Ta-Kalokairia-Mas

Τα καλοκαίρια μας, οι παιδικές και εφηβικές μας αναμνήσεις, τα παγωτά που μετράγαμε, οι βουτιές, οι σκανταλιές, η γιαγιά και ο παππούς αλλά και οι θείοι και τα ξαδέρφια που περνάγαμε μαζί τους τρεις μήνες, τα θερινά σινεμά, οι πρώτοι έρωτες, η υπακοή στα «πρέπει» από τα οποία ξεγλιστρούσαμε με την πρώτη ευκαιρία, όλα αυτά βρίσκονται εδώ, σε αυτήν την απολαυστική, προσεγμένη και γεμάτη οικείες εικόνες συλλογή διηγημάτων.

Βιβλίο Τα καλοκαίρια μας: σαράντα τρεις καλοκαιρινές ιστορίες 
Συγγραφέας Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης (επιμ.)
Κατηγορία Συλλογή διηγημάτων

Εκδότης Λέμβος
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Σαράντα τρεις καλοκαιρινές ιστορίες, που αποτελούνται από τέσσερις με πέντε σελίδες η κάθε μία, μας ταξιδεύουν σε όλη την Ελλάδα, κυρίως στις παραλίες της αλλά και στα βουνά της. Μια ανθολογία κειμένων για τα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια από γενιές συγγραφέων με διαφορετικές ενθυμήσεις, που «γι’ αυτό το επικαλούμαστε το καλοκαίρι, όλες οι γενιές σε όλες τις εποχές», για τις απέραντες και μοναδικές ομορφιές του. Ξεγνοιασιά, ανέμελο παιχνίδι και ξεκαρδιστικά γέλια, ελευθερία, μυρωδιές, γεύσεις, το καλοκαίρι είναι η διέξοδος από τη σκοτεινιά και τη ρουτίνα της πολύβουης πόλης, η επαναλαμβανόμενη ως κάποιο σημείο ενηλικίωσης εποχή της τρυφερότητας και της αθωότητας. Γλυκόπικρες αναμνήσεις, ευτυχισμένες και ανέμελες κυρίως στιγμές με θεματικό άξονα τις παρέες και τις φιλίες των καλοκαιριών που διαλύονται τον Σεπτέμβρη αλλά συνεχίζουν τον επόμενο Ιούνιο από κει που σταμάτησαν, δυστυχώς ως το οριστικό τέλος που έρχεται με το πέρας της εφηβείας. Αναμνήσεις και αναπολήσεις πυροδοτούν τη φαντασία των συγγραφέων, τους εμπνέουν και μας χαρίζουν υπέροχα και διαφορετικά κείμενα. Επιπλέον, σε κάποια διηγήματα παρεισφρέουν με διακριτικό τρόπο η σύγχρονη αλλά και η αρχαία ιστορία ενώ σε άλλα συναντάμε σουρεαλιστικές στιγμές, ακόμη και γοργόνες. Οι περισσότερες αφηγήσεις είναι πρωτοπρόσωπες, υπάρχουν όμως και κάποια κείμενα που αφορούν σε πρόσωπα τρίτα και μας τα μεταφέρει ο αφηγητής ή οι πρωταγωνιστές των ιστοριών σε δεύτερο ενικό, σα να μιλάνε δηλαδή σε κάποιον, με αποτέλεσμα να ποικίλουν οι οπτικές γωνίες των κειμένων.

Η θάλασσα στην κατασκήνωση του Αγίου Ανδρέα εμπνέει για βουτιές και πατητές την Έρικα Αθανασίου ως τη μοιραία τελευταία βραδιά της ενηλικίωσης που θα χαθούν οι παρέες οριστικά ενώ η συγγραφέας σχολιάζει πάνω στον έρωτα και στον πόλεμο που βίωναν τα παιδιά σ’ εκείνες τις διακοπές. Το κύμα μελαγχολεί στη Λέσβο της Αθηνάς Αραπάκη για τον Κωστή που θα φύγει φαντάρος, παρατηρεί το δρομάκι της Νατάσας Βαφειάδου στο ενοικιαζόμενο εξοχικό της Ροδόπης και το αναπάντεχο συμβάν του Βασίλη Γκουγιάννη ανάμεσα σε Σύβοτα και Πάργα και αναπολεί τα αγνά καλοκαίρια στην Περαία της Κατερίνας Καριζώνη, που δοκίμασε γεύσεις που δεν ξαναβρήκε ποτέ («Για έναν περίεργο λόγο τα φαγητά ήταν πιο νόστιμα εκείνη την εποχή»). Αγκαλιάζει τη Σάμο του Μάρκου Κρητικού που καταφέρνει μέσα σε λίγες σελίδες να καταγράψει τις αλλαγές των ηλικιών μας μέσα από ποικίλες αναμνήσεις που δίνονται σα στοπ-καρέ, μέσα από λιτές περιγραφές, λυρικότητα και διαχρονικές αλήθειες («Και τα καλοκαίρια περνούν, γιατί ό,τι δεν περνάει δεν μπορεί να είναι ευτυχία», σελ. 89, «Τα καλοκαίρια της νιότης σου δεν θα γεράσουν ποτέ», σελ. 90), της Έρης Ρίτσου που έχει αναμνήσεις γεμάτες ζαβολιές και ντοπιολαλιά και του Γιώργου Βοϊκλή που κατασκήνωσε με τους κολλητούς του σ’ ένα ερημικό ακρογιάλι αλλά υπήρξε μια κωμική ανατροπή. Η θάλασσα θυμάται ακόμη τα καλοκαίρια του Δημήτρη Κωστόπουλου στον Σκαραμαγκά της δεκαετίας του 1960 πριν χτιστούν τα διυλιστήρια, το μυστηριώδες περιστατικό που βίωσε ο Θανάσης Λιακόπουλος στο Καλόνερο κοντά στην Κυπαρισσία, μας εξηγεί πώς συνδέθηκε ο Κώστας Λογαράς με το θερινό σινεμά της Τερψιθέας και ο Στέφανος Μίλεσης με τον Ορέστη Μακρή στη Σκύρο. Πασπαλίζει με γλύκα τα καλοκαίρια-«ζάχαρη» της Πολύνας Μπανά στις παραλίες της Καβάλας και στο εξοχικό της γιαγιάς πριν την αντιπαροχή και πριν την επιστράτευση του 1974, μας συστήνει έναν επίδοξο γητευτή φιδιών στην Καλαμάτα του Κωνσταντίνου Μπούρα, μας αποκαλύπτει τον κόσμο της σιωπής στο Μπανιεράκι της Χαλκίδας που εντυπωσίασε την Παυλίνα Παμπούδη, καταγράφει σαν παρουσιολόγιο φίλους και καταστήματα από το Λουτράκι του Γιάννη Πανούση της δεκαετίας του 1960, κάτι που κάνει και η Λευκή Σαραντηνού για το Ρέθυμνο του 1980 αλλά με πιο λογοτεχνικό και προσωπικό τρόπο.

Photo by Raphaël Biscaldi on Unsplash

Η Τήνος της Μάγδας Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη και του Ντίνου Σιώτη που «γκρινιάζει» λογοτεχνικά για την κατάντια των σημερινών καλοκαιρινών διακοπών παρατηρώντας τις αλλαγές στο νησί του, ο ήχος του γκιώνη και πώς αυτός επηρέασε τα παιδικά βιώματα της Χριστίνας Ανδρέου από τη Βοϊδοκοιλιά, τα ποικίλα παιχνίδια στο νερό που καταγράφει ο Τάκης Πατσώνης μέσα από τα μάτια της Άννας με το σπασμένο χέρι που ταξιδεύει μακριά με τις ζωγραφιές της, το σουρεαλιστικό-φαντασιακό κείμενο της Λιάνας Σακελλίου, η Κέρκυρα της Ντίνας Σαρακηνού με τη σαγηνευτική νύχτα με τις Περσείδες και το ιδιαίτερα γραμμένο κείμενό της για το δόσιμο στον έρωτα, η καλοκαιρινή Εύβοια του Νίκου Σκιαθά που καταφέρνει με το συγκινητικό του κείμενο να μου φέρει δάκρυα στα μάτια όσο κοιτάμε μαζί τη φωτογραφία του Κωστή Παλαμά, το ατύχημα του Παναγιώτη Σκορδά στη Μυτιλήνη μετά τις πανελλήνιες εξετάσεις, το καλοκαίρι του Κώστα Στοφόρου στο αποκαλούμενο «Νησί» με τους ήχους της Έλλης Κοκκίνου και το φιλί της Dafne αλλά και αυτό της Λίτσας Τότσκα με τις σκανταλιές, την ξυπολησιά, τους επιπόλαιους τραυματισμούς και την γκρίνια της γιαγιάς («θα νοικιάσουν στάβλο, τόσο γιαούρτι που θέλει η πλάτη του»), τα θερινά σινεμά στην Πρώτη των Πριγκιπόννησων και οι αναμνήσεις από τις ταινίες της Βουγιουκλάκη που χαράχτηκαν στον νου της Ιούς Τσοκώνα, ο υποδειγματικός συγκερασμός σουρεαλισμού-πραγματικότητας, ακόμη και μαγικού ρεαλισμού, στο κείμενο του Μανόλη Φάμελου για την Πιερία του ήρωά του, η λιμνοθάλασσα του Χαλικόπουλου στην Κέρκυρα όπου πέρναγε τις διακοπές του ο Φίλιππος Φιλίππου ώσπου ο έρωτάς του αναγκάστηκε να φύγει στην Αθήνα για ένα καλύτερο αύριο, η ερωτική απογοήτευση του Άγγελου Χαριάτη στις παραλίες της Μάνης, τα βιβλία που διάβαζε ο Χρίστος Χατζήπαπας και του έδωσαν το θάρρος για μια περίεργη ερωτική εξομολόγηση στην κοπέλα που αγαπούσε, όλα αυτά συναποτελούν εύοσμα λουλούδια ενός γλυκόπικρου μπουκέτου.

Το καλοκαίρι όμως επηρεάζει και ορεινούς προορισμούς, με την Πόπη Αρωνιάδα να φροντίζει τρία αβγά χελώνας με τις φίλες της στις ώρες ανάπαυλας από το λίχνισμα (ωραίες περιγραφές και παραστατικό λεξιλόγιο), τον Ταΰγετο του Μιλτιάδη Ζέρβα να φιλοξενεί την πρώτη ερωτική βραδιά δυο εφήβων, τη Φωκίδα του 1950 του Γιώργου Χ. Θεοχάρη να αφήνει τα παιδιά να παίζουν στη σκιά του εμφυλίου και του θανάτου από ξεχασμένες χειροβομβίδες, άνανδρες δολοφονίες και αθέλητους γάμους, τη Λεσινίτσα του Νίκου Κατσαλίδα να ζυμώνεται με τις δοξασίες και τους θρύλους του τόπου για τις νεράιδες, τη Θεσσαλία του Απόστολου Σπυράκη να γεμίζει τις αναμνήσεις του με τα καπνά και τα προσκυνήματα σε κοντινά μοναστήρια.  Υπάρχουν όμως και εξίσου σημαντικά κείμενα που στήνουν έναν προσωπικό χωροχρόνο ή αναμιγνύουν πολιτικά και ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν βαθιά τους γράφοντες. Για παράδειγμα, η βραδιά του 1963 που οι ανέμελες διακοπές του Δημήτρη Βαρβαρήγου στο Καπανδρίτι σημαδεύτηκαν από τη σύλληψη του κομμουνιστή θείου Απόστολου («Τα καλοκαίρια περνούσαν σαν γύρισμα σελίδας», σελ. 31, πόσο συγκινητικό το τέλος του κειμένου) ή το περιστατικό στην Κινέτα του 1968 του Γεράσιμου Δενδρινού με τον φοιτητή και τις προκηρύξεις (ενδιαφέρον κείμενο, με κάποιες εξελίξεις να συμπεραίνονται από περιγραφές μεταγενέστερων γεγονότων).

Από την άλλη, απόλαυσα το ιδιαίτερο «Αρχομένου του Αυγούστου» του Φίλιππου Δρακονταειδή, με το διακριτικό χιούμορ και την έξυπνη αφήγηση («Παρέμεινα διά βίου… εραστής πολυελαίων», τι γέλιο!) και αγάπησα τον «Ανθώνα» της Κατερίνας Ζαχαριάδου και τον έρωτα που γεννήθηκε αλλά έπρεπε να ποδοπατηθεί από το «τι θα πει ο κόσμος» του πατέρα εκείνης («η σκιά του έκρυψε τον ήλιο των καλοκαιριών»), όλα δοσμένα με υπέροχη λυρικότητα και ποιητική μορφή πεζογραφήματος, με λέξεις που χτίζουν σταδιακά την τραγική ιστορία («Θυμάμαι, ξυπόλητοι πάνω στη ζέστη…άφταιγοι ακόμα αλλά και άφτεροι… φτιάχναμε χρώματα από γεράνια και ρόδα», σελ. 59 και «…άφηνα μες στου αχνόγελού σου το φιλί να ξεχαστεί ο άλαλος μέσα μου πόνος», σελ. 61). Τέλος, έχουμε την «τεχνητή λίμνη» του παρατημένου μπαρουτάδικου στο Αιγάλεω όπου ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης κολυμπούσε με τους φίλους του μέχρι να έρθει ο «πολιτισμός» και να γκρεμιστεί το κτήριο αλλά και τον αταύτιστο χωροχρονικά ύμνο του Σταύρου Σταυρόπουλου σε όλα τα καλοκαίρια όλων των ανθρώπων («θυμίζουν την εφηβεία μας, το μόνο που θέλουν είναι να κάνουν έρωτα», σελ. 179, «Αισθανόμαστε πολύ μετέωροι για να αναχωρήσουμε και μένουμε καρφωμένοι στον χρόνο, παγώνοντας τις σημαντικότερές μας στιγμές, λες και έτσι θα μπορέσουμε να τις κάνουμε να διαρκέσουν», σελ. 180, «Τα καλοκαίρια, όταν τελειώνουν, κλείνουν πονηρά το μάτι στην αιώνια μοναξιά της γης. Το τέλος τους δεν είναι παρά η αρχή μιας έκρυθμης και εκκωφαντικής νοσταλγίας», σελ. 183).

«Τα καλοκαίρια μας» λοιπόν, σαράντα τρεις ιστορίες από αντίστοιχους συγγραφείς με μια ποικιλία περιστατικών και τρόπων γραφής που θα αφυπνίσει αναμνήσεις, θα φέρει χαμόγελα, θα προκαλέσει συγκίνηση και θα συντροφέψει γλυκά τον καθένα από μας στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια την ώρα που δημιουργεί νέες αναμνήσεις την ώρα της ανάγνωσης, ελπίζω κάτω από μια καινούργια σκιά με νέους φίλους ή με μια δική του οικογένεια.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *