Layout 1

Στο βιβλίο περιέχονται δέκα ιστορήματα βασισμένα σε πρωτότυπο αρχειακό υλικό των Οθωμανικών Αρχείων που αφορούν Ρωμιούς υπόδουλους σε Πόντο, Καππαδοκία, Ιωνία, Θράκη, Μακεδονία, Κρήτη και νησιά ανατολικού Αιγαίου. Ο συγγραφέας ερεύνησε μνημεία και περιοχές όπου έζησαν Έλληνες μαζί με άλλους λαούς και μελέτησε σπάνια ντοκουμέντα στην προσπάθειά του να φωτίσει και να αναδείξει λιγότερο γνωστά ή παντελώς άγνωστα στοιχεία από την ιστορική πορεία της υπόδουλης ρωμιοσύνης. Τα κείμενά του, τοποθετημένα με τη χρονολογική σειρά των γεγονότων που αφηγούνται, μας ταξιδεύουν από το 1849 ως το 1923 και δίνουν μέσα σε περίπου είκοσι σελίδες κατά μέσο όρο το καθένα μια γλαφυρή εικόνα της εκάστοτε οικονομικής, πνευματικής και κοινωνικής κατάστασης και τους αγώνες της καθημερινότητας για μια καλύτερη ζωή.

Βιβλίο Ιστορήματα Ρωμιοσύνης 
Συγγραφέας Νικόλαος Β. Πετρίδης
Κατηγορία Συλλογή διηγημάτων

Εκδότης Τσουκάτου 
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

Τα κείμενα είναι αξιόλογα και προσεγμένα. Ο συγγραφέας μέσα σε λίγες κάθε φορά σελίδες καταφέρνει να ζωντανέψει μικρές και μεγάλες ιστορίες σε μια αφήγηση που δεν είναι γραμμική αλλά μας πηγαίνει πότε στο πριν και πότε στο τώρα ενώ μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η χρήση των ποικίλων ιδιωματισμών, απόλυτα ταιριαστών με τον εκάστοτε τόπο (λέξεις ποντιακές, κρητικές, τουρκικές, βουλγαρικές κ. ά. Που χαρίζουν αυθεντικότητα και ρεαλισμό). Τα κείμενα είναι γεμάτα υποσημειώσεις που βοηθούν στην κατανόηση κυρίως του λεξιλογίου αλλά και των ευρύτερων ιστορικών και γεωγραφικών πλαισίων και στο τέλος του καθενός από αυτά παρατίθεται το αυθεντικό έγγραφο που ενέπνευσε τον συγγραφέα να ξεδιπλώσει με μαεστρία τα ποικίλα περιστατικά. Επιπλέον δεν έχουμε μόνο πρωτότυπη και στρωτή γραφή αλλά και ευφάνταστες ιστορίες που δε συναντάμε συχνά σε μυθιστορήματα και διηγήματα, με εξελίξεις απρόσμενες και χαρακτήρες αληθινούς.

Στη «Σεβάστεια 1849» ο θάνατος ενός Έλληνα και η συνακόλουθη απόφαση να θαφτεί στο κοιμητήριο που παραχωρήθηκε στους Αρμένιους ξεσηκώνει τους τελευταίους κατά των Ρωμιών, με τη διένεξη σύντομα να γίνεται αιματοχυσία, με την επίσημη διοίκηση να δίνει το δίκιο στους Ρωμιούς ενώ την κατάσταση εκμεταλλεύονται οι Οθωμανοί που λεηλατούν τις αρμένικες περιουσίες κι όλα αυτά αντικατοπτρίζουν τα πραγματικά γεγονότα για τη συνεχή διαμάχη μεταξύ Αρμενίων και Ελλήνων για την κυριότητα εκκλησιών και κοιμητηρίων. Στο «Μόσχα-Κριμαία 1855» ο κυβερνήτης της Κριμαίας αναθέτει στον γιατρό Κωνσταντή Ποπώφ, Ρωμιό από τη Φιλιππούπολη, να φροντίσει και να περιποιηθεί τον Οσμάν πασά, τραυματία του Ρωσοτουρκικού πολέμου κι έτσι μαθαίνουμε για την ευμάρεια της οικογένειας του γιατρού (άλλωστε στην εύφορη και σημαντική από γεωγραφικής άποψης περιοχή της Φιλιππούπολης «όπου και να στραφείς, προκοπή θα κάμεις»), για τις σπουδές του και το καλό όνομα που απέκτησε στη Μόσχα και ταυτόχρονα για το παρελθόν του Οσμάν που από αξιωματικός στα πλοία του Μεχμέτ Αλή, πατέρα του Ιμπραήμ που επιτέθηκε στην Ελλάδα όταν ξεσηκώθηκε, έφτασε να γίνει μέχρι και ναύαρχος. Στη «Σμύρνη 1859», ο Δημητρός με τον καρδιακό του φίλο Αναστάση μαζί μεγαλώσανε στη γειτονιά, μαζί μπερμπαντεύανε, μαζί φλερτάρανε χριστιανές κι εβραιοπούλες, μαζί αντρειώθηκαν στα Χιώτικα και στα Άσπρα Σπίτια. Είναι ένα κείμενο-ύμνος στην αντρική φιλία, γεμάτο με υπέροχες απεικονίσεις της Σμύρνης με τις γειτονίες και τα μαγαζιά της, το ποικίλο και διαφορετικό πλήθος της κι η ομορφιά αυτή χάνεται όταν ο Δημητρός γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος της φριχτής δολοφονίας ενός Γάλλου εμπόρου. Θα καταφέρει να γλυτώσει;

Στη «Σάμο-Ερυθρά Θάλασσα 1868» ο Νικόλας μαθαίνει πως «η κόρη του συναντιέται στις βρύσες» με τον παραγιό του, τον Αλέξη κι αποφασίζει να τον πάρει μαζί του στα καράβια. Ο Αλέξης πρώτη φορά βλέπει θάλασσα αλλά δέχεται αδιαμαρτύρητα κάθε χαμαλίκι κι αγγαρεία, γιατί την αγαπάει την Ελένη κι ό,τι κι αν του κάνει ο πατέρας της αυτός θα την πάρει. Μέσα από την ιστορία τους μαθαίνουμε για την εποίκηση του νησιού από Μικρασιάτες, για το μοσχάτο σταφύλι που έδωσε ανάσα στην οικονομία της, για τον στόλο που κατάφερε να φτιάξει με τα χρόνια, δυστυχώς με το αντίστοιχο τίμημα («Πόσους ανθρώπους θα πάρει η θάλασσα απ’ το νησί τους; Χιλιάδες χρόνια τώρα ξεπληρώνουν με ζωές τα πλούτη που η ίδια τους προσφέρει», σελ. 84), για τους Καλικάντζαρους και τους Καρμανιόλους, ακόμη και για την οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων στη μακρινή Αιθιοπία. Στην «Κρήτη 1878» ο Μάρκος γνωρίζεται με τον κοντοχωριανό του, Αντώνη, στο μπουντρούμι του Χάνδακα, όπου έχουν κλειστεί και οι δύο επειδή άρπαξαν τις γυναίκες που αγαπούν. Στον «Πειραιά-Τραπεζούντα 1894» γνωρίζουμε την Ευρυδίκη και τη Θεοδοσία Αργυροπούλου, κόρες πλούσιου εμπόρου από την Τραπεζούντα που τις στέλνει στο οικοτροφείο Βαμβακάρη στον Πειραιά για να μάθουν γράμματα κι έτσι μαθαίνουμε για τη ζωή στον Πόντο, για τις σχέσεις με τους Τούρκους, για τους κρυπτοχριστιανούς κ. ά. Στη «Σύμη-Μάλτα 1899» γνωρίζουμε το Μιχαλιό και το Μερκουριό που συναντούν τον Ιορδάνη Λάσκαρη από το Αϊβαλί στο λιμάνι της Μάλτας και μαθαίνουμε για την ντόπια ελληνική κοινότητα, για την προκοπή των Ελλήνων εμπόρων αλλά και για τη δύσκολη ζωή των σφουγγαράδων στη Σύμη, τα σκάφανδρα, τη νόσο των δυτών, τους τραυματισμένους και πλέον ανενεργούς άντρες.

Ερχόμαστε στον 20ό αιώνα και στην «Καστοριά 1907» όπου Έλληνες και Βούλγαροι είναι στα μαχαίρια και ξεδιπλώνεται ο Μακεδονικός Αγώνας και οι δύσκολες καταστάσεις του απλού λαού της περιοχής, που δεν ήξερε από ποιον να πρωτοφυλαχθεί, από τους Βούλγαρους, τους Τούρκους, τους καπεταναίους, τους Αρβανιτάδες, τους Ρουμανόβλαχους; Με πρωτοστάτες τον καπετάν-Ζιάκα και τον καπετάν-Λουκά και τους άντρες τους γνωρίζουμε εκ των έσω τα όνειρα και τις ελπίδες του εξεγερμένου λαού κατά της βουλγαρικής επέκτασης. Στο «Σουφλί-Αδριανούπολη 1909», χάρη στον Δημητρό και την Αναστασία, μαθαίνουμε την ιστορία και την κουλτούρα των κατοίκων του Διδυμότειχου και της Αδριανούπολης και για τα γεγονότα που οδήγησαν στη δολοφονία του Δημάρχου Σουφλίου Δημητρίου Γλύστρα ενώ ζούμε τα γεγονότα της Οργάνωσης Κωνσταντινουπόλεως που ιδρύθηκε για την καταπολέμηση των βουλγαρικών επιδιώξεων και για τον συντονισμό των Ρωμιών βουλευτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τέλος, στη «Σμύρνη-Βόλος 1923» ο συγγραφέας μας συστήνει την Αγλαΐα και την Ουρανία, προσφυγοπούλες από την Κωνσταντινούπολη, γεννημένες στην Καππαδοκία, κόρες επιφανούς γιατρού της Πόλης, οι οποίες εγκαταστάθηκαν στη Σμύρνη και στάθηκαν στα πόδια τους όταν πέθαναν οι γονείς τους. Ζούνε την καταστροφή της πατρίδας τους και την προσφυγιά στον Βόλο, μόνο που η Ουρανία κάνει κάτι απονενοημένο που θα την απομακρύνει από την αδελφή της.

Ιστορήματα Ρωμιοσύνης λοιπόν, περιπέτειες απλών, καθημερινών ανθρώπων που προοδεύουν, αγωνίζονται, ταξιδεύουν, παλεύουν, απολαμβάνουν, μάχονται, προδίδονται, κουράζονται, κινδυνεύουν, απογοητεύονται δοσμένα με φροντίδα, λογοτεχνικές αρετές και συναρπαστική γραφή. Τόποι Ρωμιών, συμπεριφορές και κουλτούρες, χαρακτήρες και ήθη, ανατροπές και αλλαγές, ντοπιολαλιές, όλα βασισμένα σε ιστορικά έγγραφα διαθέσιμα στα Οθωμανικά Αρχεία της Τουρκίας εμπνέουν τον συγγραφέα και μας ταξιδεύουν σε εποχές μακρινές, γεμάτες Ιστορία και παρελθόν.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *