Η Νόρα και ο Χάρης ήταν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι που μεγαλώνανε ένα παιδί, τον Άγγελό τους. Μια μέρα το παιδί πέθανε κι έκτοτε έχουν βυθιστεί στην κατάθλιψη και την παραφροσύνη. Ώσπου ένα κοινό όνειρο τους κινητοποιεί και τους γυρίζει πίσω στο μέρος όπου τον έχασαν. Ήταν όντως ο Άγγελος στο όνειρό τους; Πού αρχίζει η πραγματικότητα και πού τελειώνει το ψέμα; Πόσο δύσκολο είναι να συνεχίζεις τη ζωή σου μισός και πόσο αποφασισμένος είσαι να ξαναδείς το παιδί σου;
Βιβλίο Επειδή είναι η καρδιά μου
Συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ
Κατηγορία Τρόμου / Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Πατάκης
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Ένα διαφορετικό απ’ όσα έχει γράψει ο Αύγουστος Κορτώ μυθιστόρημα, ένα ανατρεπτικό και ανατριχιαστικό κείμενο αγάπης και τρυφερότητας, με δυνατές σκηνές, άψογη ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας και ένα τέλος που θα μου μείνει αξέχαστο. Ένα ψυχολογικό θρίλερ, ένα μυθιστόρημα τρόμου και ταυτόχρονα ένας ύμνος στη γονεϊκή αγάπη που με συγκίνησε και με ανατρίχιασε, απογυμνώνοντας το πρωταγωνιστικό ζευγάρι από κάθε ψέμα και υποκρισία που τους χωρίζει και που τους κρατάει παρ’ όλ’ αυτά στη ζωή. Η Νόρα και ο Χάρης έζησαν Έξι Φωτεινά Χρόνια, έτσι τα χαρακτηρίζουν, αλλά μετά το σημείο μηδέν έχουν πάψει οι ευγένειες μεταξύ τους και η Νόρα έχει διαχωρίσει τη ζωή της από τα μουσικά ακούσματα που τη συνόδευαν σε κάθε έκφανσή της: «Αφού τα πράγματα έχασαν πρώτα το χρώμα τους, τη γεύση και το χάδι τους, στο τέλος έχασαν και τον ήχο που κουβάλαγε μέσα του τη στερνή ομορφιά τους» (σελ. 12). Καταγράφονται μικρές συγκινητικές λεπτομέρειες για τον αγώνα τους να μείνουν ζωντανοί για τυπικούς λόγους, εκείνη τρώει τα πάντα από παιδικές τροφές και δημητριακά που αγαπούσε ο Άγγελος, εκείνος αναλώνεται στο αλκοόλ ως τη διάτρηση στομάχου που τον επανέφερε στον ίσιο δρόμο. Η Νόρα μισεί τις φωτογραφίες: «Πουτάνες αναμνήσεις… Αν οι φωτογραφίες τουλάχιστον ζωντάνευαν…Αν έσκαγαν ένα αχνό χαμόγελο και μας μιλούσαν ο προορισμός μας θα ‘ταν φωτεινός…Μα η πεισματική ακινησία τους σφίγγει με το ένα χέρι τη ζωή και με το άλλο δείχνει τον μονόδρομο που βγάζει στο σκοτάδι» (σελ. 99). Όλα αυτά μεγαλώνουν το μίσος και την απόσταση ανάμεσά τους.
Γνωρίζουμε τον κάθε χαρακτήρα χωριστά αλλά και ταυτόχρονα, εκείνη προσπαθεί να μάθει όσο μπορεί περισσότερα για τη στιγμή του τέλους και για τον ακριβή μηχανισμό της ώστε να καταλάβει τι είχε περάσει ο άγγελός της μόνος του μες στο σκοτάδι κι εκείνος ξεσπάει το μίσος του στον δικό του εαυτό, πληγώνοντάς τον σωματικά και ψυχικά με κάθε ευκαιρία. «Είχαν ξαναμάθει ο ένας τον άλλο, μαζί στην αγάπη, μαζί και στην αποστροφή», με τη Νόρα να εξακοντίζει σπασμωδικά άδικες κατάρες σε καθετί που έχει το θράσος να παραμένει ζωντανό και τον Χάρη να καταφεύγει σε πόρνες και ποταμούς αλκοόλ για να χειριστεί όχι μόνο την απώλεια αλλά και τις κατηγορίες της γυναίκας του για τον θάνατο του παιδιού τους. Η Νόρα κατηγορεί τον σύζυγό της που δε διέγνωσε εγκαίρως ό,τι συνέβη, κι ας μην ήταν αλήθεια αυτό. «Ένα μέρος του μυαλού τους θυμόταν τα πάντα… κι ένα άλλο, αυτό που τους κρατούσε στοιχειωδώς ζωντανούς, τα μπέρδευε όλα σε μια θολούρα ώστε να αντέχει η καρδιά όταν τα αντικρίζει» (σελ. 18). Το ζευγάρι κοντεύει πλέον να διαλυθεί και τότε, ένα βράδυ, ο Άγγελός τους, τους επισκέπτεται: «…αν επέστρεφαν στο μέρος της αλλοτινής τους παραθέρισης και έκαναν την υπέρτατη θυσία, θα επέστρεφε κοντά τους…Αν έρθετε εδώ και κάνετε αυτό που φοβάστε περισσότερο, αυτό που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει χωρίς να ξεπεράσει τα όρια του εαυτού του, θα με βρείτε»! Επιστρέφουν λοιπόν στη Χαλκιδική, όπου ζουν ανατριχιαστικές στιγμές που παίζουν με το μυαλό τους και τους οδηγούν στο χείλος της παραφροσύνης. Τα γεγονότα ακροβατούν ανάμεσα στο σουρεαλιστικό και στο φαντασιακό, με το κόκκινο τόπι του Άγγελου να πέφτει καταπάνω τους και να χάνεται, με το αγαπημένο σάντουιτς του παιδιού να ετοιμάζεται ακάλεστο από γελαστά γκαρσόνια, με το μπωλ με τα μανταρίνια και το κομμένο τηλέφωνο που απεικονίζονται και στο εξώφυλλο του βιβλίου να τους γεμίζουν παραφροσύνη, με τη μαυροντυμένη γριά που συναντούν να πίνει διψασμένη λάδι από καντήλι και πολλά άλλα. Όλα αυτά είναι σα να δείχνουν τον Άγγελο να αναδύεται από την ανυπαρξία του θανάτου και να ζυγώνει στην όχθη της ζωής, αυτό συμβαίνει όμως;
Ταυτόχρονα ξεδιπλώνεται η οικογενειακή τους ιστορία με τις ευτυχισμένες στιγμές, με τον Άγγελο να μεγαλώνει, να ρωτάει, να μαθαίνει, να διαβάζει, να παίζει, αλλά και τα όσα ακολούθησαν τον θάνατό του και χώρισαν το ζευγάρι οριστικά. Ταυτόχρονα ανεξήγητα μικρά περιστατικά μεγάλης σοβαρότητας που ρίχνουν τη Νόρα στα φάρμακα και τον Χάρη στην παραφροσύνη αντιπαραβάλλονται με τις οικογενειακές καταβολές του ζευγαριού. Ο Χάρης μεγάλωσε στη σκιά του νεκρού αδελφού του κι η Νόρα διαπίστωσε πως οι γονείς της τη θέλουν για τα γεράματά τους χωρίς να της έχουν δείξει ποτέ αγάπη, στοργή, ενδιαφέρον. Στηρίχτηκαν λοιπόν στα δικά τους πόδια, το παρελθόν τους όμως είναι κομμάτι του χαρακτήρα τους: «Γι’ αυτό και θέλουν προσοχή τ’ αγάλματα των μισητών προγόνων -πώς να τα γκρεμίσεις ασφαλής όταν στέκεσαι ακόμα μέσα στη σκιά τους;» (σελ. 87). Πώς γνωρίστηκαν, πώς ερωτεύτηκαν, πώς έζησαν την αγάπη τους, πώς αποφάσισαν να παντρευτούν και πώς απέκτησαν το παιδί τους είναι περιστατικά που τα μαθαίνουμε μέσα από μικρές αναδρομές στο παρελθόν ως αντίβαρο ή ως συμπλήρωμα με τα όσα βιώνουν τώρα, μετά τον χαμό του Άγγελου. Ξεδιπλώνεται λοιπόν ακριβοδίκαια μια σχέση που είχε περάσει και είχε σταθεί στο μίσος πολλές φορές, γεμάτη βαθιά αντιπάθεια που ο χρόνος κατόρθωσε να μετατρέψει σε αδιαφορία.
Το μυθιστόρημα «Επειδή είναι η καρδιά μου» είναι ένα υπέροχο, σκληρό και τρυφερό μυθιστόρημα, αφιερωμένο στην απώλεια και στις αλόγιστες συνέπειές της στον ψυχισμό και στο μυαλό των τεθλιμμένων. «Δυο τρελοί που άγιασαν» χάνουν το παιδί τους και τη γη κάτω από τα πόδια τους, θα τους βοηθήσει όμως αν γυρίσουν πίσω στον τόπο της τραγωδίας; Πώς εξηγούνται τα σχεδόν υπερφυσικά γεγονότα που βιώνουν εκεί; Πόσο αποφασισμένοι είναι να υπακούσουν σε κάτι που έχει τον τρόπο να φέρει το παιδί κοντά τους; Κρύβεται όντως ο Άγγελος πίσω απ’ όλ’ αυτά ή κάτι βαθύτερο και σκοτεινότερο; Αυτά και άλλα ερωτήματα απαντώνται σ’ ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται μόνο με το φως ανοιχτό, ακόμη και την ημέρα.