338253518_963652694644745_4271942095440811431_n

Δεκατρία διηγήματα διεκδικούν «το πανανθρώπινο δικαίωμα στη μνήμη των χαμένων εστιών του μικρασιατικού ελληνισμού». Είναι κείμενα γραμμένα με σεβασμό στη μνήμη και στην ιστορική αλήθεια και μέσα από τους χαρακτήρες που μας συστήνουν ξεπηδούν η δύναμη της φιλίας που αγνοεί θρησκευτικές και πολιτιστικές διαφορές, ο πόνος του ξεριζωμού, η ωμή αλήθεια πως οι άνθρωποι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα, αφού όλοι αγωνιούν για τον ίδιο επιούσιο κάτω από τη σκέπη του ίδιου Θεού. Προηγούνται κείμενα μικρότερης έκτασης και έπονται διηγήματα είκοσι και τριάντα σελίδων που συγκροτούν ένα συγκινητικό σύνολο μαρτυριών, περιπετειών και ανατροπών.

Βιβλίο Το όχημα της τελευταίας ευκαιρίας και άλλες ιστορίες 
Συγγραφέας Σάββας Χαρ. Σεϊμανίδης 
Κατηγορία
Συλλογή διηγημάτων
Εκδότης Ίνδικτος
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Ο Σάββας Χαρ. Σεϊμανίδης, με καταγωγή από Αττάλεια και Καισάρεια, πριν στρέψει το βλέμμα του στην απέναντι ακτή κι αφουγκραστεί το  πλήθος της και την αέναη ελληνική φωνή του για να τη μεταφέρει στις καλογραμμένες σελίδες των διηγημάτων του, εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στην οικογένεια που τον μεγάλωσε και στους φίλους που τον στήριξαν. Ο καθένας μας ξεκινάει το ταξίδι της ζωής γεμάτος εφόδια από γονείς και δασκάλους, εξ ου και τα τρία πρώτα κείμενα της συλλογής αποτελούν φόρο τιμής προς τους στυλοβάτες των αρχικών βημάτων του στη ζωή («Ιδού ο άνθρωπος», «Το αριστερό χέρι της Ισμήνης», «Οι δάσκαλοι που μου άνοιξαν φτερά»). Σε γενικές γραμμές τα διηγήματα δεν ακολουθούν προκαθορισμένες φόρμες και τυπικές δομές αντίστοιχων συλλογών αφού αναμιγνύονται οι αυτοβιογραφικές μαρτυρίες με τη μυθιστορηματική απόδοση των γεγονότων που βίωσαν καθημερινοί άνθρωποι στις σκληρές συνθήκες των αρχών του 20ού αιώνα ενώ κάποια από αυτά ενώνονται μεταξύ τους, κάποια άλλα δημιουργούν πολυεπίπεδες ιστορίες και μερικά δεν προλαβαίνουν να ξεδιπλώσουν τις αρετές τους. Αυτά τα γνωρίσματα όμως αποτελούν και τη μαγεία της συλλογής, μιας και ο συγγραφέας άφησε ένα ξεκάθαρο αποτύπωμα ψυχής αδιαφορώντας για τα στερεότυπα, κάτι που δείχνει πως προηγούνταν η ανάγκη καταγραφής των μαρτυριών και των βιωμάτων παρά η τιθάσευσή τους σε νόρμες και στερεότυπα, μια πρωτοβουλία που πάντως δεν υπολείπεται σε λογοτεχνική αξία.

Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, χαρακτήρες ολοκληρωμένοι, καλοί και κακοί, ευγενικοί και σκληροί, μεροκαματιάρηδες και φανατικοί μας συστήνονται μέσα από ενδιαφέρουσες ιστορίες που μας ταξιδεύουν κυρίως στην Καππαδοκία μεταξύ των ετών 1919 και 1923. Μουταλάσκη, Καισάρεια, Αττάλεια, Σπάρτη είναι μερικές μόνο από τις πόλεις που βιώνουν σκληρά μαρτύρια μαζί με τους κατοίκους τους και μας ανοίγουν πόρτες και παράθυρα για να δούμε τους ενοίκους, να γιορτάσουμε ή να κλάψουμε μαζί τους, να ευχηθούμε και να αποχωριστούμε, να βοηθήσουμε και να διώξουμε. «…γιατί αυτός ο νερόμυλος που κινούσε τη μοίρα των ανθρώπων είχε βαλθεί να γυρίζει και πάλι ανάποδα, πνίγοντας όποια αισθήματα φιλίας είχαν καταφέρει να καλλιεργήσουν οι λαοί» (σελ. 27); Αυτό αναρωτιέται ο συγγραφέας στο πρώτο κείμενο, «Τα κλειδιά της νοερής παλιννοστήσεως», που συνδέεται με το επόμενο, «Οι κερασιές δεν ξεδιψούν το αίμα των αμνών», όπου τον Μάρτιο του 1923 η γιαγιά Μαρία με τα μεγάλα της παιδιά φεύγουν από τη Μουταλάσκη προς το Ικόνιο και την Καισάρεια για να γλυτώσουν από τις σφαγές των τσέτηδων. Στο διήγημα «Το ασημένιο ωρολόγι με αλυσίδα του Σπύρου του καραβανιέρη» είμαστε πλέον στον Φεβρουάριο του 1924 και βλέπουμε τον Σινάν, διοικητή του ιππικού σώματος που κατευθύνεται προς την Αττάλεια για να την παραλάβει από τους Ιταλούς και να οργανώσει τη νέα κεμαλική διοίκηση, να  προσπαθεί να χειριστεί σωστά τις μικροεξεγέρσεις στο σώμα που διοικεί από Τούρκους που θέλουν να μετατρέψουν την κατάσταση σε τζιχάντ εναντίον κάθε χριστιανού αδιακρίτως. Στο μοτίβο της ανταλλαγής πληθυσμών κινείται «Η Παναγία του καπνού-Η Παναγία με το ασβεστωμένο πρόσωπο» μόνο που το τέλος παίρνει ανεξέλεγκτα δραματικές διαστάσεις και οι οικογένειες Δεβλέτογλου και Μπουρσάλογλου γίνονται μάρτυρες μιας σκληρής σκηνής. Το τέλος της ιστορίας μου έφερε δάκρυα στα μάτια, ακριβώς όπως και «Οι αργαλειοί της Ευφροσύνης», όπου η ηρωίδα του διηγήματος είναι αναγκασμένη να εγκαταλείψει την πατρική της περιουσία στη Σπάρτη της Πισιδίας, κάτι που της στοιχίζει αφάνταστα, αφού θα αφήσει πίσω της τους αργαλειούς της και θα αναγκαστεί να απολύσει τις υφάντρες.

«Το όχημα της τελευταίας ευκαιρίας» μας ρίχνει στις σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες του μικρασιατικού μετώπου και συγκεκριμένα λίγο μετά τη μάχη του Σαγγάριου, για να παρακολουθήσουμε τις προσπάθειες του αποδεκατισμένου υγειονομικού σώματος να καταφύγει στην Αττάλεια, αποφεύγοντας τον δρόμο προς τη Σμύρνη. Επτά αγωνιστές, επτά ήρωες προσπαθούν με ένα φορτηγό όχημα να ξεφύγουν από τις κακοτοπιές του δρόμου και από τις ενέδρες ζαπτιέδων και Τσετών. «Το σφραγισμένο βιβλιάριο» μας γυρίζει πιο πίσω στο παρελθόν, στην Αττάλεια του 1911 κι εκεί η Θεοδώρα, προκειμένου να μην παντρευτεί κάποιον που διάλεξαν ο πατέρας κι ο αδελφός της, αποφασίζει να αφοσιωθεί στη μοναστική ζωή, εκπλήσσοντας την αδερφή της, Ελένη και όλη την οικογένεια. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ως αδελφή Αναστασία συμμετέχει σε πολλές αποστολές του Ερυθρού Σταυρού και στη συνέχεια είναι παρούσα στις μάχες του ελληνικού στρατού που έφτασε ως τον Σαγγάριο. Η ελληνοτουρκική φιλία εξαίρεται επίσης στο διήγημα «Ο ξυλοκόπος κόβει τα δέντρα μα δεν τα ξεριζώνει» με τη Μέλπω και τη Νουρά, τον Κυριάκο και τον Γιλμάζ, φίλοι καρδιακοί, να συσπειρώνονται γύρω από τους τραυματίες και τους νεκρούς που προκάλεσε ένας δυνατός σεισμός βόρεια της Σινασού. Στο «Μια απρόσμενη γέννα και μια μετέωρη ελπίδα συμφιλίωσης» τον συμβιβασμό μεταξύ των οικογενειών Μπαϊράμογλου και Καλαφάτηδων φέρνει ένα απρόσμενο γεγονός όσο η Μουταλάσκη παρακολουθεί μουδιασμένη τις εξελίξεις στο μικρασιατικό μέτωπο κατά τη διάρκεια του 1921. Τέλος, το «Κύκνειο άσμα για το σαντούρι του Ενβέρ-εφέντη» μας δείχνει και την άλλη πλευρά του νομίσματος, τον ξεριζωμό των Τούρκων από τις ελληνικές εστίες όπου έζησαν για πολλά χρόνια αυτοί και οι οικογένειές τους, με πρωταγωνιστή τον Ενβέρ-εφέντη που ζει στη Θεσσαλονίκη κι αναπολεί τη ζωή του πριν αναγκαστεί να πάει απέναντι.

Ο συγγραφέας αγκαλιάζει με στοργή και παράπονο για την αδικία τους απλούς και αθώους ανθρώπους που παράτησαν την ως τότε ζωή τους γιατί έτσι το θέλησαν άλλοι, καταγράφει τα πιστεύω τους, τις αγωνίες τους, την αδελφοσύνη Τούρκων και Ελλήνων και θέτει σημαντικά ερωτήματα: τι είναι καλύτερο, η εκδίκηση ή μια γέφυρα αγάπης και επικοινωνίας ώστε να μη διαιωνιστεί το μίσος στις επόμενες γενιές και κάποια στιγμή σταδιακά οι δύο λαοί να ενωθούν ξανά; Επίσης τονίζεται η φιλία μεταξύ των Τούρκων και των Ελλήνων γειτόνων παρά τους θερμόαιμους που δεν την υποστήριζαν, ο συγγραφέας μάλιστα ρίχνει το βλέμμα του σε κάτι που δεν είχα προσέξει ως τώρα, στη γυναικεία αλληλεγγύη: «…έχτιζε φιλίες που καμία παραδοσιακή εχθρότητα δεν μπορούσε να γκρεμίσει» (σελ. 72)! Ναι, από τις γυναίκες ξεκινούσε κυρίως όλο αυτό το αλισβερίσι, μάνες, νοικοκυρές, αντάλλασσαν ιδέες, σκέψεις, συμβουλές! «Η νοσταλγία, παιδί μου, ας γίνει το προζύμι της ελπίδας» (σελ. 197). Με αυτήν τη φράση κλείνει η συλλογή των σημαντικών αυτών κειμένων που με γέμισαν αγωνία, συγκίνηση και πολλές σκέψεις πάνω στην πανανθρώπινη ιδέα της ειρήνης και της ομόνοιας. Πόσο γρήγορα τελείωσε αυτό το συναρπαστικό λογοτεχνικό ταξίδι στη μικρασιατική γη!

Leave a Reply

Your email address will not be published.