«Ο γυάλινος κόσμος» διαπραγματεύεται την καθημερινή ζωή της οικογένειας Γουίνγκφιλντ που ζει στο Σεν Λούις και απαρτίζεται από τον γιο, Τομ, την κόρη, Λάουρα ή Λώρα, και τη μητέρα, Αμάντα. Η Αμάντα αγωνίζεται να μεγαλώσει σωστά τα παιδιά της, τον υπάλληλο σε κατάστημα γιο, που όμως έχει τα δικά του σχέδια και ρέπει προς την ασωτία, και τη χωλή κόρη που παραμένει ντροπαλή, με χαμηλή αυτοπεποίθηση και ακόμη ανύπαντρη. Πρωτεύει η αποκατάσταση της κόρης κι έτσι η Αμάντα πιέζει τον γιο της να αρχίσει να φέρνει συναδέλφους του στο σπίτι να γνωρίσουν τη Λάουρα και να την παντρέψουν. Τι θα συμβεί λοιπόν όταν ο πρώτος επισκέπτης θα είναι ένας πλατωνικός έρωτας από τα παιδικά χρόνια της Λάουρα, που αργότερα φήμες τον ήθελαν αρραβωνιασμένο;
Βιβλίο Γυάλινος κόσμος
Τίτλος πρωτοτύπου The glass menagerie
Συγγραφέας Tenessee Williams
Μεταφραστής Ερρίκος Μπελιές
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Ηριδανός
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Το κείμενο, όπως κάθε θεατρικό έργο, είναι για να παίζεται και ίσως όχι μόνο για να διαβάζεται. Αυτό κατά πάσαν πιθανότητα ισχύει εφόσον ένα θεατρικό κείμενο δεν έχει την αυτοτέλεια ενός μυθιστορήματος. Δεν υπάρχουν καλολογικές περιγραφές, λεπτομερείς σκέψεις ή εμβάθυνση στο περιβάλλον της δράσης, μιας και το κείμενο συνδυάζεται με παραστατικότητα, με αναπαράσταση, γι’ αυτό και οι περιγραφές των σκηνών και των σκηνικών είναι οδηγίες σκηνοθετικές, δεν εντάσσονται και δεν εξαρμονίζονται με το σύνολο του κειμένου. Αυτό όμως δεν εμποδίζει το κείμενο αυτό καθαυτό να μη σαγηνέψει έναν αναγνώστη και να μη χαρίσει στιγμές συγκίνησης, γέλιου ή προβληματισμού. Έτσι κι εγώ αγάπησα από την αρχή σχεδόν αυτό το εξαιρετικό ψυχογράφημα που αξίζει κάποιος να το διαβάσει, γιατί είναι λεπτοδουλεμένο, άρτιο, γεμάτο νοήματα και ιδέες.
Ας ξεκινήσω από την Αμάντα, τη μητέρα, μια φλύαρη και αγχωμένη γυναίκα, που πιστεύει πως η μόνη λύση για να ξεφύγουν από την ένδεια και τη μιζέρια τους είναι να καλοπαντρέψει την κόρη. Νιώθει αδύναμη όμως να χειριστεί σωστά το θέμα και δε σταματά στιγμή να αναπολεί τα όσα έζησε «στον Νότο», πριν γνωρίσει και παντρευτεί έναν υπάλληλο τηλεφωνικής εταιρείας, αντίθετα με το σύνηθες του τόπου και της εποχής να παντρεύονται οι γυναίκες γιους καλλιεργητών. Δε σταματά στιγμή να περιγράφει το πλούσιο κοινωνικό παρελθόν της: δεξίωση με τον Κυβερνήτη, βεγγέρες με 17 καλεσμένους κλπ. Είναι μια γυναίκα προδομένη, αφού ο σύζυγος πολύ σύντομα αγάπησε «τις μακρινές αποστάσεις». Και τώρα, με έναν γιο που τον φοβάται μην καταντήσει μεθύστακας και ρέμπελος και μια κόρη που παίζει με τα γυάλινα παιχνιδάκια της κι ας κοντεύει να κλείσει τα 23 της χρόνια.
Οι λέξεις που ξεστομίζει η Αμάντα είναι συγκλονιστικές και χαρακτηριστικές της εποχής και των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν τότε. Μέσα από τα λόγια της, ο συγγραφέας κεντά με ενάργεια και διεισδυτικότητα πάνω στη «δήθεν» συμπεριφορά της κοινωνίας, η οποία απορρίπτει ασυζητητί κάθε τι που ξεφεύγει από την πεπατημένη. Και δεν είναι μόνο η τότε κοινωνία αλλά αυτή η στάση και η συμπεριφορά μας χαρακτηρίζει ακόμη και σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας.
«-Ξέρω καλά τι γίνεται μ’ όλες εκείνες τις ανύπαντρες γυναίκες που δεν έχουν τα προσόντα να βρούνε μια θέση. Έχω δει τέτοια αξιοθρήνητα πλάσματα στον Νότο, αποριγμένες γεροντοκόρες που ζούνε από τα γκρινιάρικα αποφάγια του άντρα της αδελφής τους ή της γυναίκας του αδελφού τους, χωμένες σε μια τρύπα για κάμαρα κι ο ένας συγγενής να τις στέλνει στον άλλον. Γυναικούλες… Σαν πουλιά δίχως φωλιά, σ’ όλη τους τη ζωή να τρώνε τα ψίχουλα της ταπεινοσύνης».
Γίνεται έξαλλη όταν διαπιστώνει πως η ντροπαλή Λάουρα παράτησε κρυφά τα μαθήματα δακτυλογράφησης λόγω του ποδιού της, για το οποίο ντρεπόταν να τη βλέπει ο κόσμος. Γι’ αυτό βάζει μπροστά το σχέδιο του συνοικεσίου, μπας και βρει επιτέλους κάποιον και να συνεχίσει τη ζωή της η Λάουρα τουλάχιστον έγγαμη. Είναι μια μάνα που απαγορεύει στην κόρη να θεωρεί τον εαυτό της κουτσό και να μη χρησιμοποιεί τέτοιες μειωτικές λέξεις. Γαντζώνεται με λαχτάρα και απελπισία στον γιο της να της φέρει προξενιά, αυτό το παιδί πρέπει να φύγει από το σπίτι και μάλιστα με έναν καλό γαμπρό. Να πάψει πια να παίζει με τα γυάλινα παιχνιδάκια της και να ωριμάσει. Αλλά προσοχή! Ο μεγαλύτερος φόβος της είναι ο υποψήφιος σύζυγος να μην πίνει! «Κάλλιο γεροντοκόρη παρά γυναίκα μεθύστακα»! Εξ ου και ανησυχεί για το μέλλον και του αγοριού της. Αναγνωρίζει κι εκείνη τα δικά της λάθη του παρελθόντος κι ίσως η φράση της «Το χειρότερο πράμα για ένα κορίτσι είναι να πέσει θύμα της ομορφιάς του άντρα» να υποννοεί και το δικό της ατόπημα να παντρευτεί έναν άντρα που τους εγκατέλειψε. Άλλωστε δεν έπαψε να δείχνει μικροαστική και προσκολλημένη στα στερεότυπα, σε βαθμό εξοργιστικό: «Όλα τα όμορφα κορίτσια μια παγίδα είναι κι έτσι τα θέλουν οι άντρες!».
Ο Τομ Γουίνγκφιλντ δουλεύει σε αποθήκη παπουτσιών για 60 δολάρια τον μήνα, θέλει απελπισμένα να ξεφύγει απ’ όλους αυτούς του περιβάλλοντός τους και της τάξης τους, φτάνει στο σημείο να πει «τι τυχεροί που είναι οι πεθαμένοι» όποτε τον ξυπνά η μάνα του να πάει στη δουλειά. Έχει όνειρα και φιλοδοξίες κα νιώθει να πνίγεται σε αυτό το περιβάλλον που μεγαλώνει. Διέξοδός του ο κινηματογράφος και τα ξενύχτια αλλά και η λογοτεχνία! Δε σταματά να γράφει ποίηση, γι’ αυτό και ο συνάδελφός του, Τζιμ, τον αποκαλεί «Σαίξπηρ»! Χαρακτηριστικό είναι πως απολύθηκε τελικά γιατί έγραψε ένα ποίημα σε κουτί παπουτσιών!
Σταδιακά όμως, από σκηνή σε σκηνή, βλέπει την απελπισία και την ανησυχία της μητέρας του γι’ αυτόν και περιορίζεται πριν καταντήσει μεθύστακας και χαρτοπαίχτης. Αυτό όμως δε σημαίνει πως υποτάσσεται πλήρως στα «πρέπει» της μητέρας του. Έχει το δικό του σχέδιο και προσλαμβάνεται ως ναυτικός! Φυσικά και δεν το λέει ακόμη, είναι νωρίς, απλώς πιστεύει πως δεν μπορεί να ξεφύγει από το πεπρωμένο του. «Αχαΐρευτος γιος αχαΐρευτου πατέρα», λέει χαρακτηριστικά.
Η Λάουρα Γουίνγκφιλντ, με χαμηλή αυτοπεποίθηση, δειλή, άτολμη, θεωρεί τον εαυτό της σακάτη κι ας επιμένει η μάνα της πως αυτό δε φαίνεται. Ζει σ’ έναν κόσμο δικό της κι αυτό την κάνει ιδιόρρυθμη στα μάτια των άλλων. Καταφεύγει στα γυάλινα ζωάκια της και ακούει παλιές πλάκες στο γραμμόφωνο. Άτολμη, κλειστή, ευγενική, άγεται και φέρεται κατά τη βούληση των δικών της ανθρώπων. Μένει προσκολλημένη σε έναν πλατωνικό έρωτα, από τον οποίο δεν μπορεί να συνέλθει. Δέχεται σιωπηλή τις προσβολές της μητέρας της, αποδέχεται στωικά όλη τη δυστυχία και την κατάντια τους. Δεν είναι ούτε δυναμική ούτε εριστική. Οποιαδήποτε άλλη θα μπορούσε είτε να αναλάβει πρωτοβουλία και να βρει μόνη της γαμπρό, αναγνωρίζοντας τον ρόλο της στην οικογένεια είτε να έρθει σε κόντρα με τους δικούς της και να υψώσει το ανάστημά της. Δεν κάνει τίποτα απ’ όλ’ αυτά όμως. Κάθεται και ακούει. Αν τύχει κατά τη διάρκεια του έργου να υψώσει φωνή θα είναι αν κινδυνεύσει η εύθραστη συλλογή της.
Μεγάλη σύμπτωση να της προξενεύουν τον παιδικό της έρωτα, τον Τζιμ! Η Λάουρα παθαίνει σοκ όταν τον αντικρίζει μετά από τόσα χρόνια και η συμπεριφορά της καταντά σχεδόν παιδιάστικη. Ένα απρόσμενο γεγονός τους φέρνει πιο κοντά, γνωρίζονται, εξομολογούνται, συζητούν. Της δίνει τη χαμένη της αυτοπεποίθηση, κάνει καίριες παρατηρήσεις πάνω στην ανθρώπινη φύση, τη βοηθάει να σταματήσει σταδιακά να νιώθει δειλή, της αποκαλύπτει πως δεν αρραβωνιάστηκε ποτέ του, ειδικά εκείνη την κοπέλα που λέγανε. Η Λάουρα, τρισευτυχισμένη, τον ερωτεύεται ξανά, ώσπου έρχεται η στιγμή της τραγικής αλήθειας.
Και ο τυφώνας Τζιμ; Που έρχεται εκπροσωπώντας τη μοναδική ελπίδα, τη λύτρωση, τη σωτηρία; Μια θύελλα που χάιδεψε τους ανθρώπους που τον φιλοξένησαν μόνο και μόνο για να τους τσακίσει στα βράχια της αλήθειας; Δείχνει φιλοσοφημένος, μελετημένος, φιλικός, δείχνει γνήσιο ενδιαφέρον για τη Λάουρα, ειδικά από τη στιγμή που την αναγνωρίζει και θυμούνται μαζί τα παλιά. Γιατί όμως προχώρησε σε κάτι που θα δώσει ελπίδες στην κοπέλα, θα τη βυθίσει ακόμη περισσότερο στη μοναξιά και τη μελαγχολία; Μήπως πρόλαβε να αγαπήσει την ασήμαντη κατ’ άλλους κοπέλα; Κι αν ναι, γιατί παρέμεινε πιστός στην αρχική του σκέψη, προδίδοντάς τους όλους; Τι έκανε που ανάγκασε την Αμάντα στο τέλος του έργου να υψώσει σπαραχτικές κραυγές απελπισίας προς τον Τομ; Λέει: «Άφησέ μας εμάς εδώ, μόνες μας, μια μάνα έρημη, μια αδερφή ανάπηρη, ανύπαντρη, χωρίς δουλειά…Πήγαινε, μη μας σκέφτεσαι καθόλου!» (θυμηθείτε πως η ίδια γυναίκα στην αρχή του έργου δεν ήθελε η κόρη της να χαρακτηρίζει τον εαυτό της μειονεκτικά!).
Το κείμενο είναι απλώς αριστούργημα. Οι χαρακτήρες είναι αληθινοί, ολοζώντανοι, εκπροσωπούν ακριβώς την κοινωνία και τις αντιλήψεις της την εποχή που ζούσε και έγραφε ο Tenessee Williams, σε μια εποχή που όπως λέει και η Αμάντα: «Ο περισσότερος κόσμος … δουλεύει σε φάμπρικες, σε εργοστάσια, σε γραφεία, σ’ αποθήκες…». Το έργο παρουσιάστηκε το 1944, με πρωτότυπο τίτλο «The glass menagerie» (Το γυάλινο θηριοτροφείο, έτσι χαρακτήριζε ειρωνικά η Αμάντα τη συλλογή της κόρης της) πρώτα στο Σικάγο και μετά στη Νέα Υόρκη κι ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του θεατρικού συγγραφέα. Η γυάλινη συλλογή της Αμάντα από ζωάκια είναι ταυτόσημη με τη γυάλινη συλλογή του συγγραφέα από εύθραυστους ανθρώπους. Άλλωστε, οι πρωταγωνιστές του «Γυάλινου κόσμου» είναι η οικογένεια του ίδιου του συγγραφέα: ο πατέρας του απουσίαζε λόγω φόρτου εργασίας, ο Τομ είναι ο ίδιος, η μητέρα του ήταν μια αριστοκράτισσα υπερπροστατευτική γυναίκα και η αδερφή του, Ρόουζ, ήταν σχιζοφρενής που υποβλήθηκε σε λοβοτομή.
Συγκλονιστικό έργο, που ελάχιστοι δε θ’ αγαπήσουν. Προτάσεις-μαχαιριές, χαρακτήρες αληθινοί και ολοκληρωμένοι, ανατροπές, προσεκτικά μελετημένο μοτίβο δράσης-αντίδρασης, είναι ελάχιστα από τα θετικά χαρακτηριστικά ενός διαχρονικού κειμένου. Κατ’ εμέ, η καλύτερη φράση του έργου προέρχεται από τον Τζιμ: «Ένας κόσμος γεμάτος από μέτριους ανθρώπους. Όλοι τους γεννήθηκαν και όλοι τους θα πεθάνουν».