48314170_1146578315503329_3385492827017314304_n

«Σαν τα τρελά πουλιά τον κάνανε τον κόσμο οι καταραμένοι. Σαν τα τρελά πουλιά». Έτσι ξεκινάει το ομότιτλο βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου και είναι τα λόγια της Κλειούς, μάνας της Άννας, σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και τις μετέπειτα συνέπειες. Σε αυτό το βιβλίο συνεχίζονται οι περιπέτειες της Άννας, που μετακομίζει διαδοχικά σε Αλεξάνδρεια και Αθήνα, γνωρίζει και παντρεύεται τον άντρα της και με τα παιδιά της, Γιάννη και Έλλη, περνούν τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής στην Αθήνα.

Βιβλίο Σαν τα τρελά πουλιά
Συγγραφέας Μαρία Ιορδανίδου
Κατηγορία
 Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Εστία
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Η υπέροχη, πλούσια γραφή της Μαρίας Ιορδανίδου μου χάρισε άλλο ένα αγαπημένο βιβλίο. Χωρισμένο ξεκάθαρα σε δύο μέρη με άφησε να απολαύσω τους τόπους και τις συνθήκες με την ησυχία μου, να γνωρίσω την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα του Μεσοπολέμου με τους δικούς μου ρυθμούς, να προλάβω ν’ αγαπήσω και κάνα δυο γείτονες πριν προχωρήσουμε παρακάτω. Στο πρώτο μέρος, η Άννα προσπαθεί να εγκλιματιστεί στην Κωνσταντινούπολη που είχε χάσει για εφτά χρόνια και ταυτόχρονα να αποποιηθεί την κουλτούρα που καλλιεργήθηκε μέσα της, εκφράσεις, αντιλήψεις, λεξιλόγιο, όσο ήταν παγιδευμένη στην κομμουνιστική Ρωσία, μιας και τα πράγματα και οι συνθήκες ζωής στην Πόλη που βρήκε ήταν εντελώς διαφορετικές. Χάρη στην καλή της τύχη βρίσκει επιτέλους δουλειά, η οποία τη στέλνει με μετάθεση στην Αλεξάνδρεια της δεκαετίας του 1920.

Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλήξω ποιο μέρος του βιβλίου μου άρεσε περισσότερο. Στο κομμάτι της Αλεξάνδρειας, οι κοινωνικές αντιθέσεις, η πλειάδα προσώπων και περιστατικών, ο αγώνας δύο γυναικών να ενταχθούν σε μια πόλη φτωχή και ταυτόχρονα πλούσια μόνο αστεία περιστατικά μπορεί να δημιουργήσει, οπότε με τη μαεστρία της συγγραφέως διάβασα τις απολαυστικότερες σελίδες ενός μυθιστορήματος ως τώρα. Η ζωή σε ένα ξενοδοχείο, που δεν ήταν ξενοδοχείο, η μανία της Κλειούς να κουβαλάει τα πάντα μαζί της, το χαμσίνι που αναστατώνει τη ζωή έτσι και φυσήξει περιγράφονται γλαφυρά και με ολοφάνερη την πικρόγλυκη ανάμνηση μιας περασμένης ζωής (μιας και η Μαρία Ιορδανίδου αυτό έκανε, κατέγραφε τη ζωή της οικογένειάς της, επομένως κάμποσα από αυτά τα περιστατικά, αν όχι όλα, ήταν βιωμένα).

Αιτία για έντονες διαφωνίες μεταξύ μάνας και κόρης ήταν η γνωριμία με τον Δάσκαλο, τον μετέπειτα σύζυγο της Άννας, μιας και η Κλειώ τον θεωρούσε από την αρχή τραγοπόδαρο και με βαριά σκιά. Χάρη σε αυτόν, η Άννα διευρύνει τους ορίζοντές της, μορφώνεται και… μυείται στον κομμουνισμό! Με συνοπτικά λόγια περιγράφεται η ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Αιγύπτου και ο τρόπος που αυτό συνδέθηκε με την Κομμουνιστική Διεθνή. Η ανυπότακτη Άννα αρνήθηκε να γραφτεί στο κόμμα, ενστερνίστηκε όμως τα ιδεώδη του και βοήθησε όπως μπορούσε στις απεργίες της εποχής. Επομένως, με μάνα βενιζελικιά καταλαβαίνετε τι γινόταν στο σπίτι αυτών των δύο γυναικών.

Έτσι η Άννα παντρεύεται τον Δάσκαλο, όπως φώναζε τον σύζυγό της, και τον ακολουθεί συν μητρός στην Αθήνα, όπου ζουν στην έρημη λεωφόρο Αλεξάνδρας με τα μαρμαράδικα, τις φυλακές Αβέρωφ και τα νεόδμητα Προσφυγικά (η πίκρα της γι’ αυτούς τους διωγμένους φαινόταν ήδη από την πρώτη πρόταση: «Αριστούργημα ήταν αυτοί οι προσφυγικοί συνοικισμοί. Σκηνικό για ιταλικές μαριονέτες, όπου η νοικοκυρά σου χαμογελούσε από το δεύτερο πάτωμα και είχες την εντύπωση ότι τα πόδια της ακουμπούσαν στο πάτωμα του ισογείου-σελ. 97). Η Μαρία Ιορδανίδου καταγράφει με την ίδια λεπτότητα και παρατηρητικότητα στιγμές μιας Αθήνας που έχει παρέλθει οριστικά ενώ η ίδια η Άννα είναι πλέον μια γυναίκα χωρίς ταυτότητα: «Όπου κι αν βρίσκουνταν, όλος ο κόσμος την έπαιρνε για ξένη. Οι Έλληνες την παίρνανε για Εγγλέζα, οι Εγγλέζοι για Ρώσα, οι Ρώσοι για Κύριος οίδε τι. Μια φορά, ούλοι τη σέβονταν, γιατί στους ξένους όλες οι εκκεντρικότητες συχωριούνται» (σελ. 89). Η μαρτυρία της για τις συνθήκες ζωής στην Αλεξάνδρα και ειδικά στην περιοχή του Ελληνικού όπου κατέλυσαν στο τέλος οι ήρωές μας ήταν συγκλονιστική ως προς το τι υπήρχε, πώς χτίστηκε, πώς φέρονταν οι κάτοικοι τότε και πώς αντέδρασαν στη φήμη για δημιουργία αεροδρομίου!

Σε μια πόλη λοιπόν όπου καταγράφονται τα πάντα, συγκοινωνίες, σπίτια, αρχιτεκτονική, η Άννα αγωνίζεται να επιβιώσει παραδίδοντας μαθήματα κατ’ οίκον, κλείνοντας τ’ αυτιά στην γκρίνια της μάνας της που θεωρεί το μέρος τούτο κόλαση. Ταυτόχρονα, ο άντρας της, εκτός από δάσκαλος στη Μαράσλειο, ήταν δραστήριο κομματικό μέλος και είχε ιδρύσει κομματικούς πυρήνες ενώ η ίδια είχε μπει για τα καλά στον ρόλο της γυναίκας του αγωνιστή. Μιας και ο Δάσκαλος δεν έπαυε να παρακολουθεί και την εκπαιδευτική κίνηση της εποχής, σύντομα άρχισαν να παρελαύνουν από τις σελίδες του μυθιστορήματος μορφές όπως ο Δημήτρης Γληνός και ο Πέτρος Πικρός, με τους οποίους αλληλοεπηρεάστηκε έντονα η οικογένεια της Άννας, δεν έκαναν δηλαδή ένα απλό πέρασμα. Έτσι η κεντρική ηρωίδα της ιστορίας γίνεται κοινωνός και κινητήριος μοχλών πολλών γλωσσικών και ιστορικών εξελίξεων, σχεδόν άθελά της! Επιπλέον, νονός του Γιάννη ήταν ο Αλέξανδρος Δελμούζος ενώ η Άννα βρήκε κάποια στιγμή, μετά την πτώση του Πάγκαλου, δουλειά στην εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, «στη Μητροπόλεως 38», όπου ήταν μαζεμένη όλη η αφρόκρεμα της ελληνικής διανόησης του τότε, κατατρεγμένοι όλοι από τη δικτατορία του Πάγκαλου: Βάρναλης, Γληνός, Ιορδανίδης, Ποριώτης, Καρθαίος, Κορδάτος κ. ά. Γράφει χαρακτηριστικά η Μαρία Ιορδανίδου: «Μπράβο, Ελευθερουδάκη! Άνοιξε τις πόρτες του πλατιά το σπίτι της οδού Μητροπόλεως και όρμησαν μέσα, σαν τρα τρελά πουλιά, όλοι εκείνοι οι αξιόλογοι άνθρωποι» (σελ. 136).

Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που χειρίστηκε το θέμα του κομμουνισμού η συγγραφέας. Χωρίς να φορά παρωπίδες και να υποστηρίζει έντονα τον κομμουνισμό, κατέγραψε με ακριβοδίκαιο τρόπο τα θετικά και τα αρνητικά αυτής της νοοτροπίας μέσω αστείων αλλά και σκληρών περιστατικών. Έχοντας μάλιστα προετοιμάσει τον αναγνώστη και κυρίως την Άννα ήδη από το προηγούμενο βιβλίο, τις «Διακοπές στον Καύκασο», όπου η Ρωσική επανάσταση έσκασε στα μούτρα όλου του κόσμου κι άρχισε η νέα αυτή τάξη πραγμάτων να κερδίζει έδαφος, εδώ δε λείπουν οι διαφορετικές εκφάνσεις του ίδιου συστήματος: ισότητα για όλους και ταυτόχρονα εσωτερική διχόνοια με ανεδαφικά επιχειρήματα για διαγραφή όσων κρίνονταν ρηξικέλευθοι ή διαφωνούσαν. Δε γίνεται να μη γελάσεις με τον φανατισμό ορισμένων που βάφτισαν το παιδί τους Λένιν (ο παπάς δικαιολογήθηκε πως άκουσε το όνομα «Ελένη» κι ας ήταν το παιδί αρσενικό!) ούτε και να μην κλάψεις με τα εσωτερικά ξεκαθαρίσματα και την τυφλή υπακοή στις διαταγές του ανωτέρου! Ειδικά το κείμενο στη σελίδα 138 είναι λεπτοδουλεμένο και ειλικρινέστατο: «Όσοι διαγράφονται βγαίνουν με ταμπέλα στο κούτελο. Ο ένας είναι λικβινταριστής, ο άλλος φραξιονιστής, ο άλλος αρχειομαρξιστής και όλοι μαζί είναι τροτσκιστές. Ανήκουν στη διεθνή τροτσκιστική αντιπολίτευση γιατί δε συμφωνούν και αντιδρούν στη θέληση του Στάλιν». Μύλος!

Πώς θα χειριστεί λοιπόν η Άννα τη νέα τους ζωή; Τι θα συμβεί στον Δάσκαλο όταν ενταθεί το κυνηγητό των κομμουνιστών; Πώς θα επιζήσει η Άννα στο εξίσου νεόδμητο Ελληνικό; Πόσο πολύ επηρεάζουν και επηρεάζονται οι άνθρωποι από τα ιστορικά γεγονότα; Το «Σαν τα τρελά πουλιά» είναι κατ’ εμέ από τα καλύτερα ως τώρα της σειράς βιβλίων της Μαρίας Ιορδανίδου, λόγω της οξυδέρκειας της δημιουργού, της πληθώρας πληροφοριών και μαρτυριών για μια Αθήνα που χάθηκε ανεπιστρεπτί, της εξισορροπημένης δόσης γέλιου και κλάματος και κυρίως για την αισιοδοξία που διαπνέει κάθε σελίδα έστω κι αν αυτή δε φαίνεται τόσο έντονα αλλά υποβόσκει. Το μυθιστόρημα σταματά με την εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα και την Άννα με την Κλειώ να έχουν μια πολύ συγκινητική σκηνή:

«-Τι λες, μπρε παιδί μου, για πότε πέρασαν τα χρόνια! –Τα χρόνια δεν πέρασαν, μάνα μου, τα χρόνια δεν περνούνε»…Τα χρόνια στέκουνται. Εμείς περνούμε» (σελ. 177).

Leave a Reply

Your email address will not be published.