες στήνουν χορό γύρω από τη ζωή της πρωταγωνίστριας και χαρίζουν μια τρισδιάστατη εικόνα στα μάτια του αναγνώστη.

Μου άρεσε η σκληρότητα της θείας Φαίδρας, η δύσκολη ζωή που ζούσαν, η ατμόσφαιρα που περιέγραψα παραπάνω, η γνωριμία της Ιζαμπέλ με τη μητέρα της και η προσπάθειά τους να ξεκινήσουν από την αρχή την κοινή ζωή τους. Η συγγραφέας το έπλεξε ωραία, χωρίς υπερβολές, ανούσιους συναισθηματισμούς ή υπερβολική τραγικότητα. Ο αγνός έρωτας με τον δάσκαλο της μουσικής που της έβαλε η πλούσια μάνα της να μάθει πιάνο ήταν κι αυτό αξιοσημείωτο, ακόμη και η παρεξήγηση που τους χώρισε. Και το συνοικέσιο που έστησαν η Φαίδρα με τον δαιμόνιο Όμηρο καλοδεχούμενο αυτό, μέχρι και οι μπαγαποντιές που έκανε για να κερδίσει λεφτά, περιουσία και μια θέση στην καρδιά της γυναίκας ώστε να σταθεί επάξια δίπλα της, παρ’ όλο που δεν τον αγάπησε.

Όλα καλά κι όλα ωραία μέχρι που η Ιζαμπέλ γνώρισε κι ερωτεύτηκε έναν παντρεμένο. Και δώστου να συναντιούνται κρυφά, πότε να αντιστέκονται στο παράνομο και πότε να υποκύπτουν και να έχει η Ιζαμπέλ το δίλημμα και να μην ξέρει τι να κάνει. Και, λόγω της ανατροφής, όπως λέει η συγγραφέας, να χειρίζεται και τους δυο άντρες με κρύα καρδιά, ίσα για να κάνει το κομμάτι της και ανίκανη να νιώσει το παραμικρό από έρωτα, αγάπη, δόσιμο. Υπερβολικά μεγάλο και αναλυτικό το κομμάτι κατ’ εμέ. Κι επίσης, δεν πιστεύω ένα κορίτσι σαν την πρωταγωνίστρια, που μεγάλωσε σε απρόσωπο κι αδιάφορο περιβάλλον αλλά μετά γνώρισε τη μάνα που τη γέμισε καλοσύνη και αγωνίστηκε να αναπληρώσει τις χαμένες τους στιγμές, χωρίς να εμφανίζεται πουθενά άντρας-πελάτης, να μετατρεπόταν σε τέτοιο τέρας. Πιο δύσπιστη ναι, πιο διστακτική ναι, πιο αδιάφορη όχι.

Κι αφού έχει γεμίσει το κείμενο με όλες τις εκφάνσεις του έρωτα, αφού η συγγραφέας έχει χαρίσει πλήθος εικόνων και συναισθημάτων, έρχεται το ημερολόγιο της μάνας της Ιζαμπέλας να συμπληρώσει το υπόλοιπο, μεγάλο μισό του βιβλίου: ποια ήταν, πού γεννήθηκε, πώς πέθανε η δική της μάνα και πώς κατάντησε να συνοδεύει στα ταξίδια του τον ακαμάτη, ναυτικό πατριό της, που τη βίασε κάποια στιγμή και στη συνέχεια την έκανε πόρνη στη Μασσαλία όπου ξεμπάρκαραν, αλλά η Ιζαμπέλ μετά από χρόνια κατάφερε να το σκάσει και να ‘ρθει στην Ελλάδα για μια νέα αρχή, παντρεύτηκε κλπ. αλλά το ένοχο παρελθόν την κυνηγάει και ποιος είναι ο πατέρας της Ιζαμπέλ κλπ. Πάρα πολλές πληροφορίες και πολύ μεγάλη ιστορία, με σημαντικό βάρος, που κουράζει την ανάγνωση κι εγώ τουλάχιστον έπαψα να παρακολουθώ το ωραίο γράψιμο και απλώς ξεφύλλιζα για να προχωρήσει λίγο η πλοκή έστω.

Από την άλλη, η Φαίδρα δεν κατάλαβα γιατί ήταν τόσο πολύ στη σκιά της δράσης στη συνέχεια. Όταν αυτοκτόνησε ο αδερφός της, η ρήτρα του ήταν όταν παντρευτεί η κόρη του να έρθει η περιουσία του στα χέρια της αδερφής του (κι αυτό από μόνο του υπερβολικό αλλά τέλος πάντων), οπότε με χαρά η Φαίδρα ξαπόστειλε την ανιψιά της με τον πρώτο γαμπρό που της βρήκε. Μετά από πολλές σελίδες τυχαίνει να ξαναβρεθούν θεία κι ανιψιά, η πρώτη με την περιουσία του αδερφού της στα χέρια, η δε ως πάμπλουτη σύζυγος. Και σχεδόν στο τέλος του βιβλίου η Φαίδρα, στα τελευταία της, να ζητά συγχώρεση. Ένας δευτερεύων ρόλος, χωρίς ουσιαστική εξέλιξη και αλλαγές, που όμως θα μπορούσε να έχει πιο ολοκληρωμένη θέση σε όλο το βιβλίο και οι πράξεις της να επηρέαζαν αλλιώς την πορεία της Ιζαμπέλ.

Και να πάμε στο πιο ακραίο; Όταν η Ιζαμπέλ, παγιδευμένη σε έναν γάμο χωρίς συναισθήματα, καταφεύγει στη ζωγραφική για να ξεφύγει και φτιάχνει ατελιέ και κάνει εκθέσεις με έργα της και παίρνει τη ζωή στα χέρια της, αποφασίζει να παρατήσει τον άντρα της και να φύγει με το παιδί της. Τα πράγματα όμως είναι πολύ δύσκολα για να γίνουν πραγματικότητα κι η Ιζαμπέλ φτάνει στο σημείο να σχεδιάζει να σκοτώσει τον άντρα της με τα χέρια του εραστή της. Κι όταν χύνεται το αίμα, με έναν τρόπο τελείως απροσδόκητο και αντίθετο από ό,τι περιμένει ο αναγνώστης, η Ιζαμπέλ συγχωρεί τον θύτη και κλείνεται σε μοναστήρι! Λυπάμαι, καμία αληθοφάνεια! Τόσα χρόνια που έπαιζε τους άντρες σαν κομπολόι, που γνώρισε τη δύσκολη πλευρά του έρωτα, πώς και δε μίλησε σε κάποιον ιερωμένο, να εξομολογηθεί τα κρίματά της και να βρει στόχο ζωής στον Θεό; Μετά από τόσες λεπτομέρειες, τόσες ιστορίες και ζωές τόσων ανθρώπων, τέτοιο ψυχικό φορτίο στον αναγνώστη, η Ιζαμπέλ εξομολογείται σε ιερέα, που την καθοδηγεί στον δρόμο του Κυρίου και η Ιζαμπέλ γίνεται καλόγρια; Μου φάνηκε πολύ βεβιασμένη και πρόχειρη λύση, χωρίς καμία ουσιαστική συμβολή στην ανέλιξη και στην ολοκλήρωση του κεντρικού χαρακτήρα.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Οι άνοιξες μόνο βαστούσαν από το χέρι τη «ζαβή» και της σκούπιζαν τα σάλια. Η φύση ντυνόταν αλλόκοτα φουστάνια, πότε κατάλευκα, πότε χρωματιστά, πότε κλαρωτά, φορτωμένα λουλούδια και αρώματα. Ντυνόταν γυναίκα όμορφη, μοσχοβολητή, που περπατούσε αέρινα σ’ όλες τις εποχές και τους καιρούς, προσπερνούσε αιδάφορα τους μήνες, κρατούσε την Ιζαμπέλα από το χέρι και τη μεγάλωνε. Γινόταν πεταλούδα που χοροπηδούσε στον ουρανό κι η Λουκία πάσχιζε να θαυμάσει εκείνον τον χορό» (σελ. 53).

«Αυτή παντρεύτηκε στα τριάντα της. Τρόμαξε κι αυτή, ακόμα λίγο και θα ‘πεφτε απ’ το ράφι να τσακιστεί» (σελ. 55).

«Ο λόφος απλωνόταν μπροστά της ψηλά. Η Αθήνα έστεκε απλωμένη, μια χούφτα άσπρα δόντια πεταμένα, από κάτω του» (σελ. 71).

«Εκείνο το παιδί νόμιζε πως ήταν παιδί. Δεν ήταν. Ήταν μια μεστωμένη γυναίκα που είχε κρυφτεί σε εκείνο το κάτισχνο κορμί που έτρεμε, σαν το φυλλαράκι που αναριγεί παλεύοντας να κρατηθεί γαντζωμένο από το κλαδί του, μα οι ριπές του ανέμου δεν το αφήνουν, όσο κι αν παλεύει, και ύστερα από λίγο θα το πετάξουν στα πόδια της μάνας του ξεψυχισμένο» (σελ. 79).

«Αποκοιμήθηκε με το χαρτί στο στήθος της. Αποκοιμήθηκε με το χαρτί στο μέρος της καρδιάς και ήταν η πρώτη φορά που αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της μάνας της. Ο ύπνος εκείνος, ίδιος μέλι, χύθηκε στο κορμί της και το σιρόπιασε» (σελ. 87).

«Έσφιξε τα χείλη της, που γίνανε κόκκινη μαρτιάτικη κλωστή» (σελ. 161).

«Έκλαιγε καθε φορά που ήθελε να δώσει τον εαυτό της ολόκληρο και σκάλιζε με μανία τα σεντούκια της ψυχής της να βρει κάτι και δεν έβρισκε τίποτα να δώσει. Άνοιγε και έκλεινε κάθε φορά άδεια σεντούκια γεμάτα αράχνες και σκόνες και έκλαιγε από θλίψη και απογοήτευση που όλη η κληρονομιά της ήταν ένα άδειο σεντούκι» (σελ. 204-205).

«Ο ήλιος λαμπύριζε ακόμα και στο λιόγερμα και χρύσιζαν οι αχτίδες του, πριν αγγελομαχήσουν με το δείλι, που έσερνε από το χέρι το πορφυρό σκοτάδι και στάξουνε το ροδακινί τους αίμα στις παρυφές της βουνοπλαγιάς» (σελ. 217).

«Οι δαίμονες, Μπέλα, δε φεύγουνε αν αλλάξεις τόπο. Τους παίρνεις μαζί σου και θεριεύουν…Αυτό θέλεις, απλώς να τους αλλάξεις τόπο ή να τους σκοτώσεις;» (σελ. 467).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *