coverkrikos

Ο Ανδρέας και η Γιαννούλα με βαριά καρδιά μετακομίζουν τη δεκαετία του 1960 στη Γερμανία ως εργάτες σε εργοστάσιο, αφήνοντας πίσω τους τρία παιδιά να μεγαλώσουν με τους παππούδες τους. Πώς θα είναι η ζωή εκεί; Πώς θα μεγαλώσουν τα παιδιά; Τι αντίκτυπο θα έχει αυτή η απόφαση στη μετέπειτα ζωή όλων τους;

Βιβλίο Ο κρίκος
Συγγραφέας Κυριακή Καζακίδου
Κατηγορία
Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Λυχνάρι
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Η Κυριακή Καζακίδου στο νέο της μυθιστόρημα μας ταξιδεύει και πάλι σ’ ένα χωριό της Θράκης στα δύσκολα χρόνια του 1960, όπου η φτώχεια και η ανέχεια είναι διάχυτες. Στο καφενείο κάθε φορά και λιγοστεύουν οι συγχωριανοί και τελικά τα πράγματα φτάνουν στο μη περαιτέρω όταν ο μπακάλης σταματάει να δίνει βερεσέ. Είμαστε στις αρχές του 1960, οπότε και υπεγράφη η σύμβαση για την τοποθέτηση Ελλήνων εργαζομένων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. «…πώς είναι δυνατόν αυτή η χώρα που σκόρπισε τον θάνατο πριν λίγα χρόνια, που η ίδια γκρεμίστηκε, να γεμίζει πάλι μέσα σ’ αυτά τα λίγα χρόνια τον κόσμο με τα αυτοκίνητα, με ηλεκτρικά είδη»; Η απορία πολλών. Έτοιμη δουλειά περιμένει τον Ανδρέα από τ’ αδέλφια του, ταξιδεύει δυο μέρες με ένα τρένο γεμάτο άντρες, ιστορίες, ελπίδες. Φτάνει στην ξένη χώρα, όλα άγνωστα, άλλη γλώσσα, κανείς δεν είχε φροντίσει να τους μάθει γερμανικά, «χέρια εργατικά χρειάζονταν οι Γερμανοί, όχι το μυαλό τους». Πρακτικές δυσκολίες, μεγάλος αριθμός αγνώστων, τα λεφτά όμως καλά κι από κει που λένε «θα δω και ίσως γυρίσω» αρχίζουν να ετοιμάζουν και τις γυναίκες τους. Άνθρωποι γκασταρμπάιτερ, που θα γυρίσουν λένε κάποτε στην πατρίδα τους, προσωρινά τους θέλει η Γερμανία, μόνο που αυτό το «προσωρινά» μπορεί να σημαίνει «μόνιμα» για να μπολιάζει τα όνειρά τους. Υπερωρίες, κούραση, κόπωση, ανυπομονησία για τα Σαββατοκύριακα κι ένα γερό κομπόδεμα που φτιάχνεται με ιδρώτα και στερήσεις. Μια γενιά παραζαλισμένη μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, γεμάτη τύψεις και ενοχές που τα παιδιά της μεγαλώνουν με τον παππού και τη γιαγιά.

Ο Κώστας, ο Δημήτρης κα η Ανθούλα έχουν μείνει πίσω, προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους, να μη στενοχωρήσουν τη γιαγιά τους τώρα που έμειναν μόνα μαζί της. Έκλαψα με την περιγραφή του σιωπηρού αποχωρισμού, μιας και η μάνα έφυγε σχεδόν στα κλεφτά για να μη δυσκολέψει η στιγμή κι εκείνα κοιμήθηκαν στην αγκαλιά της γιαγιάς με ρούχα δικά της για να τη μυρίζουν. Δύσκολη η κατάσταση στο σχολείο, με τους φίλους τους να ακολουθούν τους γονείς τους και να λιγοστεύουν οι παρέες, αλλά και στο σπίτι, όπου τα δυο αγόρια φοράνε το μικρότερο τα ρούχα του μεγαλύτερου, παπούτσια «σαν καινούργια», ώσπου έρχεται το δέμα από τη Γερμανία με καινούργια ρούχα για όλα τα παιδιά: «-Καινούργια… έφυγε το «σαν»;»! Από την άλλη, η Ανθούλα, το στερνοπούλι, που μεγαλώνει πότε Ελλάδα και πότε Γερμανία κατά τις βουλές των γονιών της, «Ένιωσε σα να ήταν βαλιτσάκι, που το μεταφέρουν από δω κι από κει ενώ αυτή ήθελε να νιώθει σαν δέντρο, να ριζώσει κάπου»» (σελ. 52).

Αυτή είναι η αρχή ενός δυνατού, τρυφερού, σκληρού και γλυκόπικρου μυθιστορήματος που καταγράφει την ιστορία τριών γενιών σχεδόν, μιας και τα παιδιά του Ανδρέα και της Γιαννούλας μεγαλώνουν κι αυτά με τη σειρά τους, σπουδάζουν, ερωτεύονται, προσπαθούν να φτιάξουν καριέρα και οικογένεια, με το ένα πόδι στην Ελλάδα και το άλλο στη Γερμανία. Οι γονείς τους καταλαβαίνουν πόσα τους στέρησαν με τις χιλιάδες εργατοώρες που θυσίασαν κι ελπίζουν σύντομα να εγκατασταθούν όλοι μαζί στην Ελλάδα. Οι εξελίξεις όμως είναι αναπάντεχες και τα πάντα αλλάζουν και ανατρέπονται συνεχώς. Η ιστορία κυλάει σα νερό και μας μεταφέρει από τη δεκαετία της αβεβαιότητας σε αυτήν του θυμού, της Ουλρίκε Μάινχοφ και του Κόκκινου Στρατού που δρούσε τότε στη Γερμανία κι αργότερα σε αυτήν της παγκοσμιοποίησης. Η ακτιβίστρια Βίλμα, που τιμωρήθηκε για τα πιστεύω της με «απαγόρευση εργασίας», που μεγάλωσε μαζί με το μεταπολεμικό Βερολίνο, που επηρεάστηκε από τη διχοτόμηση πόλης, χώρας, ζωών ερωτεύεται τον Δημήτρη, θα καταφέρουν όμως οι αντίθετες ιδεολογίες τους να τους κρατήσουν ενωμένους; Η Ανθούλα σπουδάζει κι αυτή στη Γερμανία, σημαδεμένη από τη γνωριμία της με τον Αλέξανδρο, τον οποίο επιτέλους ξανασυναντά τυχαία στο βιβλιοπωλείο του κι αυτή η γνωριμία θα της ανατρέψει όλα τα σχέδια. Από την άλλη, ο Κώστας μπλέκει με ναρκωτικά και ποτό και η ζωή του είναι εντελώς διαφορετική από των αδελφών του, θα μπορέσει όμως να βρει την ηρεμία και τη γαλήνη που κατά βάθος χρειάζεται;

Photo by Elimende Inagella on Unsplash

Το μυθιστόρημα καταφέρνει να ενώσει μέσα από μια ομάδα πρωταγωνιστών τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους: τους γκασταρμπάιτερ του 1960, τους φοιτητές και τους «απόδημους» των επόμενων δεκαετιών και στο τέλος τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2000 που πλέον μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν με τη ζωή τους σ’ ένα διευρυμένο επιστημονικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Από το φευγιό του ’60 στις «σπουδές έξω» του 2000 ξεδιπλώνεται ένα κείμενο που καταγράφει τρεις γενιές ανθρώπων που μεγαλώνουν σε διαφορετικές εποχές, η μία συνέχεια της άλλης, με τα πράγματα να «μαλακώνουν» μα να είναι σκληρά, με την τεχνολογία να βοηθάει την επικοινωνία μα και τη μοναξιά, με τους νέους να έχουν άλλα μυαλά και να προσπαθούν να ξεχάσουν το παρελθόν, ζώντας αυστηρά το παρόν. Οι διαφορετικοί χαρακτήρες, οι ποικίλες αντιλήψεις και ενδιαφέροντα, ο τρόπος σκέψης που κοντράρεται ή συμπληρώνεται με των άλλων δημιουργούν ένα άκρως ενδιαφέρον πολυπρισματικό κείμενο που φωτογραφίζει αίτια και αιτιατά των κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών που υπέστη η μεταπολεμική Ελλάδα. Με τρυφερές και λυρικές σκηνές, όπως αυτή της μάνας που κρατά τα δύσκολα ζόρια του παιδιού της («-Μην κλαις, γιε μου, άστο σε μένα αυτό…Ένιωσε ότι η μάνα του σαν να σήκωσε το βάρος της ψυχής του», σελ. 167), με απλά γραμμένες προτάσεις που όμως μπορούν να εγείρουν διλήμματα και ατέλειωτες συζητήσεις («…όταν χάνουμε κάποιον δικό μας, τον δικό μας θάνατο φοβόμαστε κατά βάθος…», σελ. 170), με αντικειμενικότητα απέναντι στις προσωπικές επιλογές των ηρώων και τις συνέπειες που βιώνουν ξεδιπλώνεται ένα υπέροχο μυθιστόρημα που με συγκίνησε και με προβλημάτισε: «Υπάρχει φευγιό και φευγιό. Το φευγιό του ξεριζωμού, το φευγιό της φτώχειας που σε στέλνει σε ξένα μέρη μα και το φευγιό που κάνεις με τη θέλησή σου».

«Ο κρίκος» της Κυριακής Καζακίδου είναι ένα πάνθεον χαρακτήρων που αποτυπώνουν τρεις διαφορετικές εποχές, τρεις διαφορετικές αφετηρίες «φευγιού», όλες όμως καταγράφονται από τον Αλέξανδρο, τον ψάλτη του χωριού της γιαγιάς των ηρώων, η οποία κατέφυγε στην παρέα του για να μιλάει μ’ έναν άνθρωπο στα τελευταία της, όπου βιώνει την απόλυτη μοναξιά. Ο Αλέξανδρος είναι ο έρωτας της Ανθής και χάρη σε αυτόν θα διασωθούν στο χαρτί μαρτυρίες, απόψεις και πηγές των γεγονότων που εξιστορούνται, γιατί όμως δεν τολμάει να κάνει το βήμα και να τα εκδώσει όλα αυτά σε βιβλίο; Ποιος θα είναι ο τελευταίος κρίκος που του λείπει για να κλείσει τον κύκλο; Μια ιστορία για την αξία και τη σημασία της διατήρησης και όχι της λήθης, για τη σύγκρουση της σύγχρονης γενιάς με την παλιά σ’ έναν κόσμο που επιτέλους έρχεται όλο και πιο κοντά χάρη στην τεχνολογία αλλά ταυτόχρονα απομακρύνεται όλο και περισσότερο, για τη διαρκή πάλη ανάμεσα στην αμφισβήτηση και την αμφιβολία από τη μια και στη διατήρηση του παρελθόντος από την άλλη («από κάπου ερχόμαστε και κάπου ανήκουμε εν τέλει»). Ένα πλήθος χαρακτήρων, «Κρίκοι χωριστοί μα και τόσο ενωμένοι, σαν κρίκος σε έναν κύκλο» (σελ. 214), μας οδηγούν από το χτες στο σήμερα, με την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 και το κλείσιμο του σταθμού του Μονάχου το 1993 που από το 1964 συντρόφευε με την ελληνική του εκπομπή τους μετανάστες να είναι τα σημεία καμπής της μιας περιόδου και το skype και η βιντεοκλήση να σημαδεύουν την επόμενη. Η συγγραφέας υποστηρίζει πως κανένας κρίκος δεν πρέπει να χαθεί, γιατί όλοι τους ανήκουν στην αλυσίδα της καταγωγής μας κι οι ήρωες του βιβλίου το διαπιστώνουν αυτό μέσα από μια σειρά αναπάντεχων εξελίξεων που με κράτησαν σε αγωνία ως την τελευταία σελίδα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *