Μια πολλαπλή δολοφονία λαμβάνει χώρα σ’ ένα εμπορικό κέντρο και ο ένοχος εντοπίζεται σύντομα να έχει αυτοκτονήσει. Η υπόθεση ετοιμάζεται να κλείσει αλλά ο Επιθεωρητής Άντερς Οικονομίδης πιστεύει πως κάποιος κρύβεται πίσω απ’ όλ’ αυτά και ακολουθεί το ένστικτό του, κάτι που θα τον φέρει αντιμέτωπο μ’ ένα τραγικό και μεγάλο μυστικό. Ταυτόχρονα κάποιος αρχίζει να ξεκαθαρίζει τα «βαποράκια» που πουλάνε φθηνά και αμφιβόλου ποιότητας ναρκωτικά ενώ το Τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων ξεκινάει απόρρητες έρευνες για διαφθορά που υπάρχει στους κόλπους της αστυνομίας!
Βιβλίο Το κάστρο
Συγγραφέας Βαγγέλης Γιαννίσης
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα / Αστυνομικό μυθιστόρημα
Εκδότης Διόπτρα
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Ένα χρόνο μετά τις κατά συρροή δολοφονίες των γυναικών του πρώτου βιβλίου, ο Επιθεωρητής Άντερς Οικονομίδης επιστρέφει στην Αστυνομία του Έρεμπρο μετά από τρίμηνη διαθεσιμότητα ενώ η γυναίκα του και το παιδί του έχουν φύγει μακριά του. Τι συνέβη και μπήκε σε διαθεσιμότητα; Γιατί απομακρύνθηκαν η Λίσμπεθ και ο μικρός Γιάννης; Αυτά είναι ερωτήματα που απαντώνται σταδιακά όσο προχωράει η πολυεπίπεδη πλοκή. Στη μόλις δεύτερη περιπέτεια που έγραψε ο Βαγγέλης Γιαννίσης, υπάρχουν πάρα πολλά θετικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν μια ιστορία γεμάτη ανατροπές, αποκαλύψεις, παιχνίδια εξουσίας και εξαπάτησης. Τρέχουν ταυτόχρονα αρκετές ιστορίες άρτια συνδεδεμένες μεταξύ τους που η κάθε μια έχει τον δικό της βαθμό αγωνίας και μια σειρά από μυστικά και ρόλους-κλειδιά που έρχονται στο φως την κατάλληλη στιγμή, αφήνοντάς με κάθε φορά με κομμένη ανάσα. Τα βήματα που οδηγούν στην επίλυση της μαζικής δολοφονίας, το δίκτυο ναρκωτικών που εξαρθρώνεται, κάτι εκκρεμότητες που αφήσαμε στο «Μίσος», διαδοχικές αλλαγές θέσεων και ρόλων δημιουργούν μια καλοχτενισμένη και σωστά επεξεργασμένη ιστορία γεμάτη με κάθε είδους αισθήματα, ρεαλιστικούς χαρακτήρες και απανωτές μεταβολές.
Ο Άντερς Οικονομίδης γεννήθηκε στη Σουηδία από Έλληνες γονείς, μόνο που ως τώρα δεν έχουν αναφερθεί ιδιαίτερες κορόνες νοσταλγίας και αναμνήσεων, εκτός από αυτήν την πολύ πετυχημένη και τόσο αληθινή πρόταση: «Αυτό είναι πατρίδα… Τα μικρά πράγματα που σε κάνουν να νοσταλγείς το μέρος όπου γεννήθηκες και εξιδανικεύουν τα πάντα, στρογγυλεύουν τις μυτερές γωνίες. Και ύστερα τηλεφωνείς στους συγγενείς σου στην πατρίδα ή ανοίγεις μια εφημερίδα και θυμάσαι για ποιο λόγο δε μένεις πια εκεί» (σελ. 351). Η μητέρα του Άντερς ενστερνίστηκε διάφορες δοξασίες μετά τον θάνατο του πατέρα του «προσπαθώντας να έρθει σε επαφή με το πνεύμα του νεκρού συζύγου της. Στο τέλος διαπίστωσε ότι ένα μπουκάλι μπορντό ήταν καλύτερη και φτηνότερη παρηγοριά από τις προσπάθειες διάφορων μέντιουμ να πιάσουν ανοιχτή γραμμή με την άλλη πλευρά» (σελ. 69). Ο ίδιος ο επιθεωρητής το έσκασε από το σπίτι του στην εφηβεία του κι έμεινε δυο μέρες στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Στοκχόλμης μαζί με απόβλητους της κοινωνίας κι έτσι είδε πώς ζούσαν άνθρωποι χωρίς ελπίδα για το αύριο που ψάχνουν τη δόση τους, το ποτό τους, το τσιγάρο τους.
Στο μυθιστόρημα λοιπόν γνωρίζουμε την υποσυνείδητη πλευρά του επιθεωρητή, που ξέσπασε βίαια σε ύποπτο που συνέλαβε με συνέπεια τη διαθεσιμότητά του. Αυτή όμως είναι η δεύτερη περίπτωση που «κάτι στράβωσε» και, σε συνδυασμό με τις τύψεις που νιώθει για ένα δύσκολο περιστατικό που συνέβη στο «Μίσος», ζητά τη βοήθεια μιας θεραπεύτριας για να κατανοήσει καλύτερα τον εαυτό του. Σελίδα τη σελίδα οι καταστάσεις δυσχεραίνουν και η επίλυση των υποθέσεων που αναλαμβάνει και των περιπετειών που ζει τον οδηγούν σε λύσεις ανάγκης, που, ακόμη χειρότερα, νιώθει σα να μην τις διέπραξε ποτέ και συνεχίζει σα να μη συνέβη τίποτα! Έχει όμως αυτογνωσία και απτά πράγματα που τον βοηθάνε ν’ αγκιστρωθεί στο πλαίσιο της λογικής και να σταθεί σε πόδια που ας ελπίσουμε δε θ’ αποδειχθούν πήλινα! Η οικογένειά του, κι ας είναι μακριά, είναι το απάνεμο λιμάνι, γεμάτο με αναμνήσεις και γαλήνια ρουτίνα, που θέλει να τον ξεβεντουζώνει από τις δύσκολες και απάνθρωπες συνθήκες της εργασίας του και τις συνέπειες σε ψυχολογικό και σωματικό κόστος που αυτή επιφέρει.
Ταυτόχρονα, διάφορα μικροπεριστατικά τού δείχνουν διακριτικά πως από τη μια ο γιος του μεγαλώνει και σύντομα δε θα είναι καλοδεχούμενες οι αγκαλιές και από την άλλη: «Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν μπορούσε να προσφέρει μια κανονική ζωή στη Λίσμπεθ και τον Γιάννη. Δεν μπορούσε να εγγυηθεί πως κάθε βράδυ στις εφτά θα κάθονταν όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι και θα έτρωγαν… ή πως η Λίσμπεθ θα μπορούσε να κοιμηθεί με τη σιγουριά πως ο άντρας της θα γύριζε σπίτι σώος από τ βαρετή δουλειά του» (σελ. 347). Τα συμπεράσματά του είναι ρεαλιστικά, μιας και ξέρει «πως όσα του έδινε η δουλειά του, έναν αντιπερισπασμό στην κατάθλιψη που γιγαντωνόταν, μια αίσθηση πως συντελούσε στην επιβολή του δικαίου, μια ασπίδα στα προβλήματα του σπιτιού, του τα έπαιρνε πίσω στο πολλαπλάσιο, βυθίζοντάς τον μέρα με τη μέρα στο σκοτάδι» (σελ. 348). Πόσο έτοιμος είναι λοιπόν να επιβάλει μόνος του τον νόμο και να δεχτεί τις συνέπειες; Μήπως τελικά, υπό όλο αυτό το συναισθηματικό βάρος, υποχωρήσει; Και τότε τι θα συμβεί στον πόλεμο με τον Ρώσο μαφιόζο των ναρκωτικών Γιόχαν Λινέ που ξεκίνησε σε ηπιότερους τόνους στο «Μίσος» και κορυφώνεται εδώ;
Γύρω του έχει συγκεντρωθεί μια αξιόλογη ομάδα (ο εισαγγελέας της κομητείας του Έρεμπρο Καρλ Όλσον, ο αρχηγός της αστυνομίας του Έρεμπρο Λαρς Έκμπεργκ, ο ιατροδικαστής και επικεφαλής του Εγκληματολογικού Τμήματος της Αστυνομίας του Έρεμπρο Γιούσι Αλεξάντερσον, η αρχιφύλακας Μαρία Φρέντρικσεν, ο επιθεωρητής Νίκλας Μπόρι και άλλοι που όλοι δρουν κι εργάζονται υπό τις εντολές της Σέλμα Μοντίν, επικεφαλής του Τμήματος Εγκλημάτων της Αστυνομίας του Έρεμπρο) στην οποία προστέθηκε ο Κρίστερ Μπγέρλινγκ, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Στοκχόλμης, με εκπαίδευση στο FBI και ειδίκευση στους κατά συρροή δολοφόνους. Στο μυθιστόρημα αυτό ο συγγραφέας καταφέρνει να πραγματοποιήσει έναν δύσκολο άθλο: οι παράλληλες υποθέσεις που τρέχουν προς διερεύνηση επηρεάζουν και επηρεάζονται από τις αποφάσεις, τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες καθενός από αυτούς, που κάποιοι παίρνουν λάθος θέσεις, κάποιοι άλλοι υπαναχωρούν, κάποιοι παίζουν αναπάντεχα ενεργό ρόλο! Από την αρχή ως το τέλος έχουμε και ανακατατάξεις στο Σώμα με τρόπο επίσης αναπάντεχο, απότοκες διπλωματικών κινήσεων που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό! Ο Μπόρι πήρε στη δική του ομάδα τη Φρέντρικσεν ενώ επαναλαμβανόμενοι πονοκέφαλοι τον στρέφουν στο LSD με αντάλλαγμα κάτι που κανένας λογικός και πιστός αστυνόμος δε θα δεχόταν. Ο Άντερς συνεργάζεται με τον Επιθεωρητή Γέσπερ Μάρκλουντ, η Σέλμα Μοντίν δείχνει τον πραγματικό της χαρακτήρα και το πόσο επιδέξια μπορεί να χειριστεί διπλωματικές κινήσεις ώστε από μειονεκτική θέση να βρεθεί να κυνηγάει το όνειρο της «σιδηράς κυρίας» της σουηδικής αστυνομίας με έναν τρόπο που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί και τέλος ο Κρίστερ Μπγέρλινγκ είναι μαζί τους εξ αποστάσεως με πολύτιμες συμβουλές, μιας και επεμβάσεις και θεραπείες αποκατάστασης στην Αμερική τον κρατούν μακριά τους.
Το στυλ γραφής που αγάπησα υπάρχει και εδώ, με πραγματολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις και μεταφορές να δίνουν έναν εντελώς προσωπικό και ταυτόχρονα ξεχωριστό τόνο στο κείμενο, με αποτέλεσμα να ξεφυλλίζω πυρετωδώς τις σελίδες, να στέκομαι σε αναπάντεχα σημεία και να ταξιδεύω στο μουντό και απρόσωπο Έρεμπρο. Δεν έχουμε στείρα καταγραφή περιστατικών ούτε διεκπεραιωτικές καταγραφές γεγονότων αλλά και μια σημαντική και βαθιά διείσδυση σε ψυχολογικά, συμπεριφορικά και κοινωνιολογικά φαινόμενα που αρχικά νομίζεις πως αφορούν τη Σουηδία σύντομα όμως διαπιστώνουν πως αρκετά από αυτά βρίσκουν εφαρμογή και σε άλλα κοινωνικά σύνολα.
Για παράδειγμα, δεν περίμενα να βρω σε τέτοιο μυθιστόρημα την πραγματική ταυτότητα του αγαπημένου Καραγκιόζη και τη σημασία του: «Καμία άλλη φιγούρα, σε οποιαδήποτε κουλτούρα του κόσμου, δεν εκφράζει με τόση ακρίβεια αυτή τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου… ο Καραγκιόζης ζει εξαπατώντας τους πάντες,, έχει έμφυτη τάση προς τη βία, παραμελεί την οικογένειά του, είναι εγωιστής ως το κόκαλο και σε αρκετές περιπτώσεις υποστηρίζει την παιδική εργασία και αμφισβητεί τη χρησιμότητα της μόρφωσης… Ο μόνος λόγος που κάνει τους ανθρώπους να γελάνε είναι επειδή το γέλιο είναι ένας μοναδικός μηχανισμός άμυνας προκειμένου να αποφύγουμε να δούμε τη σκληρότητα του κόσμου. Που, κατ’ επέκταση, είναι η σκληρότητα του ίδιου μας του εαυτού» (σελ. 23). Τάδε έφη η ψυχοθεραπεύτρια Τία Ραπς που παρακολουθεί ο Άντερς όσο διάστημα είναι σε διαθεσιμότητα, η οποία μάλιστα συνόψισε την περίπτωση του επιθεωρητή με κοφτούς και γειωμένους όρους: «Ήταν ένας άνθρωπος διαλυμένος εσωτερικά. Η ζημιά δεν είχε φτάσει ακόμα στην επιφάνεια, επωαζόταν αόρατη στο εσωτερικό, κατατρώγοντας την ψυχή του, μέχρι που δε θα υπήρχε τίποτε άλλο να τη θρέψει και θα έβγαινε προς τα έξω αναζητώντας τροφή. Και τότε ο Άντερς Οικονομίδης θα κατέρρεε» (σελ. 201).
Με αφορμή τα «βαποράκια» από τη Σομαλία που ρίχνουν τις δυνατότητες κέρδους των μεγάλων και οργανωμένων δικτύων αλλά και την ποιότητα του εμπορεύματος, ο συγγραφέας στρέφει για λίγο τον προβολέα του στην εμπόλεμη καθημερινότητα της χώρας τους που τους ανάγκασε να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη στη Σουηδία. Η χώρα αυτή δε σταματά να μπαίνει στο στόχαστρο του συγγραφέα: «Τα ανθρώπινα σκουπίδια, σύμφωνα με το κομμάτι της κοινωνίας που εξαρτιόταν από υγιείς εξαρτήσεις όπως το τσιγάρο και το διαδίκτυο» (σελ. 17). Στη συνέχεια μάλιστα ο Βαγγέλης Γιαννίσης καταγράφει και πάλι μια σκοτεινή πλευρά αυτής της χώρας, όχι επειδή έτσι θέλει αλλά επειδή έτσι είναι: «Η φτώχεια στη Σουηδία, σκέφτηκε ο Άντερς, δεν ήταν τόσο κραυγαλέα… αλλά ήταν εξίσου ορατή, σε σημείο που μερικές φορές εισέβαλε στην πραγματικότητα με έναν σχεδόν βίαιο τρόπο, καταρρίπτοντας τις όποιες ψευδαισθήσεις είχε ένας ολόκληρος λαός για το μεγαλύτερο καύχημα της χώρας: το κράτος πρόνοιας» (σελ. 318). Δεν ωραιοποιείται ούτε η τυλιγμένη με ηλεκτρονικό χρυσόχαρτο καθημερινότητά μας: «…ο στρατός μπορεί να υπερασπιστεί τη χώρα, σε περίπτωση εισβολής, για μία εβδομάδα -στην καλύτερη περίπτωση. Εκατόν εξήντα οκτώ ώρες. Αν οι επίδοξοι εισβολείς ήθελαν να γλιτώσουν χρόνο, χρήμα και υλικό, μπορούσαν πολύ απλά να αχρηστέψουν τα ηλεκτρονικά συστήματα της Σουηδίας με μια βόμβα ηλεκτρονικού παλμού. Η χώρα θα παραδινόταν αυτόματα, υπό την πίεση εννέα εκατομμυρίων Σουηδών που δε θα μπορούσαν να ανανεώσουν το στάτους τους στο Facebook» (σελ. 89).
Ας μην ξεχνάμε τις αναπάντεχες μεταφορές και παρομοιώσεις («Η δολοφονία προσπερνούσε στη στροφή την αλλεργία και σήκωνε πανηγυρικά το χέρι καθώς περνούσε τη γραμμή τερματισμού», σελ. 248) και το γλυκόπικρο χιούμορ: «Ήταν υποσιτισμένος, αφυδατωμένος, βρόμικος, αξύριστος και είχε μόλις γλυτώσει από μια απόπειρα δολοφονίας. Αν το σώμα του μπορούσε να φύγει μακριά του, θα το έκανε ευχαρίστως» (σελ. 311).
«Το κάστρο» είναι μια εξίσου καλογραμμένη και πολυεπίπεδη περιπέτεια του Άντερς Οικονομίδη, γεμάτη με τα απόνερα της πρώτης. Οι ψηφίδες της συγκροτούν άλλο ένα συναρπαστικό περιβάλλον γεμάτο ανατροπές και αληθινούς χαρακτήρες, απλώς το ντόμινο των εξελίξεων ολοκληρώνει τις εκκρεμότητες του προηγούμενου βιβλίου. Τα πιόνια κάνουν τις τελικές τους κινήσεις, ο Άντερς αρχίζει να συγκροτεί μια πιο ολοκληρωμένη προσωπικότητα κι όλα αυτά την ώρα που ένα σατανικό σχέδιο κρύβεται πίσω από μια φαινομενικά τυχαία μαζική δολοφονία σε εμπορικό κέντρο. Ο συγγραφέας αυτήν τη φορά διατρανώνει το καλύτερο μήνυμα που έχω συναντήσει ως τώρα σε βιβλίο για την οικογένεια: «Η οικογένεια ξυπνούσε πρωτόγονα ένστικτα , ίσως επειδή αποτελεί την πρώτη αγέλη του ζώου που λέγεται άνθρωπος» (σελ. 418).