Καλώς ορίσατε στο «Φεγγάρι», στο μοναδικό βιβλιοπωλείο της Θεσσαλονίκης (και μάλλον όλης της Ελλάδας) που διανυκτερεύει! Ναι, είναι ανοιχτό και όλη τη νύχτα! Ο ιδιοκτήτης του είναι ένας φανατικός βιβλιόφιλος που πιστεύει περισσότερο στην ποιότητα παρά στο κόστος! Υπάλληλός του η Θεολογία, μια βιβλιοθηκονόμος που λατρεύει το διάβασμα αλλά έχει αποτύχει στην ερωτική της ζωή. Ελάτε λοιπόν να διαβάσουμε μαζί τι θα συμβεί απόψε, ειδικά απόψε, σε αυτό το βιβλιοπωλείο, ποιοι θα έρθουν, τι θα ζητήσουν, τι θα συζητήσουν, πώς θα ξεφύγουν από τα προβλήματα που τους βασανίζουν. Και η Θεσσαλονίκη με τη βραδινή ομίχλη και τον πρωινό βαρδάρη να τυλίγει όλους αυτούς τους χαρακτήρες πότε γλυκά και πότε ασφυκτικά!
Βιβλίο Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο
Συγγραφέας Μαίρη Κόντζογλου
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Μεταίχμιο
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο, τρυφερό όσο πρέπει, χιουμοριστικό όπου πρέπει, αληθινό, ανθρώπινο και η ιστορία εξελίσσεται με πρωτότυπο τρόπο. Διαπραγματεύεται τις ιστορίες των επισκεπτών του βιβλιοπωλείου σε μία και μοναδική νύχτα, οπότε η συγγραφέας έχει την ευκαιρία να μας μιλήσει για διάφορες και διαφορετικές ιστορίες ξεχωριστών και διαφορετικών πελατών (ένας απελπισμένος νεαρός που μπαίνει για ληστεία, μια πόρνη που βρίσκει διέξοδο στο διάβασμα, ένας πατέρας που δε θέλει να απογοητεύσει την κόρη του, ένα ζευγάρι εφήβων που σαν άλλοι Ρωμαίος και Ιουλιέτα το σκάνε από τους γονείς τους για να ζήσουν τον έρωτά τους κ. ά.). Μεταξύ πολλών άλλων αρετών, μου άρεσε κι αυτό το εύρημα: δεν έχουμε μια σωρεία διηγημάτων με αφορμή ένα βιβλιοπωλείο, αντιθέτως, αυτά τα διηγήματα (περισσότερο σαν αυτοβιογραφίες είναι, εν είδει μονολόγων) κάπου κάπου παρεισφρέουν στην πορεία του μυθιστορήματος και δεν κάνουν τόσο έντονη την παρουσία τους εις βάρος της κεντρικής ιδέας. Η βασική ηρωίδα είναι η Θεολογία που εργάζεται στο «Φεγγάρι», έναν χώρο που αποτελούσε όνειρο για τον ιδιοκτήτη του, τον Λεωνίδα, έναν άνθρωπο «Χωρίς επάγγελμα στην ουσία -τι δουλειά να κάνει ένας ιστορικός σε μια χώρα με τόσο πλούσια ιστορία όπως η Ελλάδα» (σελ. 42) και επιτέλους το κατάφερε, βρίσκοντας ανταπόκριση και από πολλούς πελάτες! Κόσμος και ντουνιάς λοιπόν στο μυθιστόρημα αλλά χωρίς να χάνεται ούτε να μπερδεύεται ο αναγνώστης πουθενά κι επιπλέον το κείμενο είναι στέρεο, συγκρατημένο και δεν πλατειάζει, γεμάτο βιβλιοφιλικά tips: «Στην πεζογραφία οι συγγραφείς μιλάνε μέσα από τους ήρωές τους. Το αντίθετο το βρίσκω εξαιρετικά ματαιόδοξο» (σελ. 55). Ομολογουμένως μου έλειψαν οι πιο αιχμηρές παρατηρήσεις της συγγραφέως για το status quo στη σημερινή εκδοτική πραγματικότητα που υπάρχουν στην πρώτη έκδοση αλλά η ματιά, το «χτένισμα» και η φροντίδα του κειμένου δείχνουν πως η κυρία Κόντζογλου έχει ωριμάσει συγγραφικά και όχι μόνο, οπότε κι έχει καταλάβει τι χρειάζεται και τι όχι το μυθιστόρημά της.
Η Θεολογία αναπολεί τις ερωτικές σχέσεις του παρελθόντος της, με προεξάρχοντα τον Άδωνη, τον πιο πρόσφατο σύντροφο και τον πιο άστατο και ψεύτη άντρα. Η ταλαντούχα Μαίρη Κόντζογλου αποφεύγει τους σκοπέλους ενός άρλεκιν, δεν έχουμε ρομαντικές σκηνές ούτε τζάκια με αρκουδοτόμαρα, δεν υπάρχουν μίση, πάθη, έρωτες αλλά σιγουριά και επιμονή να διασχίσει η πρωταγωνίστρια τα αγκάθια της ζωής της και να δει τι θα κάνει από δω και πέρα. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως παράλληλα με την αφήγηση της Θεολογίας έχουμε μια γυναίκα σε δεύτερο πλάνο που διαβάζει αυτό το κείμενο και περνάμε μαζί της έναν περίπου χρόνο της ζωής της, διαβάζουμε τα σχόλιά της, τι θυμάται με αφορμή κάποια περιστατικά που ζει η Θεολογία κλπ. Και με πόσο τρυφερά καλολογικά στοιχεία ξεδιπλώνεται η πλοκή: «Κουρνιάζει στην πολυθρόνα με το χρώμα του άγουρου αμυγδάλου, καθώς η νύχτα τυλίγει βιαστικά στην ανέμη της τα τελευταία νήματα της ομίχλης. Με υπομονή και μεράκι, όταν αποτραβηχτεί στη σπηλιά της τις ώρες που ο ήλιος θα λάμπει, θα τα γνέσει, θα τα χρωματίσει με τις ανάσες της και θα υφάνει το επόμενο μαύρο πέπλο να καλύψει, όταν έρθει η ώρα, και πάλι τον πλανήτη» (σελ. 298).

Αγωνία, ανατροπές, χιούμορ («Ψαρεύει τις σκέψεις της που κολυμπούν στο άσπρο πέλαγος της ομίχλης, τις βάζει βάζει σπαρταριστές στη θέση τους, αυτές έχουν κάποιες αντιρρήσεις…», σελ. 46) και έξυπνες λεπτομέρειες που προσδίδουν ρεαλισμό: «Περπατούσε στο πλακόστρωτο της παραλίας χωρίς να βλέπει μπροστά της, την κοιτούσαν περίεργα όσοι έκαναν τη βόλτα τους εκείνη την ώρα, ένας μισοκοιμισμένος παράνομος αλλοδαπός που πουλούσε τσάντες-μαϊμού, ένα ζευγάρι σπρώχνοντας το καροτσάκι του νεογέννητου , δύο ποδηλάτισσες που είχαν φτύσει αίμα να βρούνε τον ποδηλατόδρομο άδειο από πεζούς, ένας άστεγος με τον εφιάλτη των χειμωνιάτικων νυχτών στο μυαλό, κορίτσια και αγόρια που βολτάριζαν αλληλοπειραζόμενα στο άγουρο φλερτ, ένας επιδειξίας που έψαχνε γωνιά αθέατη από τους πολλούς για να σταθεί και να προσφέρει την πραμάτεια του σε όποια θα έκανε το λάθος να περάσει από εκεί» (σελ. 250-251). Θα βρούμε φυσικά άφθονες αναφορές σε συγγραφείς όπως Σταντάλ, Κρόνιν, Νόελ Κάουαρντ, Παπαδιαμάντης, αδελφές Μπροντέ, Ναζίμ Χικμέτ, Καζαντζάκης, Ντίκενς, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Μπουσκάλια, Ντοστογιέφσκι, Ίψεν, Κούντερα, Δουμάς, Λουντέμης, Μυριβήλης, άφθονα παραθέματα στίχων Ελύτη, Ρίτσο, Καββαδία, Καβάφη, Σολωμό, Πολυδούρη, Σεφέρη κι όλα αυτά συγκροτούν το πιο αγαπημένο θέμα ενός βιβλιόφιλου αναγνώστη: να διαβάζει για τα βιβλία! Υπάρχουν ποικίλοι και ενδιαφέροντες χαρακτήρες με κομμάτια των οποίων θα ταυτιστούν πολλοί αναγνώστες, υπάρχει διάχυτο το άρωμα των σελίδων και της κόλλας, οπότε τι άλλο θέλετε για μια ευχάριστη συντροφιά, για μια νύχτα σ’ ένα βιβλιοπωλείο; Απολαύστε λοιπόν αυτήν τη μικρή χαρά: «Και θεωρεί ότι ο καθένας από μας οφείλει, στον εαυτό του πρώτιστα, σε όσους αγαπά δευτερευόντως, να είναι χαρούμενος και ευτυχής. Γιατί η ζωή είναι σύντομη και πρέπει να τη γευόμαστε μέχρι την τελευταία της σταγόνα, χωρίς να αφήνουμε να μας τη δηλητηριάζουν πράγματα που περνάνε από το χέρι μας. Όπως ένας χαμένος έρωτας» (σελ. 296).
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Το βιβλίο είναι θρησκεία για μένα. Για το Θεό σου εσύ δέχεσαι διαπραγματεύσεις;» (σελ. 118).
«Τα ράφια…Η μόνιμη απειλή των Ελληνίδων για γενιές και γενιές. Ράφια ρουστίκ για τα κορίτσια της ελληνικής υπαίθρου, ράφια καλολουστραρισμένα και χωρίς ίχνος σκόνης για τα κορίτσια της εργατικής τάξης, ράφια από μασίφ μαόνι για αυτά της «καλής« κοινωνίας. Ράφια με παραλλαγές. Στολισμένα με καρεδάκια πλεγμένα με το βελονάκι για τα άτυχα, νοικοκυρεμένα κορίτσια. Ράφια με βιβλία για τα ξεροκέφαλα κορίτσια που θα ήθελαν ντε και καλά να μορφωθούν -αν ήταν ποτέ δυνατόν! Ράφια στολισμένα με σκουριασμένα οικόσημα για κορίτσια που μεγαλοπιάνονταν λόγω καταγωγής και τους θεωρούσαν όλους παρακατιανούς. Με εικονίσματα για όσες είχαν αρραβωνιαστεί τον Κύριο. Ράφια-μπαμπούλες για τις ευαίσθητες ψυχές που έτυχαν να γεννηθούν θηλυκά. Ράφια-παγίδες για τις λογικές κοπέλες, που υπάκουσαν στις κοινωνικές επιταγές και έκαναν γάμους χωρίς αντίκρισμα αγάπης. Ράφια-τιμωροί για τις άλλες, τις ελάχιστες, που δεν υπάκουσαν στη θέληση των πολλών αλλά μόνο της ψυχής τους και πέθαναν με την κατακραυγή της. «Τα ράφια στην Ελλάδα» θα είναι ο τίτλος μιας κοινωνιολογικής μελέτης που ονειρεύεται να κάνει κάποτε για το θεσμό που βασάνισε εκατομμύρια ανθρώπους στην πατρίδα της. Όχι μόνο γυναίκες αλλά και άντρες, που είτε αναγκάστηκαν να γίνουν σκληροί με τις κόρες τους και να τις παντρέψουν με το ζόρι είτε έμειναν κι εκείνοι ανύπαντροι επειδή η αδελφή τους είχε καταλάβει ήδη μια θέση πάνω στο προσωπικό της ράφι» (σελ. 170).