Η οικογένεια Βαμβακά έχει αρχίσει να παίρνει τον δρόμο της, με τα εμπορικά στη Χαλκίδα και τον Πειραιά μα κυρίως με την ποτοποιία που αρχίζει να αναπτύσσεται να τους αποφέρει κέρδη και κύρος. Η αστική τάξη αρχίζει να διαμορφώνεται, το εμπόριο να αναπτύσσεται, νέες αγορές αποζητούν προϊόντα και οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος ακολουθούν τα μονοπάτια τους. Σε ποιο σημείο θα φτάσει η οικονομική άνθιση; Ποιοι παράγοντες θα την μπολιάσουν και ποιοι θα την αναχαιτίσουν; Ποιοι είναι οι δυνατοί και ποιοι οι αδύναμοι; Ποιο είναι το μυστικό του Ποτού που θα εκτοξεύσει τις πωλήσεις και τη φήμη τους; Πώς θα καταφέρει η οικογένεια να παραμείνει ενωμένη μέσα από τις νέες τρικυμίες;
Βιβλίο Πόρτο Λεόνε
Συγγραφέας Μαίρη Κόντζογλου
Κατηγορία Ιστορικό μυθιστόρημα / Ρομαντικό μυθιστόρημα / Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Μεταίχμιο
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Τα δύο μυθιστορήματα, υπό τον ενιαίο τίτλο «Σκουριά και χρυσάφι», εκτυλίσσονται κυρίως σε Χαλκίδα (Νεγρεπόντε) και Πειραιά (Πόρτο Λεόνε) από το 1824 έως το 1899 και καταγράφουν το χρονικό μιας πλούσιας και επιφανούς οικογένειας εμπόρων, που αντιμετωπίζει προκλήσεις, επιτυχία, εμπόδια, έρωτες, τραγωδίες και κοινωνική αναγνώριση. Η μελέτη της εποχής, του τόπου και της κοινωνίας είναι για άλλη μια φορά σοβαρή, τεκμηριωμένη και σωστά εντεταγμένη στις ατραπούς της πλοκής με τρόπο που μόνο ένα εύστροφο μυαλό μπορεί να πλάσει. Η συγγραφέας έχει ήδη δοκιμαστεί στον χώρο του ιστορικού μυθιστορήματος με τις υπέροχες «Μαγεμένες» και με την αξέχαστη τριλογία «Τα παλιά ασήμια», έτσι επιστρέφει ανανεωμένη, διαβασμένη και ευρηματική. Έχει έρωτα αλλά αποφεύγει να γίνει ρομαντική, έχει ιστορικά γεγονότα αλλά δεν κουράζει, έχει εξελίξεις, όλες όμως απαραίτητες και σφιχτά δεμένες στο άρμα της Μοίρας. Ο διαχωρισμός μάλιστα του έργου σε δύο τόμους αφήνει αρκετό περιθώριο, χωρίς ποτέ να ξεφεύγουμε από την κεντρική ιδέα και χωρίς να δίνει άσκοπες περιγραφές για να γεμίζει χωρίς ουσία σελίδες επί σελίδων, να ταξιδέψει τον αναγνώστη λίγο περισσότερο σε Χαλκίδα, Αθήνα και Πειραιά, να του συστήσει τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες του τότε, να περιγράψει αντικείμενα, επαγγέλματα και μαγαζιά που συγκροτούν με συναρπαστικό και άκρως ρεαλιστικό τρόπο το φόντο του μυθιστορήματος.
Την ιστορία την καταγράφει εν έτει 1899, παρεμβαίνοντας με τη δική του πρωτοπρόσωπη γραφή σε παρένθετα κεφάλαια, ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος. Καταλαβαίνουμε αμέσως πως είναι κάποιος από τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια αλλά περισσότερα στοιχεία έρχονται στο φως σε κατοπινές σελίδες. Η ταυτότητά του αναδεικνύεται διά της εις άτοπον απαγωγής και το κείμενό του γεμίζει αφηγηματικά κενά, προχωράει γρηγορότερα τις εξελίξεις, συμπληρώνει ψυχογραφίες με την εμπειρία του χρόνου που κυρτώνει τους ώμους του. Καταγράφει ακριβοδίκαια, αναπολεί, μετανιώνει, παραδέχεται λάθη και χάρη σε αυτό το εύρημα το τέλος του μυθιστορήματος και του συνολικού έργου δίνεται με έναν τόσο συγκινητικό τρόπο που θα μου μείνει αξέχαστος!
Στο «Πόρτο Λεόνε», τον ανερχόμενο Πειραιά, μας μεταφέρει το δεύτερο βιβλίο της διλογίας «Σκουριά και χρυσάφι» που εξακολουθεί να μας ταξιδεύει σε μια δύσκολη και προκλητική εποχή, τα τέλη του 19ου αιώνα, με την άνθιση του εμπορίου, την ανάπτυξη του εφοπλιστικού κλάδου και την ανάρρηση της αστικής τάξης στη διεθνή πραγματικότητα. Πρόκειται για το συμπυκνωμένο έπος μιας οικογένειας που αυξάνεται και μειώνεται σε αριθμό μελών, που πλουτίζει και ρισκάρει, που εκμεταλλεύεται πρόσωπα και καταστάσεις (χωρίς να ξεπερνά τους ηθικούς φραγμούς μιας τέτοιας πορείας), που καλωσορίζει νέα πρόσωπα στις ζωές τους. Η φλογερή Σιμόν, ο επαναστάτης Μάρκος Πόθος, ο τυφλωμένος από τον τζόγο Μάνος, ο Ανδρέας Σινάνογλου και άλλοι είναι ενδιαφέροντες χαρακτήρες που προχωράνε την πλοκή ένα βήμα παρακάτω ενώ ο καθένας τους έχει μια ποικιλία από καταβολές και αντιλήψεις, κάτι που μετατρέπει το μυθιστόρημα σε πολύχρωμο χαλί χαρακτηριστικών φυσιογνωμιών της εποχής και των αντιλήψεων.
Ευτυχώς η συγγραφέας προσπερνά τον σκόπελο να αφηγηθεί εκτενώς τις ζωές όλων των Βαμβακάδων και δε βαραίνει το κείμενο με πολλές και ίσως περιττές λεπτομέρειες. Επικεντρώνεται στους πρωτότοκους, όπως και στο πρώτο βιβλίο, ενώ οι υπόλοιποι είτε αναφέρονται συνοπτικά σε καίρια σημεία του μυθιστορήματος είτε λαμβάνουν μέρος σε σημεία καμπής και εμπλέκονται με την οικογενειακή επιχείρηση ή με τα συμφέροντά της με ζυγισμένο τρόπο. Πλέον δίνεται έμφαση στην αξία και τη σημασία της οικογένειας, στους ηθικούς φραγμούς που απαιτούνται, στη σύμπνοια και την εργατικότητα αλλά και στον χαμό που επιφέρει ένα απαγορευμένο πάθος, μια λάθος τακτική, μια κακή χρονική ή οικονομική συγκυρία.
Η Αυγουστίνα μπλέκεται συναισθηματικά μεταξύ δύο αντρών αλλά παρουσιάζεται με μέτρο και ακριβοδίκαια. Σύντομα όμως θα χρειαστεί να πληρώσει το τίμημα ενώ απρόσμενα γεγονότα θα ανατρέψουν για πάντα τη δική της ζωή. Πρόκειται για έναν από τους πιο ενδιαφέροντες ήρωες του μυθιστορήματος και για μια γυναίκα ταγμένη στο συμφέρον της οικογένειάς της. Έχει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα και περνά πολλές δοκιμασίες που με συγκίνησαν και με έκαναν να τη θαυμάσω. Ο αδερφός της, Αντώνης, παγιδεύεται σ’ ένα ανομολόγητο πάθος, το φορτίο του οποίου θα κουβαλάει μια ζωή, με ανυπολόγιστες συνέπειες στην προσωπική και την οικογενειακή του ζωή. Ο Μάνος Χατζηγιαννάκος φαντάζει η ιδανική επιλογή γαμπρού και το αλισβερίσι του με τους Βαμβακάδες κρύβει πολλά συμφέροντα ενώ ο ίδιος είναι μπλεγμένος στα νύχια του τζόγου. Κι απ’ την Κεφαλονιά, που δωρίζεται με τα υπόλοιπα Επτάνησα στην Ελλάδα με την ανακήρυξη του Γεωργίου ως του επόμενου βασιλιά της χώρας, εμφανίζεται ο Μάρκος Πόθος, με ταιριαστό όνομα: είχε πάθος για την ελευθερία, τις γυναίκες, την οινοποιία. Γεμάτος επαναστατικές ιδέες, έρχεται πάντα σε ρήξη με τον πατέρα του, που παραμένει προσκολλημένος στα προ πολλού χαμένα μεγαλεία του παρελθόντος. Σπουδάζει στην Αθήνα κι έρχεται σε επαφή με τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, με την ιδέα της ελευθερίας του ατόμου, τον ορθολογισμό, την επιστήμη κι έτσι οι εκάστοτε βασιλείς: «…όχι μόνο ήταν χαραμοφάηδες και άχρηστοι, στην πραγματικότητα ήταν ο εχθρός» (σελ. 145).
Αυτά τα αδρά σκιαγραφημένα πρόσωπα δρουν σε μια ενδιαφέρουσα εποχή και σε μια πόλη που δε σταματά να αλλάζει και να γεμίζει αντιθέσεις, αρκετά μεγάλες μεταξύ τους. Το καλοκαίρι του 1863 είχαμε τον εμφύλιο μεταξύ Πεδινών και Ορεινών που στοίχισε 250 νεκρούς και καταβαράθρωσε το κύρος της χώρας διεθνώς. Το 1872 εμφανίστηκε στον επιχειρηματικό κόσμο ο Ανδρέας Συγγρός που συνοδεύεται από την υπόθεση Τζιανμπαντίστα Σερπιέρη και το σκάνδαλο με τα μεταλλεία Λαυρίου που έφερε την απόλυτη ένδεια και τη χρεωκοπία. «Μέσα σε έναν κόσμο που άλλαζε, διαμορφωνόταν μια νέα πραγματικότητα, μια νέα τάξη σχηματίζεται, αυτή που είχε βάση το χρήμα, οι τίτλοι ευγενείας που είχε φέρει ο Όθων ξεθώριαζαν ήταν παλιοί και άχρηστοι, άφησε που ήταν και ελάχιστοι» (σελ. 478). Νέα Υόρκη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη είναι οι νέοι τόποι εμπορίου ενώ ταυτόχρονα δε φεύγουμε από την πρωτεύουσα της Ελλάδας, την Αθήνα φτωχών και πλουσίων. Το Μεταξουργείο, με την ολοφώτιστη έπαυλη Χατζηγιαννάκου, μιας και ήταν το πρώτο σπίτι που έβαλε φωταέριο, περιγράφεται γλαφυρότατα: «…αν και εκεί λειτουργούσε ήδη ένα εργοστάσιο μεταξιού, ένα ορφανοτροφείο και λίγο μακρύτερα το εργοστάσιο παραγωγής φωταερίου, μετά το μεσημέρι η περιοχή ερήμωνε απελπιστικά… Η έπαυλή τους, όπως αρεσκόταν να την ονομάζει, μπορεί να ήταν κρυμμένη μέσα σε ένα καταπράσινο δάσος από πεύκα, κυπαρίσσια, ελαιόδεντρα, δάφνες και μυρτιές, όμως τις νύχτες έλαμπε σαν το φεγγάρι στον ουρανό» (σελ. 90). Από την άλλη, στα Μεσόγεια: «…αγρότες οι άνθρωποι δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν με την πολιτική, τους απασχολούσε η ξηρασία του θέρους, οι παγωνιές του χειμώνα και οι πλημμύρες της άνοιξης. Αν δεν κάρπιζαν οι σπορές τους, θα πέθαιναν της πείνας» (σελ. 146).
Κι όλα αυτά συνοδεύονται από λυρικές περιγραφές τόπων, ψυχών και γεγονότων, μεταφορές και καλολογικά στοιχεία που στολίζουν το κείμενο. Διάλογοι απέριττοι, κοφτοί, περιορισμένοι στις άκρως απαραίτητες λέξεις που θα ζωντανέψουν τη στιγμή και θα φωτίσουν τον ομιλούντα, προσεκτικά καταστρωμένες εισαγωγές και εξέλιξη των επιμέρους σκηνών, με άφθονες ενδιαφέρουσες και συναρπαστικές λεπτομέρειες για πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, μελετημένη και ενδελεχής αναπαράσταση της Αθήνας από αρχιτεκτονικής, κοινωνικής και διοικητικής άποψης είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα του μυθιστορήματος. Τα ιστορικά γεγονότα είναι εντελώς απογυμνωμένα από ανούσιες λεπτομέρειες και η συγγραφέας είτε τα παραθέτει μέσω των σκηνών του βιβλίου είτε σε υποσημειώσεις μόνο με λέξεις-κλειδιά και δωρικές επεξηγηματικές φράσεις, που παρακινούν όποιον θέλει να μάθει παραπάνω πράγματα να το ψάξει περισσότερο κι έτσι ο αναγνώστης κάνει κατά τόπους σύντομα εγκυκλοπαιδικά διαλείμματα και αφοσιώνεται ξανά στην ανατρεπτική αφήγηση.
Ούτε σε αυτό το βιβλίο λείπουν οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις: «Άνοιξε την πόρτα της αυλής και εκείνη τον καλωσόρισε με ένα κουρασμένο τρίξιμο, τόσα χρόνια, τόσα παιδιά, άνοιξε-κλείσε…» (σελ. 245). Η συγγραφέας συνεχίζει να παρεμβαίνει με τον δικό της τρόπο στα δρώμενα: «Α, ναι… Ξεχάσαμε να σας πούμε…» (σελ. 38) ή «Και εμείς που γνωρίζουμε λίγο καλύτερα την ιστορία…» (σελ. 144). Και φυσικά το χιούμορ εξακολουθεί να ελαφραίνει σε κρίσιμα σημεία την αφήγηση: «Ο νέος μονάρχης της χώρας, με τα τόσα πολλά και τόσο σοβαρά προβλήματα, ήταν μόλις δεκαεπτά ετών. Πάρε και κατάλαβε δηλαδή…» (σελ. 126).
«Πόροτ Λεόνε» λοιπόν, η συνέχεια και το τέλος της διλογίας «Σκουριά και χρυσάφι», ένα μυθιστόρημα που καταγράφει και ζωντανεύει τις επιτυχίες και τις αναποδιές της οικογένειας Βαμβακά, τους έρωτες και τους συμφέροντες γάμους, χωρίς ακρότητες και υπερβολές όμως, μιας και δεν έπαψαν να είναι άνθρωποι, ούτε να στηρίζουν την οικογένεια. Ταξίδια σε Πόλη και Νέα Υόρκη, νέοι ενδιαφέροντες χαρακτήρες που μπαινοβγαίνουν στις ζωές τους προχωρώντας την πλοκή παρακάτω δημιουργούν αξέχαστα αφηγηματικά μοτίβα. Δεν έγιναν πάμπλουτοι, μιας και το εμπόριο δεν έφερνε πολλά κέρδη, κάτι τα κοντράτα, κάτι οι ασφάλειες και τα ναύλα, κάτι η φορολογία, απλώς το όνομά τους ακουγόταν όλο και περισσότερο, νέα παιδιά κι εγγόνια δημιουργούσαν νέες χαρές αλλά και απαιτήσεις, μυστικά και κατάθλιψη, όλα εδώ, με τη σωστή πένα της Μαίρης Κόντζογλου. Γιατί το «Πόρτο Λεόνε» δε συμβολίζει μόνο το λιμάνι του Πειραιά με το ξακουστό λιοντάρι του αλλά και τα ίδια τα λιοντάρια που τρώνε τις σάρκες τους και διαρκώς παλεύουν μεταξύ τους για την επιβίωση.