Από τα Βουρλά στη Μαγνησία ταξιδεύουμε στα Χανιά στην Κρήτη μέσα από τις ιστορίες των γονιών της συγγραφέως, Μικρασιατών προσφύγων πρώτης γενιάς. Πώς ζούσαν στην πατρίδα τους, πώς μεγάλωσαν, πώς έφτασαν στην Ελλάδα είναι ερωτήματα που απαντώνται με συγκινητικό τρόπο χάρη στη γλαφυρή πένα της Κωστούλας Καραμπατσάκη-Πουλιδάκη και τη φροντίδα της κόρης της, Μαρίας. Μέσα από την καταγραφή της ιστορίας της οικογένειας των δύο γυναικών ξετυλίγεται η ιστορία του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, από τις ευτυχισμένες μέρες στις δύσκολες στιγμές.
Βιβλίο Από τα Βουρλά στην Μαγνησία
Συγγραφέας Κωστούλα Καραμπατσάκη-Πουλιδάκη
Κατηγορία Non fiction
Εκδότης Αδελφότητα Μικρασιατών Ν. Χανίων «Ο Άγιος Πολύκαρπος»
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Η συγγραφέας μεγάλωσε με παραμύθια, ιστορίες και αμανέδες που άκουγε από τους παππούδες της και είχε υποσχεθεί να καταγράψει την ιστορία των γονιών της, για να διασφαλίσει τη μαρτυρία τους και την κατάθεσή τους από τη λήθη του χρόνου, να τους γνωρίσει ο κόσμος, να μη χαθούν τα γεγονότα, οι άνθρωποι, ο χαλασμός. «Για αυτό λοιπόν, για να μην ξεχαστούν όσοι έφυγαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ, για να μην χαθούν τα ματωμένα ίχνη τους που τους έφεραν σε μια Ελλάδα που τους μίσησε και τους περιφρόνησε, βάζω σ΄ αυτό το χαρτί τις ζωές του Σάββα και της Μαρίτσας, την δική τους αλήθεια. Για τις χαρές και τις λύπες που έζησαν εκεί, τον ξεριζωμό, το αίμα που είδαν να κυλάει, για τους αγαπημένους που άφησαν πίσω ζωντανούς και για όσους δεν πρόλαβαν καν να θάψουν και τους άφησαν άταφους στην γη της Ιωνίας. Σαν ένα μνημόσυνο…», γράφει η κυρία Καραμπατσάκη-Πουλιδάκη στην εισαγωγή του βιβλίου της.
Το κείμενο καταγράφει αρχικά τη ζωή του πατέρα Σάββα από το Χορόσκιοϊ στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας με τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, τη συμβίωση με τους Τούρκους σε όλα τα επίπεδα, και στη συνέχεια της μητέρας Μαρίτσας από τα Βουρλά, την καθημερινότητά της, τις σκληρές αλλά ευτυχισμένες μέρες του κάματου και τις τελευταίες στιγμές της ηρωικής αυτής πόλης. Εκείνος στα επτά του έζησε την καταστροφή αλλά κατάφερε να σταθεί στα πόδια του αργά και βασανιστικά ως τα 23 του, που του προξένεψαν μια προσφυγοπούλα από τα Βουρλά, εκείνη, με την οποία έμειναν μαζί εξήντα ολόκληρα χρόνια. Η αφήγηση είναι «ερασιτεχνική και δειλή αλλά με αγάπη», χωρίζεται σε μικρά αλλά συμπυκνωμένα κεφάλαια, που συνοδεύονται από επεξήγηση των λέξεων και των εννοιών του κειμένου, κάνοντας έτσι το περιεχόμενο κατανοητό από τον καθένα ενώ η αμεσότητα και η παραστατικότητα της γραφής ζωντανεύουν άλλη μια τραγική ιστορία μικρασιατικής προσφυγιάς, πάντα όμως με ιδιαίτερη ματιά και αφηγηματικό στυλ. Το εντυπωσιακό είναι που η ζωή της γιαγιάς Καλομοίρας, μάνας του Σάββα, είναι πραγματικά μυθιστορηματική ως προς τον γάμο της λίγο πριν το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου κι έτσι, όχι μόνο η αφήγηση αλλά και η ίδια η ιστορία έχουν ενδιαφέρον που δε μειώνεται ούτε στιγμή. Τάγματα εργασίας, διώξεις, κακοποιήσεις, δολοφονίες, σφαγές και μια νέα αρχή, πάρα πολύ δύσκολη, στα Χανιά, όπου ο τόπος ήταν απροκάλυπτα εχθρικός και οπισθοδρομικός, καταγράφονται ακριβοδίκαια και όσο γίνεται αντικειμενικά.
Η συγγραφέας αλλάζει εντελώς ύφος και στυλ όταν στρέφει τη ματιά της στην ιστορία της μάνας της, στην οποία απευθύνεται σε δεύτερο ενικό, δημιουργώντας τέτοια εξοικείωση που μεταφέρθηκα νοερά στο πλάι αυτών των δύο γυναικών, όσο τα λέγανε για το μαύρο χτες ζώντας ένα πιο ανοιχτόχρωμο σήμερα. Επιστρέφει στη Μικρά Ασία, όπου ξαναζούμε τα γεγονότα ευτυχίας και χαλασμού με νέες πληροφορίες και εξελίξεις, με άλλους πρωταγωνιστές και μαθαίνουμε για την ηρωική αντίσταση των Βουρλών όταν έπεσε το ελληνικό μέτωπο. Άλλες ένδοξες και ταυτόχρονα αιματηρές σελίδες γράφονται, με τα Τέλια του Μουσελέ να είναι και ο τύμβος χιλιάδων αθώων που βασανίστηκαν και ακρωτηριάστηκαν φριχτά. Δε γίνεται να μη δακρύσεις από τον πόνο και το αίμα που αναπηδάει από τις σύντομες και κοφτές φράσεις, χωρίς υπερβολικές λεπτομέρειες, δε γίνεται να μην προσευχηθείς για όσα παιδιά έχασαν τους γονείς τους μέσα στην οχλοβοή κι ανέβηκαν σε άλλα καράβια από των γονιών τους: «Ονόματα και επώνυμα χάθηκαν στη λήθη και ολάκερες γενιές σβήσανε για πάντα». Η αφήγηση αφορά και στα αδέλφια των γονιών της συγγραφέως, στα παιδιά τους, για όσα μάθανε τουλάχιστον, κι έτσι παρατίθενται οικογενειακές τραγωδίες που συμπυκνώνουν όλη τη δυστυχία και τις αναποδιές που βίωσαν οι Μικρασιάτες.
Με τη συμπαράσταση της κόρης της, Μαρίας Πουλιδάκη και την εκδοτική φροντίδα της Αδελφότητας Μικρασιατών Νομού Χανίων «Ο Άγιος Πολύκαρπος», η Κωστούλα Καραμπατσάκη-Πουλιδάκη πραγματοποιεί ένα χρέος τιμής προς τους γονείς της και προς τη μικρασιατική μνήμη γενικότερα, καταγράφοντας τις ιστορίες της οικογένειάς της και ζωντανεύοντας κομμάτια της λαογραφικής και οικογενειακής παράδοσης του τόπου, εκείνης της γλυκιάς πατρίδας όλων των προσφύγων. Φωτογραφίες από το οικογενειακό αρχείο και προσεγμένες λέξεις, αντάμα με λυρική γραφή δημιουργούν μια προσωπική κατάθεση ψυχής γεμάτη ηρεμία αλλά και πόνο, δυσκολίες αλλά και χαρές, ψυχρότητα και μίσος αλλά και αρωγή που με συγκίνησε, με δίδαξε, με κατέκτησε.