78f9d1d5b4daf61aeb8e42d35951fb1b

Το βιβλίο διαπραγματεύεται τον αγώνα και τις προσπάθειες του κύματος των Ελλήνων μεταναστών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής να στεριώσει στην ξένη χώρα, να προοδεύσει, να αγωνιστεί, εκεί, στις αρχές του 20ού αιώνα. Και δε φτάνει η ανεμοζάλη των νέων εικόνων, παραστάσεων, συνθηκών ζωής, υπάρχει κι ένας έρωτας που ταλανίζει την πρωταγωνίστρια, που την τυλίγει σα σάβανο και τη στηρίζει στη δύσκολη επιλογή της να παντρευτεί τον άντρα που της ορίζουν τ’ αδέρφια της χωρίς να τη ρωτήσουν.

Βιβλίο Το αύριο αργεί πολύ
Συγγραφέας Ελένη Βαηνά
Κατηγορία
Κοινωνικό μυθιστόρημα / Ρομαντικό μυθιστόρημα
Εκδότης Διόπτρα
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Το κείμενο είναι καλογραμμένο, πυκνό, γεμάτο περιστατικά και λεπτομέρειες για τη ζωή στη Νέα Υόρκη (πληροφορίες που έχει αντλήσει η συγγραφέας από τη βιβλιογραφία που παραθέτει στο τέλος) και αληθοφανέστατο. Είναι τραγικό το γεγονός ότι ο Αργύρης και ο Δημήτρης, που το έσκασαν μαζί με την αδερφή τους, την Κατίνα, από την αβάσταχτη δουλειά στα υποστατικά των τσιφλικάδων, που περπάτησαν ξυπόλητοι ως τον Πειραιά και που επιβιβάστηκαν σε πλοίο για την Αμερική, χάρη στη γενναιοδωρία του θείου τους που τους περίμενε, μόλις έστρωσαν τη ζωή τους επέμειναν η αδερφή τους να παντρευτεί αυτόν που διάλεξαν, αγνοώντας τα συναισθήματά της και τις επιθυμίες της.

Στο ταξίδι για την άγνωστη γη, άναψε η φλόγα ενός έρωτα μεταξύ της Κατίνας και του Τάσου, δυο ανθρώπων που είχαν στοιβαχτεί μαζί με όλους τους άλλους σαν τα ζώα στα αμπάρια του καραβιού που κουβαλούσε στην πρώτη θέση όνειρα και στην τρίτη ελπίδες. Η συγγραφέας τοποθετεί προσεκτικά τα πρόσωπα στα μονοπάτια του χρόνου και σκιαγραφεί με ζωηρά χρώματα τις ανατροπές και τις εκπλήξεις στο γύρισμα των σελίδων. Η αφήγηση είναι μονοδιάστατη αλλά πλούσια σε γεγονότα. Η αγωνία κορυφώνεται όταν ο Τάσος επιστρέφει στην Ελλάδα με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου για να υπηρετήσει την πατρίδα που στερήθηκε αλλά δε λησμόνησε. Κι από κει και πέρα το αδράχτι της μοίρας μεγαλώνει την απόσταση ανάμεσα σε αυτόν και την Κατίνα, η οποία είναι πλέον και μητέρα ενώ τ’ αδέρφια της έχουν δική τους ταβέρνα κι έχει γίνει αγαπημένο στέκι Ελλήνων και ξένων στην καρδιά της μεγαλούπολης.

Μπορεί να φανεί χιλιοειπωμένη η ιστορία και μπορεί ο αναγνώστης να φοβηθεί ότι θα διαβάσει ένα ροζ μελόδραμα, η συγγραφική δεινότητα όμως, η άριστη τοποθέτηση στο χώρο και στο χρόνο, η πολύ καλή γνώση της ψυχολογίας των ηρώων, η ελπίδα και η αισιοδοξία που αποπνέουν οι πρωταγωνιστές δε θα αφήσουν κανέναν ασυγκίνητο.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Τα νιάτα της δεν χωρούσαν άλλο μέσα στα τέσσερα ντουβάρια, όσο ωραίοι πίνακες κι αν ήταν κρεμασμένοι σε αυτά» (σελ. 134).

«Κάθε πρωί, μαζί με τα ρούχα της, φορούσε κι ένα ήρεμο χαμόγελο συγκατάβασης, ξεπροβόδιζε τα παιδιά της για το σχολείο, αφοσιωνόταν στο νοικοκυριό της, έβγαινε για ψώνια, μαγείρευε, περίμενε τον άντρα της να γυρίσει από τη δουλειά για να του βάλει να φάει, αγκάλιαζε τα παιδιά της, χαμογελούσε βεβιασμένα, ζούσε άψυχα και έδιωχνε κάθε σκέψη που την αναστάτωνε, με άλλα λόγια αγόραζε υπομονή» (σελ. 207).

«Τα μάτια του Τούρκου φίλου του τον είχαν αγκαλιάσει πριν από τα χέρια του» (σελ. 282).

Leave a Reply

Your email address will not be published.