1528746_10151918543922515_107326416_n

Η Μάρω Λοενάρδου συγγραφέας; Ευχάριστη έκπληξη, ακόμη περισσότερο που το γράψιμό της είναι καλοστρωμένο και ζωντανό! Το βιβλίο είναι μεν μυθιστόρημα αλλά με τον τρόπο που είναι γραμμένο περισσότερο θυμίζει εξομολογήσεις μιας γυναίκας μετά τα σαράντα που κάνει ανασκόπηση της ζωής της και καταλήγει σε κάποια συμπεράσματα, τα οποία δεν είναι διόλου κολακευτικά για το αντρικό φύλο!

Βιβλίο Σιγά ρε φίλε
Συγγραφέας Μάρω Λεονάρδου
Κατηγορία
 Ρομαντικό μυθιστόρημα
Εκδότης Κέδρος
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Την ιστορία στο πρώτο μέρος μας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο η Θέκλα, η οποία, χωρίς να κρυφτεί από τον εαυτό της και από τον αναγνώστη, μας αποκαλύπτει τις περιπέτειες που έζησε με τους άντρες. Μας μιλά για τον πρώην σύζυγό της, τις σχέσεις της με τα τρία παιδιά της και την ψυχαναλύτριά της και για τους ερωτικούς συντρόφους που πέρασαν και σημάδεψαν τη ζωή της. Παραδέχεται ότι το 2000 γνώριζε ελάχιστα πράγματα από υπολογιστές, όταν όμως έπιασε τον άντρα της στα πράσα σε chat room έγινε εξπέρ! Στο δεύτερο μέρος, η συγγραφέας, με μια έξυπνη ανατροπή, μας δίνει την οπτική γωνία των αντρών που πέρασαν από τη ζωή της αφηγήτριας, όχι τόσο σε συναισθηματικό-ψυχολογικό επίπεδο, όσο σε αφηγηματικό, δηλαδή δεν τους ψυχαναλύει αλλά μας εξηγεί τι συνέβη πριν συναντήσουν τη Θέκλα και τι μετά. Δε γίνεται αυτό για να μας τους δικαιολογήσει ή για να τους λυπηθούμε αλλά για να καταλάβουμε ότι η ζωή δεν είναι μονοδιάστατη και πως, ό,τι σκεφτόμαστε εμείς για κάποιον ίσως να μην είναι αλήθεια ή να μην ανταποκρίνεται στα αισθήματά μας ή στη στιγμή όπως θέλουμε εμείς!

Υπάρχουν χαρακτηριστικά αποσπάσματα στο βιβλίο, τα οποία σίγουρα έχετε διαβάσει και σε άλλα βιβλία ρομαντικής λογοτεχνίας, όπως για παράδειγμα στη σελίδα 19: «Έντεκα στους δέκα άντρες που συνομιλούν σήμερα στο διαδίκτυο, άσχετα τι δηλώνουν, είναι είτε παντρεμένοι είτε δεσμευμένοι είτε στην καλύτερη περίπτωση μπερδεμένοι. Οι πραγματικά ελεύθεροι είναι είτε προβληματικοί είτε κακάσχημοι…» ή στη σελίδα 154: «Υπάρχουν ζευγάρια που βρίζονται, τσακώνονται, σκοτώνονται, παίζουν μέχρι ξύλο καμιά φορά και παρ’ όλα αυτά μένουν μαζί. Ο βαθμός της αλληλεξάρτησής τους είναι τόσο μεγάλος, που η ποιότητα της μεταξύ τους ζωής ίσως να μην έχει και τόση σημασία. Τους αρκεί που είναι μαζί και διατηρούν αυτήν τη συντροφικότητα, με αρκετά σκληρό τρόπο, ξορκίζοντας τη μοναξιά που συνεπάγεται ο ενδεχόμενος χωρισμός. Οι βρισιές και οι γκρίνιες είναι ο δικός τους τρόπος να λέει ο ένας στον άλλον “Σ’ αγαπώ”. Τελικά, αν και ισχυρίζονται ότι θα ήθελαν να χωρίσουν, δεν μπορούν και δεν το κάνουν ποτέ» (σελ. 154-155). Προς Θεού δεν τα υποστηρίζω ακρίτως, σίγουρα σηκώνουν μεγάλη συζήτηση όμως και μπορούν να βάλουν την αναγνώστρια σε σκέψεις, κάτι που δεν το κάνουν ελαφρύτερα βιβλία γυναικείας λογοτεχνίας.

Το παιχνίδι όμως αυτό χάνεται από την επιθετική συμπεριφορά που διαχέεται σε όλο το έργο. Δηλαδή η αφηγήτρια έχει η διάθεση να βοηθήσει την αναγνώστρια να γλυτώσει από δικά της λάθη διαβάζοντας τα παθήματα της Θέκλας, η οποία, όπως είπαμε, δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της. Συμβουλές, σκέψεις, απόψεις, ερωτικές περιπέτειες, ανατροπές, μπελάδες κι όλα αυτά για να καταλήξει η συγγραφέας σε ένα και μόνο συμπέρασμα: αφού αυτό θέλουν οι άντρες, σεξ και μόνο σεξ, αυτό θα πάρουν και το βιβλίο κλείνει με κανόνες που πρέπει να ακολουθήσει η αναγνώστρια για να δώσει στους άντρες αυτό που πραγματικά θέλουν και να μην παραμυθιάζεται από τα λόγια τους. Λυπάμαι, αλλά η ζωή δεν είναι άσπρο και μαύρο. Υπάρχουν άντρες που θέλουν μόνο το σεξ, υπάρχουν άντρες που θέλουν και την τρυφερότητα, υπάρχουν και άντρες που φοβούνται τη δέσμευση χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αν «παγιδευτούν» θα απατήσουν τη σύζυγο και μάλιστα κατά κόρον. Όλα συζητήσιμα και ανεκτά, όμως το φινάλε δείχνει έναν μονόδρομο στις σχέσεις και μια πίκρα απέναντι στο αντρικό φύλο που σίγουρα δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.

Άλλα χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Άλλωστε, οι περισσότεροι συγγραφείς και ειδικά εκείνοι οι σπουδαίοι συγγραφείς, στους οποίους θα ήθελα μια μέρα να μοιάσω και στη χορεία των οποίων θα ήθελα να συμπεριληφθώ, ήταν όλοι τους ψυχικά διαταραγμένοι…Εκείνοι λοιπόν που για κάποιον λόγο η ζωή τούς έκανε διαφορετικούς, αρχικά ανέπτυξαν την παρατηρητικότητά τους και αναζήτησαν τι είναι αυτό που δεν έχουν οι ίδιοι και το έχουν οι άλλοι. Στη συνέχεια, επειδή αντιλήφθηκαν πως ό,τι τους λείπει δε θα το αποκτήσουν ποτέ, αποφάσισαν να το περιγράψουν και να το βιώσουν μέσα από την πένα τους και τους ήρωες των έργων τους. Η παρατήρηση φέρνει την περιγραφή, η περιγραφή την καταγγελία και η καταγγελία την εκδίκηση» (σελ. 49).

«-Τι ευτυχισμένο ζευγάρι! θα λένε όλοι τότε που τα τριάντα χρόνια γάμου θα έχουν σβήσει τις δικές του απιστίες: -Έλα μωρέ, άντρας είναι! και τη δική της απόγνωση: -Τι ηρωίδα μάνα! Τότε που θα έχουν ξεχαστεί τα χρόνια που εκείνη τον μισούσε και ευχόταν κρυφά ακόμη και να πεθάνει, για να ελευθερωθεί δίχως να χρειαστεί να τον χωρίσει, θα έχουν ξεχαστεί και τα βράδια που ο ήχος από το σούρσιμο της παντόφλας του μπροστά στην τηλεόραση της προκαλούσε νευρική κρίση, θα έχουν σβηστεί όλα από τη μνήμη της. Τότε εκείνη κλεινόταν στο μπάνιο ή στην κρεβατοκάμαρα για να το αντέξει, διάβαζε δεκάδες βιβλία -να γιατί έχει μεγάλη πέραση η γυναικεία λογοτεχνία-, μέχρι να ξημερώσει η νέα μέρα και να ξαναρχίσει ο ίδιος αγώνας για τα παιδιά, το μεσημεριανό φαγητό, τα ψώνια, τα μαθήματα, τους συγγενείς και για όλα αυτά που, όπως σωστά έγραψε η Αμερικανίδα Ίντιθ Γουόρτον, κρατούν τους παντρεμένους κοντά και ταυτόχρονα σε ασφαλή απόσταση για να μην αλληοσφαχτούν» (σελ. 224).

Να και το απόσπασμα της Ίντιθ Γουόρτον:

«Ξέρεις, αρχίζω να καταλαβαίνω σε τι χρησιμεύει ο γάμος. Είναι για να κρατάει τους ανθρώπους μακριά τον έναν απ’ τον άλλον. Μερικές φορές νομίζω ότι δύο άνθρωποι που αγαπιούνται μπορούν να γλιτώσουν απ’ την τρέλα μόνο χάρη στα πράγματα που μπαίνουν ανάμεσά τους -τα παιδιά, τις υποχρεώσεις, τις επισκέψεις, τους βαρετούς ανθρώπους και τους συγγενείς- τα πράγματα που προστατεύουν τον ένα σύζυγο από τον άλλο».

Leave a Reply

Your email address will not be published.